Ιχνηλατώντας τον δρόμο για τη Χάγη...από 3 καθηγητές & τον πρώην σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας

Στο Βίλνιους, Μητσοτάκης και Ερντογάν έδειξαν έτοιμοι να δώσουν μια ευκαιρία στην επαναπροσέγγιση. Και ενδεχομένως να ακολουθήσει η διαπραγμάτευση. Αν και είμαστε πολύ μακριά από μια τέτοια προοπτική, ο δημόσιος διάλογος έχει ανοίξει και η ψυχραιμία δεν περισσεύει. Σε αυτή την προοπτική θα σταθούμε. Τρία στοιχεία, διασυνδεόμενα, είναι σημαντικά σε μια διαπραγμάτευση: οι όροι/το πλαίσιο με τους οποίους αυτή γίνεται, οι εναλλακτικές που υπάρχουν σε περίπτωση μη συμφωνίας και ο χρόνος. Ο παράγων χρόνος, επί παραδείγματι, έχει τόσο την έννοια του χρονισμού (timing) όσο και του ποιο από τα δύο μέρη επείγεται περισσότερο για συμφωνία αλλά και του πώς εξελίσσονται οι συνθήκες που καθορίζουν τη δυναμική σχέση των δύο πλευρών, κάτι που αυτονόητα επηρεάζει και τις εναλλακτικές τους.

Περί όρων/πλαισίου

Μετά σχεδόν τέσσερα χρόνια πρωτοφανούς έντασης και επιθετικότητας από πλευράς Τουρκίας, η Αγκυρα εγκατέλειψε επί του παρόντος τη «διπλωματία του καταναγκασμού» (coercion diplomacy), δηλαδή τη στρατηγική άσκησης συνεχούς και αυξανόμενης πίεσης προς τη χώρα μας, προχωρώντας σε βήματα αποκλιμάκωσης. Οι περισσότεροι απέδωσαν αυτή την αλλαγή στη «διπλωματία των σεισμών», αν και κάποιες ενδείξεις είχαν διαφανεί νωρίτερα. Στην πραγματικότητα, ο σεισμός στην Τουρκία και η άμεση αντίδραση της Ελλάδας αποτέλεσαν απλώς επιβοηθητικούς παράγοντες, προσφέροντας και πολιτική κάλυψη στην αλλαγή κατεύθυνσης της γείτονος. Λειτούργησαν δηλαδή ως ένα άλλοθι για μια τακτική έστω αναδίπλωση. Αυτή ήλθε ως συνέχεια στα αντίστοιχα ανοίγματα της Τουρκίας προς Ισραήλ, Αίγυπτο, Σ. Αραβία και Εμιράτα. Οι λόγοι λοιπόν είναι βαθύτεροι και έχουν να κάνουν με την κατάσταση της τουρκικής οικονομίας και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ο πόλεμος ειδικά, επηρεάζει και περιορίζει σε κάποιο βαθμό τις τουρκικές επιλογές σε αρκετά επίπεδα.

Κατ’ αρχάς, ανέδειξε ότι ο αναθεωρητισμός δεν είναι χωρίς κόστος, ιδιαίτερα σε συγκυρίες διεθνούς αποσταθεροποίησης και ιδιαίτερα όταν απειλεί τη συνοχή της Δύσης και του ΝΑΤΟ. Η ενότητα που επέδειξε η Δύση, η συναντίληψη των συντριπτικά περισσοτέρων μελών της Συμμαχίας για τη ρωσική απειλή περιορίζει την ελευθερία κινήσεων της Aγκυρας, παρότι η τελευταία αναβαθμίζεται από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Επιπλέον, η απώλεια κύρους της Μόσχας, η αντιστροφή των σχέσεων εξάρτησης μεταξύ Τουρκίας – Ρωσίας, η διεύρυνση του ΝΑΤΟ και η επανάκαμψη των ΗΠΑ στην Ευρώπη έχουν δημιουργήσει ένα νέο περιβάλλον ασφάλειας που δεν διευκολύνει τον επιθετικό ακτιβισμό και τη στρατηγική αυτονομία που η Aγκυρα σταθερά επιδίωκε. Την ίδια στιγμή, η αναβάθμιση της Ελλάδας στο δυτικό στρατόπεδο, λόγω της στάσης της στο Ουκρανικό αλλά και της πολυδιάστατης γεωπολιτικής χρησιμότητας του λιμένος της Αλεξανδρούπολης, επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τον τουρκικό στρατηγικό σχεδιασμό. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ε.Ε. έχουν ανανεώσει το ενδιαφέρον τους για την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Χωρίς να παραβλέπουμε ότι το βασικό πρόβλημα είναι ο τουρκικός αναθεωρητισμός, τα παραπάνω δημιουργούν μια συγκυρία που ίσως ευνοεί μια διαδικασία ουσιαστικότερης διαπραγμάτευσης επί τη βάσει του διεθνούς δικαίου, όπως διαχρονικά επιδιώκει η Αθήνα εδώ και μισόν αιώνα.

Ρεαλιστικά, η μόνη εναλλακτική που δεν οδηγεί σε σύγκρουση (μια καταστροφική από κάθε άποψη εξέλιξη και για τις δύο χώρες) είναι η διατήρηση της παρούσας κατάστασης. Αυτή η επιλογή έχει το μικρότερο πολιτικό κόστος αλλά δεν είναι χωρίς κόστος γενικότερα. Για το μείγμα εσωτερικής (αποτροπή) και εξωτερικής (ανάσχεση) εξισορρόπησης, δαπανούμε τεράστιους πόρους και πάρα πολύ διπλωματικό κεφάλαιο. Υπολογίζεται ότι δαπανούμε περίπου το 4% του ΑΕΠ κατά μέσον όρο τα τελευταία 50 χρόνια για την Aμυνα. Σε σημερινές τιμές, έχουμε δαπανήσει συνολικά κοντά στα 400 δισ. ευρώ (όσο ακριβώς είναι σήμερα το δημόσιο χρέος)! Είναι λοιπόν πιθανό η κούρσα εξοπλισμών, που ξεκίνησε λόγω της διαφοράς μας για την υφαλοκρηπίδα, να έχει κοστίσει μέχρι σήμερα περισσότερο από το όποιο προσδοκώμενο κέρδος θα μας απέφεραν τυχόν πλουτοπαραγωγικοί πόροι της υφαλοκρηπίδας. Επιπλέον, υπάρχει και το κόστος των ευκαιριών. Αν αυτό το ποσό επενδυόταν στο κράτος πρόνοιας, στις υποδομές και σε άλλους κοινωφελείς σκοπούς, θα μπορούσε να παραγάγει πολλαπλάσιο αποτέλεσμα σε οικονομία και κοινωνία. Επιπλέον, σε λίγα χρόνια δεν θα έχουν νόημα τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων, ακόμη και αν αυτά υπάρχουν και είναι εκμεταλλεύσιμα, λόγω της κλιματικής κρίσης και συνακόλουθα της αναπόφευκτης πράσινης μετάβασης.

Κλωτσώντας λοιπόν το τενεκεδάκι παρακάτω, διατηρούμε μεν ακέραια τα «κυριαρχικά μας δικαιώματα» σε θεωρητικό (αλλά και φαντασιακό) επίπεδο, στην πράξη όμως, όσο δεν οριοθετούμε, δεν έχουμε τίποτα πέραν των 6 ν.μ. κυριαρχίας. Προσδοκούμε ΑΟΖ που φθάνει μέχρι την Κύπρο, αλλά προσώρας δεν μπορούμε καν να διεξάγουμε σεισμικές έρευνες στη μέση του Θερμαϊκού Κόλπου!

Πολλοί αναλυτές και δημοσιολόγοι εκφράζουν βάσιμες ενστάσεις στη διαδικασία προσέγγισης με την Τουρκία λόγω της καθ’ υποτροπήν παραβατικότητάς της, καθώς επίσης εκφράζουν εύλογες αμφιβολίες για το κατά πόσον η Aγκυρα θα δεχτεί ποτέ μια επίλυση που θα βασίζεται στο διεθνές δίκαιο. Το πρόβλημα με τις αναλύσεις αυτές δεν είναι ότι έχουν άδικο στην επιχειρηματολογία τους, αλλά πως αδυνατούν να προτείνουν μια αξιόπιστη και ρεαλιστική εναλλακτική. Κατασκευάζουν άρτια επιχειρήματα μεν, μη διευθέτησης δε. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: η ακινησία. Και αν κάποια πλευρά επιθυμεί να τορπιλίσει τον διάλογο, αυτή δεν (πρέπει να) είναι η Ελλάδα.

Ο καταγγελτικός και αφοριστικός λόγος (ακόμη και αν είναι δικαιολογημένος) δημιουργεί άρνηση αλλά δεν προσφέρει λύση. Ο αποκομμένος από την πραγματικότητα βολονταρισμός («η ευγενής μας τύφλωσις») οδηγεί σε επικίνδυνες αυταπάτες και στρατηγικά αδιέξοδα. Στις περιπτώσεις που, πέρα από την καταγγελία, προτείνονται κάποιες (αντι)δράσεις της ελληνικής πλευράς, αυτές είναι κατά κανόνα άστοχες, μη ρεαλιστικές, έως και επικίνδυνες. Η Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια έχει βασίσει τη στρατηγική της στο διεθνές δίκαιο και οποιαδήποτε παρέκκλιση από τις αρχές μας θα αποτελέσει στρατηγικό λάθος. Μονομερείς ενέργειες από πλευράς μας θα δικαίωναν τις τουρκικές αντιδράσεις, θα εξομοίωναν τις συμπεριφορές και θα μετέφεραν τη διαδικασία επίλυσης από το «πεδίο του δικαίου» (όπου έχουμε συγκριτικό πλεονέκτημα) στο «πεδίο της ισχύος». Η συνέπεια άλλωστε είναι εκ των συγκριτικών πλεονεκτημάτων μας σε σχέση με τη γείτονα.

Επίσης, είναι αλυσιτελής η πρόταση για άμεση οριοθέτηση ΑΟΖ με την Κύπρο προκειμένου να φέρουμε την Άγκυρα προ τετελεσμένων. Είναι προφανές ότι όμορες χώρες, όπως η Αίγυπτος, σημαντικός περιφερειακός δρων και εκ των σημαντικότερων αραβικών κρατών, με τις οποίες επιθυμούμε μια σχέση εμπιστοσύνης και λειτουργική, θα προβληματίζονταν, ενώ στα μάτια της διεθνούς κοινότητας θα εμφανιζόμασταν περιφρονητικοί έναντι προνοιών του Δικαίου της Θάλασσας που κατά τα άλλα επικαλούμαστε.

Το σημαντικότερο: Η Άγκυρα θα προσπαθούσε άμεσα, αφού πρώτα μας κατήγγελλε για αποκλεισμό της, να παραβιάσει τη συμφωνία μας με τη Λευκωσία με διάφορους τρόπους (ερευνητικά, πλωτά γεωτρύπανα κ.ά.) και εμείς θα έπρεπε να είμαστε σε θέση να την υπερασπιζόμαστε επιχειρησιακά μόνιμα και μόνοι μας, δεδομένης της αντικειμενικής αδυναμίας της Κύπρου.

Aλλοι πάλι ζητούν να αρχίσει και η χώρα μας να «διεκδικεί» (τι;). Να γίνουμε δηλαδή και εμείς αναθεωρητική χώρα. Να υιοθετήσουμε με άλλα λόγια την πολιτική της Τουρκίας χωρίς να έχουμε τα χαρακτηριστικά της Τουρκίας. Δηλαδή, να καθίσουμε στο τραπέζι ως δύο αναθεωρητικές χώρες και να βάλουμε κάτω όλες τις εκατέρωθεν διεκδικήσεις αντί να συνομιλούμε ως κράτος που υπερασπίζεται το status quo με βάση το διεθνές δίκαιο. Και εδώ η μυωπία σε στρατηγικό αλλά και τακτικό επίπεδο είναι χαρακτηριστική.

Είναι δε παράδοξος ο θαυμασμός που ορισμένοι εκφράζουν για την τουρκική εξωτερική πολιτική και τις ενέργειες Ερντογάν. Συναγωνίζονται το πρακτορείο «Αναντολού» στην προβολή των «επιτυχιών του προέδρου». Στα μάτια τους ο Ερντογάν είναι σχεδόν αλάνθαστος. Δεδομένου όμως ότι ο τελευταίος χαρακτηρίζεται από συχνές και ραγδαίες μεταβολές στην πολιτική του, είναι άλογο να θεωρείται επιτυχία όταν κάνει κάτι και έπειτα από λίγο εξίσου επιτυχία όταν κάνει το αντίθετό του. Στην ουσία, οι «θαυμαστές» της τουρκικής πολιτικής συγχέουν τη γεωπολιτική σημασία της χώρας με τη στρατηγική. Αν η Τουρκία δεν είχε τα Στενά, αν δεν ήταν μια χώρα του Εύξεινου Πόντου που επιπλέον συνορεύει με Ιράν, Ιράκ, Συρία και την Κεντρική Ασία, αν δεν είχε νεανικό πληθυσμό 85 εκατομμυρίων, αλλά και τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό του ΝΑΤΟ (ούσα η μόνη μουσουλμανική χώρα ενός δυτικού συνασπισμού), κανείς δεν θα ανεχόταν τους εκβιασμούς και τα καμώματα του προέδρου Ερντογάν. Κανείς δεν θα ανεχόταν τις σχέσεις με τον Πούτιν και την υπονόμευση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Κανείς δεν θα ενδιαφερόταν «να μη χαθεί η Αγκυρα». Για όποιον όμως έχει βρεθεί στο εξωτερικό και έχει συνομιλήσει με διεθνείς παράγοντες, είναι φανερό πως η Τουρκία (και ειδικά ο πρόεδρός της), όσο πολύτιμη είναι στη γεωπολιτική σκακιέρα, άλλο τόσο αναξιόπιστη καθίσταται στις δυτικές πρωτεύουσες.

Η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ

Η Ελλάδα διαχρονικά έχει βασίσει τη στρατηγική της στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, σύμφωνα με το οποίο τα κυριαρχικά δικαιώματα υφαλοκρηπίδας υπάρχουν αυτοδικαίως και εξ υπαρχής και ΑΟΖ εφόσον θεσπιστεί. Όμως δεν ασκούνται αυτομάτως. Αντιθέτως με τα χωρικά ύδατα/αιγιαλίτιδα ζώνη όπου η επέκταση είναι μία μονομερής πράξη, καθώς πρόκειται για κυριαρχία, για την κατοχύρωση και την άσκηση δικαιωμάτων υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ απαιτείται οριοθέτηση με τα γειτονικά κράτη, είτε με συμφωνία είτε με δικαστική διευθέτηση. Μέχρι τότε η Ελλάδα έχει μόνο διεκδικήσεις, ενώ μονομερής οριοθέτηση ή μονομερείς ενέργειες (π.χ. σεισμικές έρευνες) δεν κατοχυρώνουν δικαιώματα εφόσον υπάρχει υποχρέωση οριοθέτησης και αποχής από αυτές. Παράνομες πράξεις, όπως οι σεισμικές έρευνες του «Ορούτς Ρέις» σε ανοριοθέτητη περιοχή δεν παράγουν δίκαιο και δεν διορθώνονται με αντίστοιχες ενέργειες. Εάν επιμείνουμε στη διεκδίκηση θεωρώντας –εσφαλμένα σε μη οριοθετημένη περιοχή– ότι συνιστά δικαίωμα θα οδηγηθούμε στο δίλημμα είτε να ανεχόμαστε κατ’ εξακολούθηση καταπάτηση «δικαιώματος» είτε να εμπλακούμε σε σύγκρουση προκειμένου να το προασπίσουμε.

Συχνά προβάλλεται το επιχείρημα ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται να διαπραγματευτεί με την Τουρκία, διότι η υφαλοκρηπίδα υφίσταται ipso facto και ab initio και άρα το πρόβλημα είναι η ελληνική δειλία. Αυτό που διαφεύγει είναι ότι το ίδιο ισχύει και για την Aγκυρα, και η τουρκική υφαλοκρηπίδα υπάρχει ipso facto και ab initio. Η παρέκκλιση από τις αρχές μας υπέρ της διμερούς οριοθέτησης θα είναι εσφαλμένη κίνηση και δώρο στη δημόσια διπλωματία της γείτονος. Η Τουρκία δεν είναι μόνο «επίμονος αντιρρησίας» για την αιγιαλίτιδα ζώνη πέραν των 6 ν.μ., αλλά και σε κάθε ελληνική μονομερή ενέργεια, στην οποία θα αντιδράσει έμπρακτα για να «παγώσει» την άσκηση δικαιώματος υφαλοκρηπίδας ή την ανακήρυξη ΑΟΖ. Μια τέτοια ενέργεια περιμένει η Τουρκία για να ισχυριστεί ότι υψώνουμε ένα «σιδηρούν παραπέτασμα» εις βάρος της ώστε να δικαιολογήσει τυχόν απόπειρα δημιουργίας τετελεσμένων ως δήθεν αναγκαστική αντίδραση/επιλογή, δείχνοντας προς τον ξένο παράγοντα ότι την ευθύνη της κλιμάκωσης φέρει η ελληνική πλευρά.

Χρόνος και χρονισμός

Για πολλούς λόγους, από πλευράς χρονισμού (timing), αυτή είναι μάλλον η καλύτερη περίοδος των τελευταίων 20 χρόνων για να ξεκινήσουμε μια ουσιαστική συζήτηση με την Τουρκία. Οι σχέσεις μας δεν εκτυλίσσονται εν κενώ, αλλά μέσα σε ένα διεθνές σύστημα στο οποίο η Δύση προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τις ορίζουσές της και την περιφερειακή αλλά και παγκόσμια αρχιτεκτονική ασφάλειας μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Εξίσου, οι προτεραιότητες των δύο ηγεσιών διαφοροποιούνται, στην περίπτωση της Τουρκίας εκ των πραγμάτων. Διότι ο Ερντογάν τελεί υπό την πίεση ανάταξης της οικονομίας που απαιτεί προσαρμογές. Οχι μόνο στην οικονομική αλλά και στη γεωπολιτική πραγματικότητα. Πώς μπορεί η Αγκυρα να επιδιώκει να προσελκύσει επενδυτικά κεφάλαια (όχι μόνο πουλώντας «ασημικά» στις αραβικές μοναρχίες) αν με τις ενέργειες της εξωτερικής πολιτικής της προκαλεί αστάθεια; Πώς μπορεί να αναμένει υποστήριξη πολιτική και οικονομική από τη Δύση αν υπονομεύει τα συμφέροντα της δεύτερης σε κάθε ευκαιρία;

Επομένως, σε αυτή την ιστορική καμπή, η Τουρκία δεν μπορεί να συνεχίσει τη διπλωματία του καταναγκασμού εις βάρος της χώρας μας χωρίς υψηλό κόστος. Έτσι, η επιλογή η όποια διαδικασία και διαπραγμάτευση να λάβει χώρα αυστηρά στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου θεωρείται πλέον πολιτικά αυτονόητη από τους περισσότερους εταίρους μας. Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ε.Ε. έχουν αντιληφθεί πλήρως τη συναλλακτική λογική που χαρακτηρίζει τις τουρκικές ενέργειες και έχουν προσαρμόσει τη στάση τους αντίστοιχα. Τα όποια ανοίγματά τους προς αυτή γίνονται στη βάση συμμόρφωσης της τελευταίας σε συμφωνηθέντα και σε μια λογική (βηματιστικά) qui pro quο, με αναστρεψιμότητα. Η Αγκυρα για το προβλεπτό μέλλον πρέπει να εξομαλύνει τη σχέση της με τη Δύση, ενδεχομένως και να την αναθερμάνει, λόγω των αναγκών της οικονομίας της. Ακόμη και ο εκσυγχρονισμός της Τελωνειακής Ενωσης έπεσε στο τραπέζι από τον Ερντογάν, ο οποίος μπορεί να φτάσει στο σημείο να δανειστεί ευρωπαϊκά χρήματα για να αποφύγει το ΔΝΤ, και η Ελλάδα με την Κύπρο θα έχουν λόγο σε αυτό. Ενώ και με όρους σκληρής ισχύος, αυτή τη στιγμή η κατάσταση είναι εμφανώς βελτιωμένη. Συμπερασματικά, λοιπόν, δύσκολα θα παρουσιαστεί ευνοϊκότερη συγκυρία στο ορατό μέλλον.

Το μέλλον βέβαια είναι εγγενώς αδύνατον να προβλεφθεί, αλλά μπορούμε να διακρίνουμε κάποιες τάσεις και να κάνουμε προβολές. Το διεθνές σύστημα που βασίζεται σε κανόνες είναι αυτή τη στιγμή ρευστό και κλυδωνίζεται. Οι κανόνες πάνω στους οποίους βασίζουμε τα δίκαιά μας και τη στρατηγική μας αμφισβητούνται από πολλές πλευρές. Η επίθεση της Μόσχας στην Ουκρανία φέρνει ανατροπές στη μεταπολεμική αρχιτεκτονική ασφάλειας της Ευρώπης και η Κίνα, στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, παραβιάζει και περιφρονεί τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας. Τυχόν αλλαγή της ηγεσίας των ΗΠΑ μπορεί να μεταβάλει, επί τα χείρω, ακόμη περισσότερο τις ισορροπίες και η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι πολύ διαιρεμένη και αδύνατη για να αποκτήσει στρατηγική αυτονομία. Οπως έγραφε ο Σάιμον Τίσνταλ στον Guardian: Η εξαιρετικά ευάλωτη Ευρώπη έχει εισέλθει σε επικίνδυνη τροχιά αποσταθεροποίησης, σημειώνοντας ότι εχθρικές δυνάμεις με αρπακτικές διαθέσεις καραδοκούν, καθώς «οσμίζονται αίμα». Οι απειλές από Ρωσία και Κίνα, η εξασθένηση των συμμαχικών δεσμών ασφαλείας με τις ΗΠΑ και ο κοινωνικός και πολιτικός διχασμός στο εσωτερικό τους, αναδεικνύουν θεμελιώδεις αδυναμίες στρατηγικού χαρακτήρα. Σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό, η Ευρώπη μοιάζει πλέον με μια «πολιορκημένη νησίδα δημοκρατίας» σε έναν κόσμο αναρχίας που σημαδεύεται από διογκούμενα κύματα απολυταρχισμού, ατιμωρησίας και μαζικών παραβιάσεων του διεθνούς δικαίου, τα οποία απειλούν να την κατακλύσουν.

Επιπλέον, είναι κρίσιμη η εξέλιξη παραμέτρων που επηρεάζουν το ισοζύγιο ισχύος και τη δυναμική των σχέσεων με την Τουρκία. Τα τελευταία 50 χρόνια όλοι οι συγκριτικοί δείκτες, ποιοτικοί και ποσοτικοί, έχουν μεταβληθεί εις βάρος μας. Το 1970 είχαμε σχεδόν ίδιο ΑΕΠ και η Τουρκία είχε τετραπλάσιο πληθυσμό. Σήμερα η Τουρκία έχει τετραπλάσιο ΑΕΠ από εμάς και σχεδόν εννεαπλάσιο πληθυσμό με μέσο όρο ηλικίας τα 31 έτη, πολύ μικρότερο από τον δικό μας που είναι περίπου 45 έτη. Οι τάσεις αυτές δεν φαίνεται να αναστρέφονται στο ορατό μέλλον.

Οι καιροί ου μενετοί

Παραπέμποντας στον χρόνο την απόπειρα διευθέτησης, ενδέχεται να βρεθούμε σε έναν κόσμο τελείως διαφορετικό και πολύ πιο επικίνδυνο, με εκκρεμή τα θέματά μας με την Τουρκία. Να έχουμε μετακυλίσει δηλαδή το πρόβλημα στις επόμενες γενιές, οι οποίες θα πρέπει να το διαχειριστούν, κατά τα φαινόμενα, με χειρότερους όρους.

Η γεωγραφία είναι πεπρωμένο. Πρέπει να βρούμε τον τρόπο (όχι βέβαια οποιονδήποτε τρόπο) να συνυπάρξουμε με την Τουρκία που έχουμε, όχι με αυτή που θέλουμε. Μια ενδεχόμενη όμως επίλυση στη βάση του διεθνούς δικαίου διασφαλίζει τα δικαιώματά μας, την ασφάλεια και τη σταθερότητα. Αν λοιπόν υπάρχει ένα παράθυρο ευκαιρίας, έστω και μικρό, χρήσιμο είναι να το αξιοποιήσουμε. Δεν θα διαπραγματευτούμε από φόβο ή αδυναμία, αλλά με αυτοπεποίθηση και γιατί πιθανόν θα κρίνουμε ότι είναι η ορθή επιλογή στην παρούσα συγκυρία. Και βεβαίως χωρίς να διακοπεί ούτε στιγμή η συνεχής ενίσχυση και ο εκσυγχρονισμός των Ενόπλων Δυνάμεων και άλλων συντελεστών ισχύος και αποτροπής.

Ο κ. Αλέξανδρος Διακόπουλος είναι αντιναύαρχος (ε.α.) Π.Ν., πρώην σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας, ειδικός σύμβουλος ΕΛΙΑΜΕΠ.

Ο κ. Πέτρος Λιάκουρας είναι καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, διευθυντής μεταπτυχιακού προγράμματος, Πανεπιστήμιο Πειραιώς.

Ο κ. Κώστας Υφαντής είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και διευθυντής του ΙΔΙΣ, Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Ο κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων, Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος και αναλυτής του AΝΤ1.

kathimerini.gr

ΥΓ

Διαβάζοντας προσεκτικά το άρθρο μου προκάλεσε μεγάλη εντύπωση ότι οι συντάκτες...

Θεωρούν ότι η οριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου, αντιβαίνει το Δίκαιο της Θάλασσας και δεν λαμβάνει υπόψη τα δικαιώματα της Τουρκίας και της Αιγύπτου!

 

Σχόλια