Ο Γεραπετρίτης ο φιλελληνισμός και η διπλωματία


Μπάμπης Παπασπύρος

Η πρόσφατη δήλωση στο MEGA του Υπουργού Εξωτερικών, Γιώργου Γεραπετρίτη, στην οποία τονίζει ότι: «Ακούω ταυτόχρονα ότι είμαι φιλοπαλαιστίνιος και ότι είμαι φιλοϊσραηλινός. Η απάντηση είναι σαφής. Είμαι φιλέλληνας», έχει προκαλέσει ανάμεικτες αντιδράσεις και ανοίγει ένα ενδιαφέρον πεδίο συζήτησης, τόσο σε πολιτικό όσο και σε φιλοσοφικό επίπεδο.

Από τη μία πλευρά, η δήλωση επιχειρεί να τοποθετήσει την ελληνική εξωτερική πολιτική έξω από το δίπολο Ισραήλ–Παλαιστίνη, υπενθυμίζοντας ότι ο ρόλος ενός υπουργού Εξωτερικών είναι πρωτίστως να υπερασπίζεται τα συμφέροντα της χώρας του. Από την άλλη, ο τρόπος διατύπωσης και ιδίως η χρήση του όρου «φιλέλληνας» γεννά ερωτήματα ως προς την ακρίβεια, τη σημειολογία και τις προθέσεις του πολιτικού λόγου.

Η ισορροπία στην εξωτερική Πολιτική

Ο Υπουργός βρίσκεται εν μέσω μιας πολύπλοκης γεωπολιτικής συγκυρίας, όπου η ελληνική διπλωματία καλείται να ισορροπήσει μεταξύ διαφορετικών και συχνά αντικρουόμενων διεθνών συμμαχιών. Η Ελλάδα διατηρεί παραδοσιακά καλές σχέσεις τόσο με το Ισραήλ όσο και με τον αραβικό κόσμο, γεγονός που την καθιστά πιθανό διαμεσολαβητή αλλά και στόχο επικρίσεων από αμφότερες τις πλευρές, όταν προσπαθεί να κρατήσει μια στάση ουδετερότητας ή σύνεσης.

Η δήλωση του Υπουργού, λοιπόν, μπορεί να ιδωθεί ως προσπάθεια υπεράσπισης μιας στάσης ουδετερότητας ή εθνικής προτεραιότητας: «δεν παίρνω το μέρος κανενός, παίρνω το μέρος της Ελλάδας». Αυτή η προσέγγιση ενδέχεται να καθησυχάζει την εσωτερική κοινή γνώμη, αλλά στο διεθνές πεδίο μπορεί να θεωρηθεί υπεκφυγή ή αποστασιοποίηση από ζητήματα με ηθικό και ανθρωπιστικό βάθος.

Η σημειολογική χρήση του όρου «Φιλέλληνας»

Το σημείο που αξίζει ιδιαίτερη προσοχή είναι η επιλογή του όρου «φιλέλληνας» αντί, για παράδειγμα, του «πατριώτης» ή «εκπρόσωπος των ελληνικών συμφερόντων». Παραδοσιακά, ο όρος «φιλέλληνας» χρησιμοποιείται για να περιγράψει ξένους που αγαπούν, υποστηρίζουν ή υπερασπίζονται την Ελλάδα, χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι φιλέλληνες της Επανάστασης του 1821, όπως ο Λόρδος Βύρων.

Στην αρχαιότητα, ο όρος είχε όντως και την έννοια του «πατριώτη» ή αυτού που είναι υπέρ της ελληνικής ταυτότητας, ωστόσο στην σύγχρονη χρήση, ένας Έλληνας που αυτοπροσδιορίζεται ως φιλέλληνας ενδέχεται να δημιουργεί απορία ή και ειρωνικά σχόλια. Υπάρχει δηλαδή ένα σημασιολογικό κενό: μπορεί ένας Έλληνας να είναι «φιλέλληνας» ή αυτό είναι ταυτολογικό και περιττό; Και αν το χρησιμοποιεί, υποδηλώνει μήπως κάποια απόσταση από το εθνικό αίσθημα την οποία χρειάζεται να επιβεβαιώσει με υπερβολικό τρόπο;

Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι ο Γεραπετρίτης δεν επέλεξε τη λέξη με αυστηρή γλωσσολογική ακρίβεια, αλλά με ρητορική σκοπιμότητα. Ήθελε να δώσει έμφαση στο γεγονός ότι κινείται με γνώμονα το εθνικό συμφέρον. Ωστόσο, σε μια εποχή όπου ο πολιτικός λόγος ερμηνεύεται και συχνά αποδομείται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τις ερμηνείες της κοινής γνώμης, τέτοιες γλωσσικές επιλογές αποκτούν βάρος μεγαλύτερο από την πρόθεση του ομιλητή.

Η δήλωση του Γιώργου Γεραπετρίτη προσφέρει ένα παράδειγμα του πώς ο πολιτικός λόγος μπορεί να γίνει εργαλείο διπλής ανάγνωσης. Από τη μια πλευρά, εκφράζει έναν εθνικά προσανατολισμένο ρεαλισμό: προτεραιότητα έχει η Ελλάδα, όχι η ευθυγράμμιση με παγκόσμιες αντιπαραθέσεις. Από την άλλη, η επιλογή της λέξης «φιλέλληνας» γεννά απορίες, είτε για την ακρίβεια του λεξιλογίου είτε για το αν κρύβεται πίσω της η αμηχανία μπροστά στην ανάγκη ανάληψης καθαρής στάσης σε ένα παγκόσμιο ηθικό δίλημμα.

Σε κάθε περίπτωση, η εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να μένει απλώς στο επίπεδο των ρητορικών συμβολισμών. 

Σχόλια