Επίδραση του πολέμου στην Ουκρανία στην αμυντική αγορά της Ευρώπης


Η σύγκρουση στην Ουκρανία, που ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2022, επέφερε ριζικές αλλαγές στην ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική και στον αμυντικό προϋπολογισμό των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Η αυξημένη ανασφάλεια στην περιοχή οδήγησε σε έντονες αυξήσεις στους προϋπολογισμούς των χωρών για στρατιωτικό εξοπλισμό και ενίσχυση της αμυντικής ετοιμότητας. Παρακάτω αναλύονται οι κυριότερες εξελίξεις και οι επιπτώσεις στην αμυντική αγορά της Ευρώπης.

1. Άνοδος των Αμυντικών Προϋπολογισμών
Η στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει εντείνει τους φόβους ευρωπαϊκών κρατών που γειτονεύουν με τη Ρωσία και άλλων μελών της ΕΕ, αυξάνοντας σημαντικά τις αμυντικές τους δαπάνες. Χώρες όπως η Πολωνία, η Φινλανδία και τα κράτη της Βαλτικής καταγράφουν πρωτοφανή άνοδο στις αμυντικές τους δαπάνες, με την Πολωνία να σημειώνει αύξηση 46% το 2023 σε πραγματικούς όρους.
Ταυτόχρονα, η Γερμανία, ενισχύοντας την αμυντική της πολιτική, δημιούργησε ένα ειδικό ταμείο 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για τον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεών της, γεγονός που έρχεται ως αντίδραση στην ανασφάλεια που γεννά ο πόλεμος στην Ουκρανία. Άλλες χώρες, όπως η Γαλλία, προσπαθούν να ενισχύσουν την αυτάρκεια τους μέσω εθνικών εξοπλιστικών προγραμμάτων.
2. Κύριοι Αγοραστές και Προμηθευτές Αμυντικού Εξοπλισμού
Η Γερμανία και η Πολωνία είναι οι μεγαλύτεροι αγοραστές αμυντικού εξοπλισμού, ακολουθούμενες από χώρες της Βόρειας και Ανατολικής Ευρώπης. Ενδεικτικά, η Γερμανία έχει παραγγείλει 35 αεροσκάφη F-35 από τις Ηνωμένες Πολιτείες για την ανανέωση του στόλου της, ενώ η Πολωνία επένδυσε πάνω από 25 δισεκατομμύρια ευρώ σε εξοπλισμούς από χώρες εκτός της ΕΕ.
Είναι αξιοσημείωτο πως το 78% των αμυντικών παραγγελιών της ΕΕ πραγματοποιείται εκτός Ευρώπης, με τις ΗΠΑ να κατέχουν το μεγαλύτερο μερίδιο, κυρίως μέσω του προγράμματος πωλήσεων FMS (Foreign Military Sales). Η διαρκής εξάρτηση από εξωτερικούς προμηθευτές δημιουργεί στρατηγικές ανισορροπίες και αναδεικνύει την ανάγκη ανάπτυξης της ευρωπαϊκής αμυντικής τεχνολογικής και βιομηχανικής βάσης (EDTIB).
3. Στρατηγική Εξαρτησιμότητα και ο Ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Η ΕΕ έχει ξεκινήσει πρωτοβουλίες για να ενισχύσει την αυτονομία της στην άμυνα, όπως η Ευρωπαϊκή Διευκόλυνση για την Ειρήνη (European Peace Facility) και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας (EDF). Ωστόσο, αυτά τα προγράμματα εστιάζουν κυρίως στην έρευνα και ανάπτυξη (R&D) και λιγότερο στις άμεσες ανάγκες των κρατών-μελών για στρατιωτικό εξοπλισμό. Ο Νόμος Ενίσχυσης της Αμυντικής Βιομηχανίας μέσω Κοινών Προμηθειών (EDIRPA) αποτελεί μια προσπάθεια για ενίσχυση των κοινών προμηθειών στην ΕΕ, προσφέροντας κίνητρα για σύμπραξη των κρατών-μελών σε προμήθειες, ενισχύοντας έτσι την εγχώρια παραγωγή.
Παρά την ύπαρξη αυτών των προγραμμάτων, η πλειονότητα των κρατών-μελών εξακολουθεί να στηρίζεται σε έτοιμα προϊόντα από εξωτερικούς προμηθευτές, κάτι που αντανακλά τη διαφορά μεταξύ των μακροπρόθεσμων στόχων της ΕΕ και των άμεσων αναγκών των κρατών.
4. Προκλήσεις και Προοπτικές της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Αγοράς
Η διατήρηση των αυξημένων αμυντικών δαπανών για μεγάλο διάστημα δεν είναι βέβαιη για όλα τα κράτη. Η βιωσιμότητα των προϋπολογισμών εξαρτάται από τη διάρκεια της σύγκρουσης στην Ουκρανία, την πολιτική δέσμευση των κρατών-μελών και τις οικονομικές τους αντοχές. Στην Πολωνία, για παράδειγμα, το υψηλό επίπεδο αμυντικών δαπανών, το οποίο υπερβαίνει το 4% του ΑΕΠ, αναμένεται να μειωθεί μετά το 2024, καθώς το κόστος αυξάνεται σε δυσβάσταχτα επίπεδα. Επιπλέον, η αναμενόμενη επαναφορά του Συμφώνου Σταθερότητας το 2024 πιθανόν να ασκήσει πιέσεις στα κράτη να επανεξετάσουν τις δαπάνες τους.
Παρά τις προκλήσεις, η σύγκρουση στην Ουκρανία έφερε στο προσκήνιο την ανάγκη για αυξημένη αυτονομία της Ευρώπης στον αμυντικό τομέα. Πρωτοβουλίες, όπως το EDIRPA και το EDIP (European Defence Investment Programme), έχουν τη δυνατότητα να αλλάξουν σταδιακά τη δομή της αγοράς υπέρ των ευρωπαϊκών βιομηχανιών, εφόσον τα κράτη-μέλη επενδύσουν μακροπρόθεσμα στην ενίσχυση της EDTIB.
Η σύγκρουση στην Ουκρανία επιτάχυνε την αύξηση των αμυντικών προϋπολογισμών της Ευρώπης, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την εξάρτηση της από εξωτερικούς προμηθευτές. Η υιοθέτηση στρατηγικών από την ΕΕ για την ενίσχυση της αυτονομίας της στον αμυντικό τομέα αποτελεί ζωτικής σημασίας στόχο, ωστόσο η υλοποίηση αυτών των στρατηγικών εξαρτάται από τη δέσμευση των κρατών-μελών. Η μακροπρόθεσμη πορεία της ευρωπαϊκής αμυντικής αγοράς θα εξαρτηθεί από την ικανότητα των ευρωπαϊκών βιομηχανιών να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις και να μειώσουν την εξάρτηση από εξωτερικούς παράγοντες.

Σχόλια