Ο περιπετειώδης κατάπλους του Λόρδου Βύρωνα στην εμπόλεμη Ελλάδα ανήμερα των Χριστουγέννων.


Ιωάννης Δ. Παπακωνσταντίνου (John D. Pappas) 

Ο Λόρδος Βύρων κατέπλευσε στην Αγγλοκρατούμενη Κεφαλληνία στις 4 Αυγούστου 1823. Εκεί παρέμεινε επί τεσσεράμισι μήνες (4 Αυγούστου - 15 Δεκεμβρίου 1823) προσπαθώντας να κατευνάσει τα εμφύλια πάθη των Ελλήνων πριν μεταβεί στο Μεσολόγγι. 

Συνόψισε δε ως εξής τη δυσκολία τής εθνοενωτικής αποστολής του στην Ελλάδα:[1] «Ήλθα εδώ για να ενταχθώ όχι σε μία φατρία αλλά σε μία εθνότητα, και για να συνεργήσω με έντιμους ανθρώπους—όχι κερδοσκόπους και καταχραστές, όπως οι Έλληνες αλληλοαποκαλούνται καθημερινά μεταξύ τους. Πρέπει να είμαι επιφυλακτικός.» 

Στο πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου 1823, ο Λόρδος Βύρων, ως Αρχιεπίτροπος (High Commissioner) της 5μελούς επιτροπής[2] που θα επέβλεπε αυτοπροσώπως επί του πεδίου την αποτελεσματική διάθεση του επικείμενου τότε α΄ Δανείου τής Ανεξαρτησίας προς χρηματοδότηση του Ελληνικού Στόλου και των ελληνικών στρατευμάτων, έλαβε επιστολές με καλά νέα από την Ελληνική Επιτροπή τού Λονδίνου: 

Η προεργασία για την έκδοση του πρώτου διεθνούς ομολογιακού δανείου τής Ελλάδος είχε ολοκληρωθεί, πριν καν φθάσουν οι Έλληνες αντιπρόσωποι στην Αγγλία, και η επιτυχία τής έκδοσης των ελληνικών ομολόγων θεωρείτο βεβαία λόγω του ενθουσιασμού ή και της κερδοσκοπικής μανίας που επικρατούσε υπέρ τής Ελλάδος στη χρηματαγορά τού Λονδίνου. Κατά συνέπεια, ο Λόρδος Βύρων έκρινε τότε ότι είχε επέλθει το πλήρωμα του χρόνου για τη μετάβασή του στην πρώτη γραμμή του πυρός, στο Μεσολόγγι. 

Ο Μαυροκορδάτος απέστειλε από το Μεσολόγγι το δικάταρτο Λεωνίδας για να παραλάβει τον Λόρδο Βύρωνα και τη συνοδεία του από το Αργοστόλι και να τους διαμετακομίσει στο Μεσολόγγι. Ο Λόρδος Βύρων όμως προτίμησε να μισθώσει ο ίδιος δύο επτανησιακά πλοία προς αυτόν τον σκοπό. Κατά συνέπεια, το δικάταρτο Λεωνίδας τού Ελληνικού Στόλου επέστρεψε στο Μεσολόγγι χωρίς τον Λόρδο Βύρωνα. Και εδώ έγινε μία επικίνδυνη παρεξήγηση, διότι οι Έλληνες θεώρησαν ότι ο Λόρδος Βύρων δεν τους εχρειάζετο για τη μετάβασή του στο Μεσολόγγι. Απεναντίας όμως ο Λόρδος Βύρων θεωρούσε ως αυτονόητο ότι θα μετέβαινε μεν με δικά του πλοία στο Μεσολόγγι αλλά σε κάθε περίπτωση υπό την κάλυψη του πολεμικού στόλου τής Ελλάδος, που κατά τις επόμενες μέρες και νύχτες υπετίθετο ότι θα περιπολούσε προς τούτο στην είσοδο του Κορινθιακού κόλπου, μεταξύ Μεσολογγίου και ακρωτηρίου τού Αράξου, ώστε να απαγορεύσει κάθε έξοδο πολεμικών πλοίων των Τούρκων, που παρέμεναν ελλιμενισμένα στη Ναύπακτο. 

 Ο Λόρδος Βύρων εξέπλευσε με δύο πλοία από το Αργοστόλι την 16 Δεκεμβρίου 1823 και κατέπλευσε στη Ζάκυνθο προκειμένου να παραλάβει 33.000 ισπανικά δολλάρια (£ 6.500) από τον τραπεζίτη του για να διαθέσει, αμέσως κατά την άφιξή του στο Μεσολόγγι, τα χρήματα που είχε δεσμευθεί να δανείσει στην Ελληνική κυβέρνηση υπέρ του Ελληνικού Στόλου (£ 4.000 ή 20.000 ισπανικά δολλάρια ή 200.000 γρόσια). 

Αμέσως στη συνέχεια, το απόγευμα της 17 Δεκεμβρίου (6 μ.μ.) τα δύο πλοία εξέπλευσαν από το λιμάνι τής Ζακύνθου και κατευθύνθηκαν πρόσω ολοταχώς με ευνοϊκό άνεμο προς το Μεσολόγγι. O κόμης Peter Gamba Ο Λόρδος Βύρων επέβαινε στο ταχύπλοο πλοίο Μυστικό με 25.000 ισπανικά δολλάρια (£ 5.000), ενώ στο άλλο, σχετικά αργόπλοο, επέβαινε ο στενός του συνεργάτης κόμης Peter Gamba με 8.000 ισπανικά δολλάρια (£ 1.500).

 Όταν όμως πλησίασαν στα ρηχά νερά έμπροσθεν της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου, δύο ώρες πριν τα χαράματα της επομένης, 18 Δεκεμβρίου, 3 π.μ., συνάντησαν μία τουρκική φρεγάτα, η οποία εμφανίσθηκε μέσα στο σκοτάδι από το πουθενά. Ακόμη χειρότερα, πλοίαρχος της τουρκικής φρεγάτας ήταν ο μπέης Ζαχαριάς, εκτουρκισθείς ελληνογενής με καταγωγή από την Κέρκυρα, και πρώην καπετάνιος τής οθωμανικής ναυαρχίδας την οποία είχε ανατινάξει ο Κανάρης στη Χίο τον προηγούμενο χρόνο (1822). 

Ο μπέης Ζαχαριάς επιζητούσε να εκδικηθεί τους Έλληνες με ένα αντίστοιχο καίριο πλήγμα εναντίον τους, ώστε να εξιλεωθεί και αναβαθμισθεί ενώπιον του Σουλτάνου για την αποτυχία του να προστατέψει τη ναυαρχίδα τού στόλου τότε. Ένα τέτοιο πλήγμα, με αντίστοιχη στρατηγική σημασία, σε βάρος τής Ελλάδος αυτή τη φορά, θα ήταν η σύλληψη και παραδειγματική εκτέλεση του Λόρδου Βύρωνα, ή έστω η προσαγωγή του ως σιδηροδέσμιου αιμαλώτου-ομήρου στην Υψηλή Πύλη. Εντούτοις, το ταχύπλοο πλοίο όπου επέβαινε ο Λόρδος Βύρων κατόρθωσε να διαφύγει μέσα στη νύχτα—λόγω της ταχύτητάς του, σε συνδυασμό με την αδράνεια προς στιγμή τού Τούρκου πλοιάρχου, διότι αρχικά εξέλαβε το πλοίο τού Λόρδου Βύρωνα ως πυρπολικό—και κατέφυγε στο νοτιοδυτικό άκρο τής Αιτωλίας, στους βράχους Σκρόφες, όπου λόγω ρηχών νερών δεν μπορούσε να τα προσεγγίσει η τουρκική φρεγάτα. 

Από εκεί την επαύριο το πλοίο του Λόρδου Βύρωνα ανέπλευσε βορειότερα στο νησί Πεταλά και εντέλει στο Δραγομέστρι (Αστακό) ακόμα πιο βόρεια, στην Ακαρνανία. Το άλλο πλοίο όμως, με τον κόμη Gamba, συνελήφθη αύτανδρο από την τουρκική φρεγάτα κατά την ανατολή τού ηλίου (6:30 π.μ.) έμπροσθεν της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου και προσήχθη βιαίως στην Πάτρα. Κατά τη σύλληψη του κόμητα Gamba και του πληρώματός του, κατεδείχθη ο τεράστιος κίνδυνος που διέτρεχε ο Λόρδος Βύρων, οι συνεργάτες του και τα πληρώματα των δύο πλοίων:

 Όταν ο Σπύρος Βαλδαμάκης, καπετάνιος τού πλοίου όπου επέβαινε ο Gamba, επιβιβάσθηκε στην τουρκική φρεγάτα κατόπιν διαταγής των Τούρκων, τον υποδέχθηκε ξιφήρης ο μπέης Ζαχαριάς, μαζί με άλλους γιαταγανοφόρους σωματοφύλακές του. Τότε ο Βαλσαμάκης άκουσε τη διαταγή “αποκεφάλισέ τον και βύθισε το πλοίο”. Κατά θεϊκή όμως σύμπτωση, ο μπέης Ζαχαριάς αναγνώρισε στο παρ’ ολίγο θύμα του τον σωτήρα τής ζωής του: 

Πριν από πολλά χρόνια ο Βαλσαμάκης με κίνδυνο της δικής του ζωής είχε περισυλλέξει και διασώσει στο πλοίο του τον μπέη Ζαχαριά, τον αδελφό του και άλλους 8 ναυτικούς, που χαροπάλευαν ως ναυαγοί στη Μαύρη Θάλασσα εν μέσω τρικυμίας. 

Κατά συνέπεια, ο μπέης Ζαχαριάς αποφάσισε να αυτοπεριοριστεί προς το παρόν στο να αιχμαλωτίσει τον κόμη Gamba και το πλήρωμά του, προσάγοντάς τους στην Πάτρα. Αλλά και για τον Λόρδο Βύρωνα ο κίνδυνος δεν είχε παρέλθει: Το πλοίο του αποπειράθηκε να επαναπλεύσει από τον Αστακό νότια προς το Μεσολόγγι, αλλά ενεπλάκη σε τρικυμία με αποτέλεσμα να θαλασσοδέρνεται επί τρία μερόνυχτα (20-23 Δεκεμβρίου) μεταξύ Αστακού και Ιθάκης, ωσάν να το είχε καταραστεί κάποια Ομηρική θεότητα της Ελληνικής Μυθολογίας. 

 Ο Λόρδος Βύρων κράτησε την ψυχραιμία του, αλλά είχε αρχίσει να περιέρχεται σε απελπιστική κατάσταση. Ενδεικτική τής φλεγματικότητας και της γενναιότητας του Λόρδου Βύρωνα είναι η κατεπείγουσα επιστολή την οποία απέστειλε (δια ξηράς) από τις μικροχερσονήσους Σκρόφες στον συνεργάτη και συνεπίτροπό του Stanhope (που ήδη ευρίσκετο στο Μεσολόγγι από την 30 Νοεμβρίου 1823) αμέσως μετά την απώλεια του ενός από τα δύο του πλοία:[3]

Διαβάστε τη συνέχεια

Σχόλια