Γιατί η εκμετάλλευση ιστορικών δεδομένων είναι σημαντική για τον μετριασμό των κινδύνων από σεισμούς

Παράδειγμα ιστορικής πρωτογενούς πηγής όπως αυτές που συλλέχθηκαν το καλοκαίρι του 2022. Άρθρο εφημερίδος που αναφέρεται σε σεισμό του 1926 στη νότια Πελοπόννησο

της Αγγελικής Μπαρμπεροπούλου* 

Οι εκτιμήσεις επικινδυνότητας βοηθούν στην κατανόηση των συνολικών επιπτώσεων των σεισμών αλλά και την ενημέρωση της επιστημονικής κοινότητος και του κόσμου σχετικά με τα καινούρια δεδομένα τα οποία είναι διαθέσιμα. Όλα τα ιστορικά σεισμολογικά δεδομένα είναι απαραίτητα  για τη μείωση των ζημιών ή της απώλειας ζωής. 

Πως όμως γίνεται αυτό; 

Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της ανάλυσης ιστορικών δεδομένων (ποιοτικών η ποσοτικών), όπως επιστημονικές δημοσιεύσεις/μελέτες, δημοσιεύσεις σε διάφορα έντυπα, σημειώσεις, γεωλογικά στοιχεία ή σεισμογράμματα. Όσο πιο πίσω στον χρόνο επιστρέφουμε τόσο πιο πολύ πρέπει να προσαρμόζουμε την ανάλυση στα δεδομένα που υπάρχουν διαθέσιμα. Τα ιστορικά δεδομένα επιτρέπουν σε πληρέστερη κατανόηση των μελλοντικών επιπτώσεων των σεισμών, και βοηθούν στην βελτίωση του σεισμικού κώδικα για τη μείωση των ζημιών στο δομημένο περιβάλλον ή στην δημιουργία νέων μέτρων σχετικά με την πρόληψη και προετοιμασία. Δύο βασικές μορφές σεισμολογικών δεδομένων είναι οι καταγραφές από σεισμογράφους και οι παρατηρήσεις ζημιών στο φυσικό και δομημένο περιβάλλον.

Η ανάλυση σεισμογραφημάτων είναι συνήθης, αλλά και πολύ χρήσιμη για την εκτίμηση διαφόρων παραμέτρων ενός σεισμού. Παραδείγματος χάριν, η επεξεργασία σεισμογραφημάτων παρέχει πολλές χρήσιμες λεπτομέρειες, συμπεριλαμβανομένου, ενδεικτικά, του βάθους και μεγέθους του σεισμού, του ρήγματος που τον προκάλεσε, της διάρκειας και μεγέθυνσης της μετατόπισης του εδάφους λόγω τοπογραφίας και γεωλογικού υπεδάφους. Άλλες παρατηρήσεις ενός σεισμού είναι επίσης σημαντικές και μπορούν να συμπληρώσουν διαθέσιμες πληροφορίες, χάρτες έντασης κλπ.

Τα ιστορικά σεισμολογικά αρχεία των περισσότερων περιοχών είναι ελλιπή. Αν επιθυμούμε να βελτιώσουμε τις γνώσεις μας σχετικά με τους σεισμικούς κινδύνους μιας περιοχής, πρέπει να επεκτείνουμε τις αναλύσεις μας πέραν από τη χρήση των δεδομένων από αποκλειστικά σύγχρονα μηχανήματα. Οι σύγχρονοι σεισμογράφοι είναι ψηφιακοί και καλύπτουν κυρίως ένα παράθυρο παρατηρήσεων 50-60 ετών. Τα προ-ψηφιακής εποχής ποσοτικά δεδομένα προέρχονται από παλιούς σεισμογράφους που λειτουργούσαν κυρίως κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Τα ιστορικά ποσοτικά δεδομένα καλύπτουν επίσης ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα και είναι αποτυπωμένα σε χαρτί. Απαιτούν δηλαδή ειδική μεταχείριση και εντατικές προσπάθειες για την ψηφιοποίηση τους ώστε να διασφαλιστεί ότι δεν θα προκληθούν ζημιές στη διαδικασία. Η ανάπτυξη λοιπόν μεθόδων για την ενσωμάτωση αυτών των τύπων δεδομένων είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη ενός πλήρους ιστορικού αρχείου. Η απόκτηση παλαιότερων σεισμογραφημάτων και η σχετική τεκμηρίωση τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την περιοχή (διαθεσιμότητα, πρόσβαση και ποιότητα δεδομένων).

Η διαθεσιμότητα ιστορικών δεδομένων μέσω εθνικών, περιφερειακών ή ευρωπαικών βάσεων δεδομένων, προσφέρουν νέες ευκαιρίες για τη μελέτη ιστορικών σεισμών στην Ελλάδα, που δεν έχουν αναλυθεί επαρκώς. Ως εκ τούτου, σε συνεργασία με έναν προπτυχιακό φοιτητή και συναδέλφους από το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών και το Πανεπιστήμιο Αθηνών, συλλέχθηκαν παρατηρήσεις σεισμών στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 2022. Μία σειρά από κριτήρια χρησιμοποιήθηκαν για το φιλτράρισμα δεδομένων από Ευρωπαϊκές βάσεις δεδομένων για την ταξινόμηση του περιεχομένου τους και τον εντοπισμό σεισμών για περαιτέρω ανάλυση. Μέρος αυτής της εργασίας παρουσιάστηκε σε συνέδριο που διοργάνωσε η  Ελληνική Γεωλογική Εταιρεία (μπορείτε να βρείτε εκτεταμένη περίληψη αυτής της εργασίας στο βιβλίο περιλήψεων στο https://gsg2022.gr; σελίδες 442-443).

Αυτή η μελέτη έχει αποκτήσει καινούργια αξία υπό την σκιά των διδύμων σεισμών της Τουρκίας (02/06/2023) που-μεταξύ άλλων- αναζωογόνησαν το ενδιαφέρον του κοινού για τους σεισμούς, την πρόληψη αλλά και την ετοιμότητα απέναντι τους:

·         Θα μπορούσε να συμβεί κάτι παρόμοιο στην Ελλάδα;

·         Είμαστε προετοιμασμένοι για σεισμούς μεγέθους Μ7;


Οι παραπάνω ερωτήσεις οδηγούν σε ένα άλλο ερώτημα. Είχαμε στο παρελθόν αντίστοιχους σεισμούς μεγέθους Μ7 η μεγαλύτερους; Ένας τρόπος για να απαντήσει κανείς σε αυτό το ερώτημα είναι μέσω της αναδρομής στα ιστορικά αρχεία. Ελπίζουμε ότι αυτή η μελέτη θα κάνει την σεισμολογία πιο προσιτή και αγαπητή στον κόσμο και θα βοηθήσει να απαντηθούν πολλά σημαντικά ερωτήματα.

Πληροφορίες για την ερευνήτρια:

Η Δρ Αγγελική Μπαρμπεροπούλου. Είναι σύμβουλος Γεωπαρατήρησης (GIS) της νεοφυούς επιχείρησης βαθιάς τεχνολογίας Prometheus Space Technologies στη Διαχείριση Κινδύνων από Περιβαλλοντικές Καταστροφές. Είναι καθηγήτρια στο τμήμα Αστικής και Περιβαλλοντικής Πολιτικής και Σχεδιασμού, της Σχολής Τεχνών & Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Tufts της Βοστώνης.  Η Δρ Μπαρμπεροπούλου ασχολείται με τους σεισμούς και τα τσουνάμι για περισσότερα από δεκαπέντε χρόνια και έχει εκπροσωπήσει την Καλιφόρνια ως εμπειρογνώμονας στο Εθνικό Πρόγραμμα Μετριασμού των Κινδύνων από Τσουνάμι (National Tsunami Hazard Mitigation Program) και στη Επιτροπή  για τα Τσουνάμι της πολιτείας της Καλιφόρνια (Tsunami Steering Committee). Ήταν επίσης μέλος ομάδας εμπειρογνωμόνων στη Νέα Ζηλανδία που συμβουλεύει το Υπουργείο Πολιτικής Προστασίας και Διαχείρισης Εκτάκτων Αναγκών (MCDEM). Το ενδιαφέρον της για τους ιστορικούς σεισμούς και τις προκλήσεις που εμπεριέχει η μελέτη αυτών (ειδικά αυτών που δεν έχουν αναλυθεί επαρκώς) την οδήγησαν στο να αναλύσει το περιεχόμενο  των Ευρωπαϊκών βάσεων δεδομένων με στοιχεία για ιστορικούς σεισμούς στον Ελλαδικό χώρο. Σε συνεργασία με έναν προπτυχιακό φοιτητή και συναδέλφους από το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών και το Πανεπιστήμιο Αθηνών, ξεκίνησε την συλλογή παρατηρήσεων σεισμών στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 2022 για να εμπλουτίσει τα υπάρχοντα στοιχεία. Μέρος αυτής της εργασίας παρουσιάστηκε σε συνέδριο που διοργάνωσε η Ελληνική Γεωλογική Εταιρεία στην Πάτρα το φθινόπωρο του 2022.

 

Σχόλια