Η Ελλάδα πρωταθλήτρια στις αμυντικές δαπάνες και ουραγός στην αμυντική βιομηχανία



Μπάμπης Παπασπύρος

Η Ελλάδα κατατάσσεται σταθερά ανάμεσα στις χώρες με τις μεγαλύτερες αμυντικές δαπάνες του ΝΑΤΟ, δαπανώντας ποσοστό που ξεπερνά το 3% του ΑΕΠ της στην εθνική άμυνα. Παρά το γεγονός ότι βρίσκεται ουσιαστικά πίσω μόνο από τις ΗΠΑ και την Πολωνία (για το 2024), δεν θεωρείται «μεγάλος στρατιωτικός παίκτης» στη διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα


Το παράδοξο αυτό αναδεικνύει ένα βαθύτερο πρόβλημα: οι επενδύσεις στην άμυνα δεν μεταφράζονται απαραίτητα σε αντίστοιχη αναβάθμιση της αμυντικής βιομηχανίας ή αυτονομία.

Με φόντο τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη (Ιούνιος 2025), όπου τέθηκε στόχος αύξησης των δαπανών έως και στο 5% του ΑΕΠ για την «ολιστική» άμυνα, η Ελλάδα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως «υπερδραστήριο» αλλά στρατηγικά ασθενές μέλος.

Οι Δαπάνες: Πρωταθλητισμός χωρίς Αντίκρισμα;

Η Ελλάδα αφιερώνει περίπου 3,1% του ΑΕΠ της στην άμυνα, ποσοστό αρκετά υψηλότερο του ελάχιστου στόχου 2% που θέτει το ΝΑΤΟ. Ενώ άλλες χώρες προσαρμόζονται σταδιακά, η Ελλάδα βρίσκεται ήδη στην «πρώτη γραμμή» των επενδύσεων. Η αύξηση αυτή αποδίδεται:

  • Στην έντονη γεωπολιτική αστάθεια με την Τουρκία.
  • Στην ανάγκη θωράκισης της άμυνας της χώρας και ανανέωσης παλαιών οπλικών συστημάτων
  • Στη στρατηγική επιδίωξη να αναβαθμιστεί η παρουσία της χώρας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε.

Ωστόσο, σύμφωνα με διεθνείς αναλύσεις, οι επενδύσεις αυτές δεν έχουν «πολλαπλασιαστικό» αποτέλεσμα. Η Ελλάδα δεν λογίζεται ως στρατιωτική δύναμη επιρροής, ούτε διαδραματίζει ρόλο καθοριστικό σε περιφερειακές κρίσεις.

Αμυντικές Επενδύσεις: Που Πηγαίνουν τα Χρήματα;

Το μεγαλύτερο μέρος των εξοπλιστικών δαπανών κατευθύνεται σε αγορές από ξένες εταιρείες: Rafale από τη Γαλλία, F-16 Viper από τις ΗΠΑ, φρεγάτες Belharra, συστήματα Patriot, Leopard κ.ά. Η λογική είναι καθαρά εισαγωγική και σπάνια εμπλέκει ελληνική τεχνογνωσία ή βιομηχανική συμμετοχή.

Έτσι:

Δημιουργείται τεράστια εξάρτηση από προμηθευτές του εξωτερικού.

Δεν καλλιεργείται εθνική τεχνογνωσία ή εγχώρια καινοτομία.

Τα κονδύλια «φεύγουν» χωρίς ουσιαστική επιστροφή στην οικονομία ή στη αμυντική αυτάρκεια.

Η αδύναμη εγχώρια Αμυντική Βιομηχανία

Υπάρχει πολυ μικρός αριθμός ιδιωτικών εταιρειών, με καινοτόμα προιόντα και διεθνή παρουσία...

Παράλληλα η Ελλάδα διαθέτει αμυντική κρατική βιομηχανία, κυρίως κατ όνομα... Οι μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις (ΕΑΣ, ΕΑΒ) παρουσιάζουν:

  • Χρόνιες διοικητικές παθογένειες και ελλείψεις σε R&D.
  • Ελάχιστη εξαγωγική δραστηριότητα.
  • Μικρή συμμετοχή σε διεθνή project παραγωγής (όπως τα ευρωπαϊκά προγράμματα συνεργασίας).

Η χώρα μας παραμένει μια "καταναλωτική" και όχι "παραγωγική" στον τομέα της άμυνας

Η Σύνοδος της Χάγης και οι νέοι στόχοι

Στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, τέθηκε για πρώτη φορά στόχος δαπανών έως 5% του ΑΕΠ: 3,5% για παραδοσιακή άμυνα και 1,5% για νέες μορφές ασφάλειας (κυβερνοασφάλεια, στρατιωτική κινητικότητα, τεχνολογία). Πολλές χώρες, όπως η Ισπανία, αντιτάχθηκαν, χαρακτηρίζοντας τον στόχο ανεδαφικό.

Η Ελλάδα, που ήδη υπερβαίνει το 3%, καλείται να ισορροπήσει:

  • Ανάγκες αμυντικής ενίσχυσης.
  • Δημοσιονομικούς περιορισμούς.
  • Εσωτερικές κοινωνικές πιέσεις για κοινωνική πρόνοια και ανάπτυξη.

Τι Λείπει;

1. Εθνικό αμυντικό όραμα, που να ενώνει εξοπλισμούς, τεχνολογία και διεθνή ρόλο.

2. Αναγέννηση της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, με συγκεκριμένο σχέδιο ,  συνέργειες δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, τεχνολογικών κέντρων και εξαγωγικής στρατηγικής.

3. Επενδύσεις σε ανθρώπινο δυναμικό και ψηφιακά συστήματα, και όχι μόνο σε παραδοσιακά οπλικά μέσα.

Η Ελλάδα έχει όλα τα θεμελιώδη στοιχεία (επιστημονικό δυναμικό, γεωστρατηγική θέση, τεχνική βάση) για να χαράξει παρόμοιο δρόμο, αρκεί να υπάρξει πολιτική βούληση και στρατηγική συνοχή.

Η Ελλάδα μπορεί να υπερηφανεύεται για το επίπεδο των αμυντικών της δαπανών, όμως αυτό δεν αρκεί από μόνο του για να μεταφραστεί σε πραγματική ισχύ. Χρειάζεται μεταρρύθμιση, στόχευση και ενίσχυση της αυτονομίας.

Χωρίς εγχώρια παραγωγή, χωρίς στρατηγική καινοτομία, και χωρίς γεωπολιτική αξιοποίηση των επενδύσεων, οι δαπάνες παραμένουν περισσότερο σύμβολο ανασφάλειας παρά μέσο ισχύος.

Σχόλια