Καμία Λευκή Επιταγή για τα Εθνικά μας Θέματα


Βασίλης Δημ. Χασιώτης

Ασφαλώς, δεν θα κομίσω γλαύκας εις Αθήνας, αν ισχυριστώ πως μέγα χάσμα εμπιστοσύνης χωρίζει το πολιτικό μας Σύστημα από την μια, και ιδίως αυτό που ασκεί (διαχρονικά αλλά όχι μόνο) την εξουσία, και τον λαό από την άλλη, τουλάχιστον στο ζήτημα των κρίσιμων εκείνων ζητημάτων που έχουν να κάνουν με το μέλλον της χώρας και του έθνους.

Η κρίση αυτή εμπιστοσύνης, είναι πολυεπίπεδη και πολυσήμαντη. Είναι μια κρίση εμπιστοσύνη και εκ των κάτω προς τα πάνω και τούμπαλιν (όσο κι αν αυτό το τελευταίο ένας πολιτικός δύσκολα θα το αναγνωρίσει και πιο δύσκολα θα το διατυπώσει δημόσια). Είναι μια κρίση εμπιστοσύνης που δεν έχει να κάνει μόνο με ζητήματα ηγετικών ικανοτήτων των πολιτικών ταγών, τα οποία βρίσκονται σε τεράστια αναντιστοιχία με το μέγεθος και τον αριθμό των απειλών και κινδύνων που επικρέμονται πάνω από το έθνος, την Δημοκρατία και το Κράτος, αλλά και με ζητήματα πολιτικής θέλησης.

Είναι μια κρίση εμπιστοσύνης, που δεν έχει να κάνει μονάχα με ζητήματα ανεξαρτησίας της πολιτικής συνείδησης αλλά και με ζητήματα ιδεοληπτικής αγκύλωσης της συνείδησης αυτής. Είναι μια κρίση εμπιστοσύνης που απορρέει από την γενική αντίληψη, αν όχι πεποίθηση, πως η πολιτική εξουσία, είναι σφιχτά εναγκαλισμένη με τέτοια ισχυρά συμφέροντα, εθνικά και διεθνή, ώστε λίγος χώρος μένει για τον εναγκαλισμό της με τα συμφέροντα του απλού πολίτη. Είναι μια κρίση εμπιστοσύνης που προέρχεται από διαχρονικά «ελλείμματα δημοκρατίας» που τόσο έντονα αναδείχθηκαν την προηγούμενη δεκαετία. Είναι μια κρίση εμπιστοσύνης, που προέρχεται από τη κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη πραγματικότητα της καθ’ ημάς αλλά και διεθνούς Τάξης Πραγμάτων.

Δυστυχώς, τα «κρίσιμα» θέματα, που ούτε λίγα είναι, ούτε και ήσσονος σημασίας, διατηρούνται και οξύνονται μέσα στο παραπάνω πλαίσιο αμοιβαίας ανυποληψίας, λαού και πολιτικής εξουσίας.

Αν φαίνεται υπερβολική -εκ μέρους της πολιτικής εξουσίας- η άποψη περί «αμοιβαιότητας» της ανυποληψίας, τότε δεν έχει παρά να τολμήσει να εμπιστευθεί τον λαό και να θέσει υπό τη κρίση και την απόφασή του μέσω δημοψηφισμάτων τα κρίσιμα εθνικά ζητήματα.

Και είναι σημαντικό επίσης, να υπογραμμίσουμε κάτι που άλλωστε και στο παρελθόν έχουμε υπογραμμίσει, πως «κρίσιμα εθνικά θέματα», αποτελούν, κατά την δική μου τουλάχιστον αντίληψη των πραγμάτων, όλα εκείνα που συνέχονται με ζητήματα εθνικής ασφάλειας, κυριαρχίας και ανεξαρτησίας, αλλά και εκείνα τα οικονομικά ή/και κοινωνικά θέματα τα οποία όμως, άμεσα ή έμμεσα επίσης επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό τα ανωτέρω ζητήματα εθνικής ασφάλειας, κυριαρχίας και ανεξαρτησίας, όπως, π.χ., τέτοια ζητήματα ήταν εκείνα που είχαν να κάνουν με τα Μνημόνια, ήταν η Συμφωνία των Πρεσπών, είναι η ΑΟΖ και τα 12 μίλια, είναι το Κυπριακό, είναι η παράνομη μετανάστευση, είναι το ζήτημα των διεθνών συμμαχιών της Ελλάδας, είναι η τρόπος ελέγχου των συνεπειών της σύγχρονης τεχνολογίας, είναι η θέση της Ελλάδας σε μείζονος σημασίας αλληλοεμπλεκόμενα εθνικά και ενωσιακά ζητήματα, κ.λπ., κ.λπ.

Κατά την πρόσφατη προεκλογική περίοδο, υπήρξε κάτι που είχε σχολιαστεί ουκ ολίγες φορές : ήταν ηχηρή η απουσία των «εθνικών» μας ζητημάτων στην προεκλογική ατζέντα, κυρίως των ελληνοτουρκικών, που εδώ και μερικά χρόνια, βρίσκονται σε φάση έξαρσης εκ μέρους της Τουρκίας με τις ανιστόρητες και παράνομες διεκδικήσεις και αξιώσεις της σε μια σειρά κρίσιμων θεμάτων, όπως είναι, π.χ., το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας, των 12 ναυτικών μιλίων, ασφαλώς το πάντα φλέγον πρόβλημα της Κύπρου, κ.λπ.

Πολλά ακούγονται αλλά πολύ λιγότερα λέγονται, πως μια νέα Συμφωνία τύπου «Πρεσπών» ετοιμάζεται, μια Συμφωνία «Πρεσπών του Αιγαίου» τούτη τη φορά, θέλοντας με τούτη την αναφορά, να επισημανθεί, ότι όπως στη Συμφωνία των Πρεσπών, έτσι κι εδώ, στο Αιγαίο, ελλοχεύει και πάλι ο κίνδυνος, στη λογική του «συμβιβασμού» που απαιτεί ο καθένας εκ των συμβαλλομένων κάτι να δώσει ώστε τελικώς κάπου «στη μέση» να εξομαλυνθούν οι μεταξύ τους διαφορές, η μεν Ελλάδα να δώσει κάτι εκ των όσων ιστορικά μα και νομικά της ανήκουν, η δε άλλη πλευρά, η Τουρκία, ουσιαστικά, να μη δώσει τίποτα, ή μάλλον, ό,τι «δώσει», να μην είναι παρά όσα παρανόμως ισχυρίζεται ότι της ανήκουν ενώ ανήκουν στην Ελλάδα, κι έτσι, ο,τιδήποτε «δώσει», (αν «δώσει» εν τέλει κάτι), δεν θα είναι άλλο παρά ό,τι κατ’ ουσίαν ανήκει σε μας και ό,τι πάρει, επίσης να είναι κάτι που μας ενήκει! Δηλαδή (κατά την Τουρκία) : τα εμά, εμά και τα εσά, εμά!

Βεβαίως, επιβάλλεται να μην προτρέχουμε. Η κυβέρνηση δεν έχει ακόμα ανοίξει τα χαρτιά της, όμως, στο παρόν άρθρο μας, δεν είναι καθόλου αυτό το ζητούμενο, δηλαδή, τι πρόκειται η κυβέρνηση να παρουσιάσει ως τελική «ατζέντα» των προς επίλυση θεμάτων με την Τουρκία στα μεταξύ μας ανοιχτά θέματα (και κυρίως ποια εξ αυτών θεωρούνται ως διαπραγματεύσιμα) και των δικών της προτάσεων (δηλαδή της κυβέρνησης) επ’ αυτών.

Το ζήτημα είναι τούτο : νομιμοποιείται πολιτικά η όποια κυβέρνηση, σε τέτοια μείζονος (όπως συμβαίνει εν προκειμένω) εθνικής σημασίας ζητήματα, να αποφασίζει, ακόμα και αν λάβει τις όποιες της αποφάσεις με διευρυμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, (π.χ., 180 βουλευτές) ακόμα και εξαιρετικά διευρυμένη (π.χ., άνω των 200 βουλευτών);

Το ερώτημα εδώ, δεν έχει να κάνει με ποσοτικούς συσχετισμούς, οι οποίοι άλλωστε είναι και σχεδόν πάντα συγκυριακοί. Π.χ., μια κυβέρνηση, όπως η σημερινή, που δεν εκπροσωπεί παρά το 20% και κάτι του ελληνικού λαού (ανεξαρτήτως του ποσοστού επί των ψηφισάντων που έλαβε στις τελευταίες εκλογές, 40%), μπορεί να δεσμεύει τη χώρα και να λαμβάνει αποφάσεις επί μείζονος σημασίας εθνικά θέματα; Το ίδιο ερώτημα θα έθετα και αν η κυβέρνηση εκπροσωπούσε το 40% του λαού (και όχι των ψηφισάντων), ή το 50%, ή το 60%! ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΣ αν οι προτάσεις της επί των μειζόνων εθνικών μας θεμάτων, είχαν προεκλογικά εξονυχιστικά εκτεθεί και αναλυθεί στον ελληνικό λαό. Και τούτο διότι, τα προεκλογικά προγράμματα ψηφίζονται όχι κατά ενότητα (κεφάλαιο) που η κάθε μία τους αφορά και ένα τομέα άσκησης της καθόλου κυβερνητικής πολιτικής, αλλά, ως ένα ενιαίο κείμενο, χωρίς να δίνεται η δυνατότητα ο λαός να διατυπώσει την γνώμη του, ποιες ειδικότερες προτάσεις πολιτικής γίνονται αποδεκτές και ποιες όχι. Όμως, πρακτικά, μια τέτοια δυνατότητα «θεματικής ψήφου» απλά δεν υπάρχει, αλλά και αν υπήρχε, θα δημιουργούσε άλλα προβλήματα ανάδειξης «νικητή» στις εκλογές.

Παρά ταύτα, θα επιμείνω λέγοντας, πως το ζήτημα σε ό,τι με αφορά, δεν είναι αυτό : το ζήτημα είναι αν θα πρέπει ΘΕΣΜΙΚΑ πλέον, η προσφυγή στη λαϊκή απόφανση μέσω δημοψηφίσματος, να είναι ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ για το σύνολο των μείζονος σημασίας εθνικών μας θεμάτων, κατά την έννοια που ανωτέρω αδρά περιγράψαμε. Όπως έπρεπε να είχε γίνει και με τα Μνημόνια -ασφαλώς εδώ, δεν αναφέρομαι στο «δημοψήφισμα»-απάτη του 2015 και στη Συμφωνία των Πρεσπών. Και η απάντησή μου στο παραπάνω ερώτημα, δηλαδή, αν θα πρέπει ΘΕΣΜΙΚΑ η προσφυγή στη λαϊκή επικύρωση μέσω δημοψηφίσματος, να είναι ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ για το σύνολο των μείζονος σημασίας εθνικών μας θεμάτων, είναι ναι! Θάπρεπε να είναι υποχρεωτική.
Οι κυβερνήσεις, ουσιαστικά, κυβερνούν με «λευκές επιταγές». Σπάνια τα προεκλογικά προγράμματα τηρούνται και πάντως σπάνια τηρούνται στο σύνολο των δεσμεύσεών τους, αλλά και σπάνια αποκαλύπτουν τις αληθείς προθέσεις των συντακτών τους για τις αποφάσεις που σκοπεύουν να πάρουν σε «δύσκολα» ζητήμάτα. Πάντα υπάρχουν κάποιοι καλοί λόγοι (π.χ. «έκτακτες εξελίξεις», «έκτακτες ανάγκες» και ένα σωρό άλλα τέτοια «έκτακτα» πράγματα), ώστε να δικαιολογείται γιατί η τάδε ή η δείνα υπόσχεση ή δέσμευση δεν υλοποιήθηκε. Και ως ένα βαθμό, υπάρχει και μια λογική βάση εδώ. Ποιος μπορεί, όταν συντάσσει ένα προεκλογικό πρόγραμμα να προβλέψει με βεβαιότητα πως η α ή η β δυσμενής εξέλιξη θα λάβει χώρα; Ουδείς!
Όμως, το ζήτημα που εδώ αναδεικνύουμε, δηλαδή αυτό της άμεσης δημοκρατίας τουλάχιστον στα μείζονος σημασίας ζητήματα που αφορούν τη χώρα, στα οποία στο παρόν άρθρο εστιάζουμε, είναι ένα ζήτημα καθαρά πολιτικό και ζήτημα Δημοκρατίας. Έχει να κάνει με το να δοθεί ουσιαστικό περιεχόμενο στη συνταγματική εκείνη επιταγή, δυνάμει της οποίας ο Λαός αποτελεί την πηγή κάθε εξουσίας, και ότι όλες οι εξουσίες ασκούνται υπέρ αυτού. Ο Λαός, πρέπει να μετέχει των κρισίμων αποφάσεων του Κράτους και του Έθνους, όποιες και αν είναι αυτές. Είναι αδιανόητο οι αποφάσεις αυτές, αποφάσεις που θα βαρύνουν όχι τις εθνικές μας εξελίξεις για γενιές ολάκερες, να βρίσκονται στα χέρια 100, 200, 300 ανθρώπων. Μόνο η άποψη ότι ο Λαός συλλογικά δεν διαθέτει την γνώση ή την ευφυΐα αυτών των 100, 200, 300 ανθρώπων μπορεί να προταθεί ως αντίθετη με την πρόταση που εδώ προβάλλουμε. Μάλιστα δε, αποτελεί υπερβολή να μιλάμε ακόμα και για 300 ανθρώπους, λαμβάνοντας υπόψη την αρχηγική δομή των κομμάτων. Ουσιαστικά, οι εθνικές μας εξελίξεις, βρίσκονται στα χέρια μιας ολιγομελούς ελίτ (όχι κατ’ ανάγκην αμιγώς πολιτικής) που συγκροτείται εντός των κυρίαρχων κομμάτων εξουσίας, και επομένως, από οποιαδήποτε άποψη, είναι εντελώς απαράδεκτο να συμβαίνει αυτό. Τα κρίσιμα εθνικά θέματα, πρέπει να αναλύονται δημόσια, να ακούγονται ισότιμα όλες οι απόψεις, και ο λαός να αποφαίνεται. Όχι εν θερμώ. Ανάλογα με το ζήτημα μπορεί να καθορίζεται και ο αναγκαίος χρόνος, ώστε οι παραπάνω απόψεις να εκτεθούν, αναλυθούν και ο Λαός να αποφασίζει. Ασφαλώς δε, υπάρχουν εθνικά θέματα, τα οποία «σέρνονται» ολόκληρες δεκαετίες, έτσι ώστε, πολύ περισσότερος χρόνος από τον χρόνο που λογικά απαιτείται όταν η Βουλή καλείται να αποφασίσει επ΄ αυτών.
Λέω λοιπόν, πως ο καιρός είναι ώριμος, η κοινωνία, ο λαός είναι ακόμα πιο ώριμος από το ίδιο του το πολιτικό σύστημα, ώστε να γίνει η αρχή και 3, 4, 5 τουλάχιστον εκ των σημαντικότερων εθνικών ζητημάτων που ταλανίζουν το πολιτικό σύστημα και τη κοινωνία, να τεθούν σε δημοψήφισμα ώστε ο λαός να δώσει την απάντησή του αλλά και τη λύση σ’ αυτό το ζήτημα των «εθνικών διαφορών» μεταξύ διαφόρων πολιτικών και κομματικών δυνάμεων.
Προβλήματα «μείζονος εθνικής σημασίας», σέρνονται εδώ και δεκαετίες, αφημένα ως προοπτική επίλυσης σε κομματικές και πολιτικές δυνάμεις, δυνάμεις που δεν έχουν ούτε τη δύναμη αλλά ούτε και τη νομιμοποίηση να τα «επιλύσουν», για τον απλούστατο λόγο, ότι εδώ απαιτείται όχι κάποια συγκυριακή κομματική κοινοβουλευτική πλειοψηφία που κατά κανόνα αντιστοιχεί σε λαϊκή μειοψηφία, αλλά ΑΔΙΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΗ ΛΑΪΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ.

Σχόλια