Μπάμπης Παπασπύρος
Οι πρόσφατες εξαγγελίες του Υπουργού Εθνικής Άμυνας Νίκου Δένδια σχετικά με τη δημιουργία ενός αυτόνομου Σώματος Υπαξιωματικών στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, στο πρότυπο του αμερικανικού μοντέλου, προκαλούν έντονες συζητήσεις και εύλογους προβληματισμούς. Αν και παρουσιάζεται ως ένα φιλόδοξο σχέδιο ενίσχυσης της επαγγελματικότητας και της αποδοτικότητας των Ενόπλων Δυνάμεων, η προσπάθεια αυτή φαίνεται να εμπεριέχει σοβαρούς κινδύνους και να συγκρούεται ευθέως με την υφιστάμενη δομή, την παράδοση και τις λειτουργικές ανάγκες του ελληνικού στρατεύματος.
Το Αμερικανικό Μοντέλο και η Εφαρμογή του
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Σώμα Υπαξιωματικών έχει βαθιά ιστορική και λειτουργική ρίζα. Οργανώνεται με βάση ένα σύστημα στρατολόγησης εθελοντών, οι οποίοι αφού ενταχθούν, υφίστανται μια σειρά ταχύριθμων σχολείων που δεν περιλαμβάνουν φοίτηση και ακαδημαική εκπαίδευση σε κλασικές στρατιωτικές σχολές, αλλά επικεντρώνονται κυρίως στην εξειδίκευση σε οπλικά συστήματα & επιχειρησιακά θέματα. Οι ανώτεροι υπαξιωματικοί αποκτούν ουσιαστικό επιχειρησιακό και επιτελικό ρόλο, με ανώτερο βαθμό τον Chief Master Sergeant (E-9), συνδιαμορφώνοντας πολιτικές και στρατηγικές επιλογές.
Σε κάθε μονάδα-σχηματισμό ένας εκ των ανώτατων Υπαξιωματικών με βαθμό E-9 υπηρετεί ως «ανώτατος σύμβουλος» (senior enlisted advisors) δίπλα στα γραφεία των διοικητών. Υπηρετούν δίπλα σε Δκτη κάθε κλάδου των Αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων, όπως σε μεγάλες διοικήσεις καθώς και σε υπηρεσίες όπως η Υπηρεσία Πληροφοριών Άμυνας ή η Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας. Ένας από αυτούς, επιλεγμένος από τον αρχηγό του εκάστοτε κλάδου, κατέχει τον ανώτερο βαθμό υπαξιωματικού του σώματος και συμβουλεύει τον υπουργό και τον αρχηγό του. Οι ανώτατοι αυτοί σύμβουλοι παρέχουν καθοδήγηση σε στρατιωτικούς και πολιτικούς ηγέτες, για όλα τα ζητήματα που αφορούν την αποστολή, την αξιολόγηση, την ετοιμότητα, την αξιοποίηση, το ηθικό και την επαγγελματική ανάπτυξη των υπαξιωματικών.
(Στις ανωτέρω φωτο ο Senior Enlisted Advisor to the Chairman: Ramón “CZ” Colón-López)
Το αμερικανικό μοντέλο βασίζεται σε μια διαφορετική στρατιωτική κουλτούρα και κοινωνική αντίληψη, όπου οι υπαξιωματικοί αναγνωρίζονται ως θεμελιώδη στελέχη στη διαχείριση και διοίκηση των στρατευμάτων, με αντίστοιχες αποδοχές, κύρος και ευθύνη. Το σύστημα αυτό λειτουργεί αποτελεσματικά, επειδή έχει διαμορφωθεί εξαρχής μέσα σε συγκεκριμένο γεωπολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο.
Ασυμβατότητες με την Ελληνική Πραγματικότητα
Η αντιγραφή αυτού του μοντέλου στην ελληνική πραγματικότητα δημιουργεί εύλογα ερωτήματα. Η βασικότερη ένσταση αφορά το κατά πόσο μπορεί να γίνει αποδεκτό ένα τέτοιο σύστημα και να ενταχθεί στις δομές και την ιεραρχία των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, οι οποίες παραδοσιακά στηρίζονται σε μια ενιαία αλυσίδα εκπαίδευσης και ιεραρχίας που ξεκινά από τις παραγωγικές σχολές Αξιωματικών και Υπαξιωματικών. Οι διακριτές διαδρομές, ρόλοι και καθήκοντα είναι σαφώς προσδιορισμένα, και η οποιαδήποτε προσπάθεια δημιουργίας «παράλληλων» στελεχών με ισχύ συγκρίσιμη ή και ανταγωνιστική προς τους Αξιωματικούς, όχι μόνο αποδιοργανώνει την υπάρχουσα δομή, αλλά δημιουργεί εντάσεις, ασάφεια και λειτουργικές δυσχέρειες.
Η στρατιωτική παράδοση στην Ελλάδα είναι βαθιά συνδεδεμένη με την έννοια της ιεραρχίας και του σεβασμού στους θεσμούς. Ο Έλληνας Αξιωματικός εκπαιδεύεται επί σειρά ετών και τοποθετείται σε θέσεις ευθύνης με βάση αυστηρά κριτήρια και αξιοκρατικές διαδικασίες. Η δημιουργία ενός νέου σώματος που θα κινείται εκτός αυτών των πλαισίων, με ευρείες εξουσίες και πιθανώς ανεξάρτητη ιεραρχία, απειλεί την εσωτερική συνοχή των ΕΔ και εισάγει μηχανισμούς αλλοίωσης του υπάρχοντος αξιακού συστήματος.
Σκοπιμότητες και Κίνδυνοι
Πέρα από τη θεσμική και λειτουργική ανατροπή, υπάρχουν εύλογες υποψίες ότι η πρόταση αυτή εξυπηρετεί άλλες, σκοπιμότητες. Η δημιουργία νέων φορέων και θέσεων ανοίγει περιθώρια για την ικανοποίηση συγκεκριμένων ομάδων πίεσης ή συμφερόντων, ενδεχομένως από τον χώρο των λεγόμενων «μελετητών» ή εξωθεσμικών συμβούλων, που δεν αντιλαμβάνονται τις ιδιαιτερότητες και την παράδοση του ελληνικού στρατεύματος. Η στρατιωτική ισχύς και ετοιμότητα μιας χώρας δεν οικοδομείται με απομιμήσεις ξένων μοντέλων, αλλά με την ενίσχυση και τον εκσυγχρονισμό του δικού της δοκιμασμένου πλαισίου.
Ειδικά σε μια εποχή που το γεωπολιτικό περιβάλλον της Ελλάδας καθίσταται όλο και πιο ασταθές και επικίνδυνο, κάθε απόπειρα πειραματισμού στη δομή και τη λειτουργία των Ενόπλων Δυνάμεων θα πρέπει να αποφεύγεται. Δεν είναι απλώς θέμα επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας, αλλά θέμα εθνικής ασφάλειας και στρατηγικής επάρκειας.
Η πρόταση για τη δημιουργία Σώματος Υπαξιωματικών στην Ελλάδα, κατά το πρότυπο των ΗΠΑ, εγείρει σοβαρά ερωτήματα ως προς τη σκοπιμότητα, τη λειτουργικότητα και τη συμβατότητά της με την ελληνική πραγματικότητα. Η άκριτη αντιγραφή αλλοδαπών μοντέλων χωρίς προσαρμογή στα εγχώρια δεδομένα, παράγει στρεβλώσεις και απειλεί με απορρύθμιση ένα σύστημα που λειτουργεί, έστω και με αδυναμίες, εντός ενός ευρύτερου εθνικού πλαισίου.
Η ενίσχυση των Υπαξιωματικών, η επανεκπαίδευσή τους και η αναβάθμιση του ρόλου τους μπορούν να αποτελέσουν θετική κατεύθυνση, αρκεί να γίνουν στο πλαίσιο του υφιστάμενου θεσμικού οικοδομήματος, με σεβασμό στην ιεραρχία και την επιχειρησιακή συνοχή. Η ασφάλεια της πατρίδας και η λειτουργικότητα των Ενόπλων Δυνάμεων δεν προσφέρονται για πειραματισμούς. Οι όποιες μεταρρυθμίσεις οφείλουν να είναι καλά μελετημένες, ευρέως αποδεκτές και πάνω απ' όλα, προσανατολισμένες στις ανάγκες της Ελλάδας και όχι στις επιδιώξεις τρίτων.
I agree with you
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροσυπογράφω
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετικό άρθρο!
ΑπάντησηΔιαγραφή