Σχεδιασμός συντονισμός και διαβούλευση αμυντικών μεταρρυθμίσεων σε Ηνωμένο Βασίλειο και Ελλάδα...ουδεμία σχέση
Μπάμπης Παπασπύρος
Η άμυνα αποτελεί έναν από τους πιο σύνθετους και ευαίσθητους τομείς της κρατικής λειτουργίας. Η χάραξη πολιτικής στον χώρο αυτό δεν αφορά μόνο τη στρατιωτική ισχύ ή την απόκτηση οπλικών συστημάτων, αλλά εμπεριέχει μια βαθύτερη πολιτική, κοινωνική και θεσμική διάσταση. Ο τρόπος με τον οποίο κάθε κράτος σχεδιάζει, συντονίζει και διαβουλεύεται τις αμυντικές του μεταρρυθμίσεις αντανακλά το επίπεδο της δημοκρατικής του ωριμότητας, την κουλτούρα διακυβέρνησης και τη σχέση του κράτους με την κοινωνία.
Στο πλαίσιο αυτό, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ελλάδα αποτελούν δύο διαφορετικά παραδείγματα: το πρώτο με μια παράδοση ανοιχτής διαβούλευσης και θεσμικής συνέχειας, το δεύτερο με μια πιο συγκεντρωτική προσέγγιση και περιορισμένη δημόσια συμμετοχή. Η παρούσα ανάλυση επιχειρεί να φωτίσει αυτές τις διαφορές, εστιάζοντας κυρίως στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, στη διαβούλευση και στον συντονισμό των μεταρρυθμίσεων στον τομέα της άμυνας.
Το βρετανικό μοντέλο: θεσμική συνέχεια και διαφάνεια
Η πρόσφατη Strategic Defence Review (SDR) του 2025 στο Ηνωμένο Βασίλειο συνιστά ένα υπόδειγμα σχεδιασμού και εφαρμογής αμυντικών μεταρρυθμίσεων. Πρόκειται για την πρώτη ριζική αναθεώρηση της βρετανικής αμυντικής πολιτικής εδώ και 25 χρόνια, η οποία διεξήχθη με πλήρη θεσμική διαφάνεια και κοινωνική συμμετοχή. Η πρωτοβουλία ξεκίνησε μόλις δύο εβδομάδες μετά τις εθνικές εκλογές, με στόχο να καθοριστεί εκ νέου το στρατηγικό δόγμα της χώρας σε έναν κόσμο αυξανόμενης αβεβαιότητας και πολυπολικότητας.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του βρετανικού τρόπου είναι η εξωτερική και ανεξάρτητη ηγεσία της διαδικασίας. Τρεις προσωπικότητες – ο Λόρδος Robertson, ο Στρατηγός Richard Barrons και η Δρ. Fiona Hill – ανέλαβαν να καθοδηγήσουν τη μελέτη σε στενή συνεργασία με το Υπουργείο Άμυνας, εξασφαλίζοντας όμως την απαιτούμενη αντικειμενικότητα και αμεροληψία.
Η διαβούλευση ήταν ευρύτατη: Συμμετείχαν 1.700 άτομα και φορείς, κατατέθηκαν 8.000 γραπτές προτάσεις, 200 εταιρείες υπέβαλαν υπομνήματα, 150 ειδικοί συμμετείχαν σε panels αξιολόγησης, 50 συναντήσεις με τους συμμετέχοντες στην αναθεωρηση και των αξιωματουχων αμυνας, ενώ πολίτες επισκέφθηκαν στρατιωτικές εγκαταστάσεις στο πλαίσιο του προγράμματος Citizens’ Panel.
Η διαδικασία αυτή δεν αποτέλεσε απλώς μια γραφειοκρατική άσκηση, αλλά μια ουσιαστική δημοκρατική πρακτική. Το βρετανικό Υπουργείο Άμυνας έθεσε εξαρχής ως στόχο να καταρτίσει μια αναθεώρηση που θα ανήκει στο «έθνος» και όχι μόνο στην εκάστοτε κυβέρνηση. Με αυτό τον τρόπο, η άμυνα αναδείχθηκε σε κοινό πολιτικό και κοινωνικό εγχείρημα, στο οποίο καλούνται να συμμετέχουν πολίτες, ειδικοί, φορείς και κοινοβουλευτικά κόμματα.
Ο συντονισμός των μεταρρυθμίσεων γίνεται μέσα από σαφές θεσμικό πλαίσιο και με διαρκή κοινοβουλευτικό έλεγχο. Οι προτάσεις του Strategic Defence Review κατατίθενται επίσημα στο Κοινοβούλιο, συνοδεύονται από οικονομική αποτίμηση και χρονοδιάγραμμα εφαρμογής, και ενσωματώνονται σε έναν ετήσιο «Αμυντικό Σχεδιασμό» που ελέγχεται από ανεξάρτητες επιτροπές. Έτσι, η πολιτική άμυνας αποκτά συνέχεια και διαχρονική αξιοπιστία, πέρα από την εκάστοτε κυβέρνηση.
Το βρετανικό μοντέλο λειτουργεί, επομένως, με βάση τρεις θεμελιώδεις αρχές: διαφάνεια, συνέχεια και συμμετοχικότητα. Η άμυνα θεωρείται δημόσιο αγαθό, και όχι αποκλειστικό πεδίο των ενόπλων δυνάμεων ή του Υπουργείου. Η διαβούλευση δεν είναι τυπική διαδικασία, αλλά βασικός μηχανισμός εμπιστοσύνης ανάμεσα στο κράτος και τους πολίτες.
Η ελληνική προσέγγιση: συγκέντρωση και θεσμική εξάρτηση
Στην Ελλάδα, η συζήτηση για τον εκσυγχρονισμό της άμυνας αναζωπυρώθηκε με την πρωτοβουλία του Υπουργού Εθνικής Άμυνας Νίκου Δένδια και την παρουσίαση της λεγόμενης «Ατζέντας 2030». Πρόκειται για ένα φιλόδοξο πλαίσιο που στοχεύει στην αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων, στη βελτίωση της επιχειρησιακής ετοιμότητας και στην προσαρμογή του αμυντικού σχεδιασμού στις νέες γεωπολιτικές προκλήσεις της δεκαετίας.
Ωστόσο, σε αντίθεση με το βρετανικό παράδειγμα, ο ελληνικός σχεδιασμός χαρακτηρίζεται από έντονη συγκέντρωση αποφάσεων στο υπουργικό επίπεδο και περιορισμένη δημόσια διαβούλευση. Οι βασικές κατευθύνσεις καθορίζονται από το ΥΠΕΘΑ και το ΓΕΕΘΑ, χωρίς όμως τη θεσμική εμπλοκή εξωτερικών ειδικών ή ακαδημαϊκών φορέων. Η διαδικασία είναι περισσότερο διοικητική παρά διαβουλευτική.
Η έλλειψη ενός θεσμοθετημένου μηχανισμού διαβούλευσης έχει ως αποτέλεσμα οι αμυντικές μεταρρυθμίσεις να παρουσιάζονται ως κυβερνητικές πρωτοβουλίες και όχι ως μακροπρόθεσμη εθνική στρατηγική. Η κοινοβουλευτική ενημέρωση περιορίζεται συχνά σε αποσπασματικές παρουσιάσεις...
Ο συντονισμός μεταξύ των διαφόρων φορέων της άμυνας παραμένει εξαρτημένος από τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες, γεγονός που δυσχεραίνει τη θεσμική συνέχεια. Ενώ το ελληνικό Υπουργείο Άμυνας διαθέτει έμπειρο προσωπικό και σημαντικές επιτελικές δομές, απουσιάζει ένα μόνιμο σύστημα αξιολόγησης και παρακολούθησης των μεταρρυθμίσεων, καθώς και ένας μηχανισμός εξωτερικής ανατροφοδότησης από την κοινωνία των πολιτών ή την ακαδημαϊκή κοινότητα.
Αυτό το μοντέλο αντανακλά μια ευρύτερη παράδοση του ελληνικού διοικητικού συστήματος, όπου η λήψη αποφάσεων είναι κάθετη και προσωποκεντρική, στηριγμένη στη βούληση της πολιτικής ηγεσίας και λιγότερο σε ανοιχτές, συμμετοχικές διαδικασίες. Η συνέπεια είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις συχνά εξαρτώνται από τον εκάστοτε υπουργό και δεν αποκτούν θεσμική διάρκεια.
Δύο διαφορετικές κουλτούρες διακυβέρνησης
Η σύγκριση των δύο περιπτώσεων αποκαλύπτει βαθύτερες διαφορές στον τρόπο με τον οποίο οι δύο χώρες αντιλαμβάνονται τη σχέση μεταξύ άμυνας, πολιτικής και κοινωνίας.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η άμυνα αντιμετωπίζεται ως δημόσιο συμβόλαιο εμπιστοσύνης. Ο στρατός, το κοινοβούλιο, η βιομηχανία και η κοινωνία λειτουργούν συμπληρωματικά σε ένα πλαίσιο θεσμικής συνεργασίας. Ο σχεδιασμός είναι μακροπρόθεσμος και τακτικά επαναξιολογούμενος, με την αρχή της «λογοδοσίας» να βρίσκεται στο κέντρο κάθε μεταρρυθμιστικής πρωτοβουλίας.
Αντιθέτως, στην Ελλάδα, η άμυνα παραμένει κυρίως κρατικο-διοικητικό αντικείμενο, όπου η διαβούλευση είναι περιορισμένη και η συμμετοχή της κοινωνίας ελάχιστη. Παρά τη σαφή πρόοδο των τελευταίων ετών, το θεσμικό πλαίσιο εξακολουθεί να λειτουργεί με όρους εσωτερικής διαχείρισης και όχι ευρείας δημόσιας συναίνεσης.
Η διαφορά αυτή δεν είναι απλώς τεχνική, αλλά πολιτισμική. Στο Ηνωμένο Βασίλειο η μεταρρύθμιση είναι διαδικασία που «ανοίγει» προς τα έξω, στην Ελλάδα παραμένει κυρίως διαδικασία που «ελέγχεται» εκ των έσω.
Η αποτελεσματικότητα των αμυντικών μεταρρυθμίσεων δεν εξαρτάται μόνο από τα διαθέσιμα μέσα ή τις στρατιωτικές δυνατότητες, αλλά πρωτίστως από τη διαδικασία με την οποία αυτές σχεδιάζονται και υλοποιούνται. Το βρετανικό παράδειγμα δείχνει ότι η ανοιχτή διαβούλευση, η εξωτερική αξιολόγηση και η θεσμική λογοδοσία δημιουργούν συνθήκες εμπιστοσύνης και σταθερότητας, απαραίτητες για τη διαχρονική επιτυχία κάθε στρατηγικής αναθεώρησης.
Η ελληνική εμπειρία, αν και κινείται προς μια πιο στρατηγική λογική, οφείλει να ενισχύσει τη συμμετοχικότητα, τη διαφάνεια και τη διακομματική συναίνεση. Η άμυνα δεν μπορεί να είναι υπόθεση ενός υπουργείου ή μιας κυβέρνησης· είναι κοινό εθνικό έργο που απαιτεί συλλογική δέσμευση, συνεχή αξιολόγηση και ανοιχτό διάλογο με την κοινωνία.
Η μετάβαση από μια εσωστρεφή, διοικητική αντίληψη της άμυνας σε ένα ανοιχτό, δημοκρατικό και θεσμικά κατοχυρωμένο πλαίσιο σχεδιασμού είναι ίσως η σημαντικότερη μεταρρύθμιση που η Ελλάδα καλείται να επιτύχει την επόμενη δεκαετία.






Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια δημοσιεύονται με μια καθυστέρηση και αφού τα δει κάποιος από τη διαχείριση...και όχι για λογοκρισία αλλά έλεγχο για: μη αναφορά σε προσωπικά δεδομένα, τηλέφωνα, διευθύνσεις, προσβλητικά, υποτιμητικά και υβριστικά μηνύματα ή δεσμούς (Link) με σεξουαλικό περιεχόμενο.
Η φιλοξενία και οι αναδημοσιεύσεις άρθρων τρίτων, τα σχόλια και οι απόψεις των σχολιαστών δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του ιστολογίου μας και δεν φέρουμε καμία ευθύνη γι’ αυτά. Προειδοποίηση: Περιεχόμενο Αυστηρώς Ακατάλληλο για εκείνους που νομίζουν ότι θίγονται προσωπικά στην ανάρτηση κειμένου αντίθετο με την ιδεολογική τους ταυτότητα ή άποψη, σε αυτούς λέμε ότι ποτέ δεν τους υποχρεώσαμε να διαβάσουν το περιεχόμενο του ιστολογίου μας.