Αυτή είναι η Ευρωπαϊκή «Ένωση». Είναι ο καθείς για τον εαυτό του....



Βασίλης Δημ. Χασιώτης

Κατά την περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσης, τέλος δεκαετίας 2000 αρχές δεκαετίας 2010, ήρθαν στην επιφάνεια οι βαθιές διαφορές που υπάρχουν ως εγκαθιδρυμένες θεσμικές πραγματικότητες μεταξύ «Βορρά» και «Νότου» εντός της Ευρωπαϊκής «Ένωσης».

Όπως τότε έτσι και σήμερα, μια εξίσου σοβαρή κρίση, η ενεργειακή κρίση, έρχεται γι’ ακόμα μια φορά να αναδείξει τις διαφορές αυτές.

Οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά μα και σε επίπεδο γεωστρατηγικών συμφερόντων, ο «Βορράς», και λέγοντας «Βορρά» εννοούμε κατά κύριο λόγο τη Γερμανία με άλλες Χώρες τής εκεί περιοχής που την ακολουθούν στις στρατηγικές αλλά και τις τακτικές επί μειζόνων ευρωπαϊκών θεμάτων (της αλληλεγγύης περιλαμβανομένης), όχι απλά αντιδιαστέλλεται ολοένα και περισσότερο από τον «Νότο» στα παραπάνω ζητήματα, μα αντιδιαστέλλεται τονίζοντας ολοένα και περισσότερο τον αγοραίο ανταγωνιστικό χαρακτήρα της «Ένωσης», ο οποίος τείνει να καθίσταται ο κυρίαρχος νους και η ψυχή της και στην οποία το χαρακτηριστικό της αλληλεγγύης, τείνει να καθίσταται μια απλή ρητορική που ολοένα και περισσότερο χάνει το όποιο περιεχόμενό της.

Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά, δηλαδή την κυριαρχία της φιλοσοφίας του «δούναι και λαβείν» και την έλλειψη κάθε ίχνους αλληλεγγύης, που μάλιστα είχαν φτάσει έως του σημείου της περιφρόνησης και διακύβευσης των ίδιων των δημοκρατικών θεμελίων, με αυτό το τελευταίο αυτοτελώς να αναδεικνύεται ως μια εξαιρετικά επικίνδυνη εξέλιξη για την ίδια τη δημοκρατία στην Ευρωπαϊκή «Ένωση», εδώ στην Ελλάδα τα βιώσαμε στον υπέρτερο βαθμό κατά τη διαδικασία της εγκαθίδρυσης των Μνημονίων.

Η Ευρωπαϊκή «Ένωση», αν και είχε εξ αρχής στη δεκαετία του 1950 συγκροτηθεί ως τέτοια (με τη μορφή της τότε ΕΟΚ), δηλαδή ως «Ένωση» ισότιμων και αλληλέγγυων Κρατών, δεν είχε άλλον «τελικό» στόχο εξόν από εκείνον της πολιτικής της ένωσης σε μια ενιαία πολιτική και κρατική οντότητα. Μόνο μια τέτοια «τελική» οντότητα μπορεί να δώσει περιεχόμενο σε ό,τι σήμερα αποκαλούμε Ευρωπαϊκή «Ένωση» και μόνο μια τέτοια οντότητα μπορεί να αποτελέσει τον νομιμοποιητικό λόγο τα Κράτη – Μέλη της να εκχωρούν τμήματα της εθνικής τους κυριαρχίας και ανεξαρτησίας σε υπερεθνικά όργανα αυτής της «Ένωσης», τα οποία «τμήματα» της εθνικής του κυριαρχίας ολοένα και διευρύνονται εκχωρούμενα σε ένα πολιτικά ανομιμοποίητο και ουσιαστικά ανεξέλεγκτο (ομοίως πολιτικά) εσμό τεχνοκρατών στην Ευρωπαϊκή «Ένωση», μια «Ένωση» στην οποία κυριαρχεί ο αγοραίος και οικονομικός παράγων, στον οποίο υποτάσσεται ουσιαστικά ο αντίστοιχος πολιτικός και επομένως οι ίδιες οι βουλήσεις των λαών που εκπροσωπούνται μέσω των Κυβερνήσεών τους στην «Ένωση» αυτή.

Δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή αν ισχυριζόμασταν πως «αυτό το πράγμα» που έχουμε μπροστά μας, είναι ένας θηριωδών διαστάσεων οικονομικός οργανισμός, που τυπικά φέρει κάποια πολιτικά χαρακτηριστικά απλώς για να διατηρείται και δικαιολογείται η επίφαση της «Ευρώπης των Λαών», ότι δηλαδή, δεν είναι μια «Ευρώπη αγοραία, των Οικονομικών Ελίτ», στα χέρια της οποίας σταδιακά έχουν περιέλθει μεγάλα τμήματα κυρίαρχων εθνικών αρμοδιοτήτων των Κρατών – Μελών, κυρίως αυτά που αφορούν τις εθνικές τους επιλογές σε ζητήματα κοινωνικά, πολιτικά μα και οικονομικά, εν ονόματι ενός φανταστικού «κοινού» ευρωπαϊκού συμφέροντος, στο οποίο τα επιμέρους εθνικά συμφέροντα φέρονται να ενοποιούνται βρίσκοντας το καθένα απ’ αυτά, την νομιμοποιητική βάση συμμετοχής σ’ αυτή την «Ένωση». Με άλλα λόγια, η «Ένωση» αυτή, λειτουργώντας στη βάση της ισοτιμίας και της αλληλεγγύης των Μελών της, εκφράζει την σύγκλιση των επί μέρους εθνικών συμφερόντων τους, τα οποία εξυπηρετούνται κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο μέσα σ’ αυτή, στην οποία ουδείς είναι «πιο ίσος από τον άλλο», και στην οποία ουδείς μετέχει των ωφελημάτων της περισσότερο από κάποιους άλλους και στην οποία, η αλληλεγγύη αυτή, εξικνείται έως και των εξωτερικών απειλών που κάποια από τα Κράτη – Μέλη της μπορεί να αντιμετωπίζουν.

Όμως, πολύ απλά, τα παραπάνω δεν συμβαίνουν!

Πολλά απλά, τα παραπάνω αποτελούν μια φαντασίωση, και η μόνη πραγματικότητα είναι πως η «Ένωση» αυτή, αποτελεί στον πυρήνα της μια «Ένωση» ανταγωνιστικών (οικονομικών στη βάση τους) εθνικών συμφερόντων, που έρχονται στιγμές όπου η αντίληψη του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» είναι κάτι περισσότερο από προφανής. Μάλιστα δε, θα υποστήριζα, πως ακόμα και αν όλα τα παραπάνω αρνητικά δεν ίσχυαν, και πάλι μια τέτοια «Ένωση» θα ήταν προβληματική (και επικίνδυνη για τη δημοκρατία), όσο αρνείται να συγκροτηθεί σε μια ενιαία κρατική οντότητα.

Και όχι μόνο τα παραπάνω δεν ισχύουν, μα επί πλέον, η «Ένωση» αυτή κατηγορείται ήδη βασίμως, πως έχει περιέλθει υπό την ουσιαστική ηγεμονία της Γερμανίας, σε βαθμό ώστε ο όρος «Γερμανική Ευρώπη» να έχει ήδη πολιτογραφηθεί στον ευρωπαϊκό δημόσιο πολιτικό λόγο, και ασφαλώς, όχι χωρίς σοβαρούς λόγους, έτσι ώστε η διάκριση «Βορράς» / «Νότος» να αποτελεί όχι ένα απλό και φτηνό ρητορικό εφεύρημα, μα να αποτυπώνει μια πραγματικότητα, στην οποία ο «Βορράς» ουσιαστικά να απομυζεί και κυριαρχεί οικονομικά (και άρα επί ο,τιδήποτε άλλο συνεπάγεται αυτή η κυριαρχία) επί του «Νότου».

Υπ’ αυτές τις συνθήκες και με βάση όσα παραπάνω ισχυριστήκαμε, αυτή η Ευρωπαϊκή «Ένωση», αποτελεί ένα πολιτικό μόρφωμα, που προωθεί μέσω των αγορών και της οικονομίας ένα υβριδικό οιονεί κρατικό τερατούργημα, στις οποίες αγορές (στα θεσμικά όργανά τους δηλαδή) εναποθέτει κρατικές αρμοδιότητες, και επομένως αποτελεί και μια απειλή για τα κεκτημένα εκείνα τα οποία συγκροτούν το «Δυτικό» δημοκρατικό «Υπόδειγμα». Επαναλαμβάνω, τα ελληνικά Μνημόνια, αποτελούν ένα πολύ καλό παράδειγμα για το πώς οι «αγορές» γονάτισαν αν δεν εξαφάνισαν ό,τι μπορεί να αποκληθεί ευρωπαϊκή αλληλεγγύη μα και «Δυτικό» δημοκρατικό κεκτημένο, μάλιστα δε, έχοντας ως πρόσχημα σ’ αυτή την αθλιότητα το ΔΝΤ, το οποίο ως γνωστόν, μπορεί να εγγράφει τα όποια δημοκρατικά και νομικά κεκτημένα στα παλαιότερα των υποδημάτων του αφού ουσιαστικά δεν λογοδοτεί παρά στον εαυτό του.

Η Ευρωπαϊκή «Ένωση», συνεπώς, έχει δύο θεμελιώδεις επιλογές κατά την άποψή μου :

1ον, να διαλυθεί και εφόσον τα Κράτη – Μέλη της το επιθυμούν, ή εν πάση περιπτώσει όσα εξ αυτών το επιθυμούν, να επιχειρήσουν να εγκαθιδρύσουν εξ αρχής την «Ένωση», τούτη τη φορά προτάσσοντας την δημιουργία μιας ευρωπαϊκής κρατικής οντότητας, με κοινό Σύνταγμα, με κοινή οικονομία και κοινές οικονομικές πολιτικές, έναν ομοσπονδιακό κρατικό προϋπολογισμό, κοινή κοινωνική πολιτική, κοινή υγεία, κοινή εργατική νομοθεσία, κοινό Δίκαιο και κοινή Δικαιοσύνη, κοινές ένοπλες δυνάμεις (που θα φυλάττουν πράγματι κοινά σύνορα), κοινά Σώματα ασφαλείας, ενώ την ίδια στιγμή, θα αναγνωρίζονται και εξουσίες σε επίπεδο των Κρατών – Μελών, που θα προσδιορισθούν δημοκρατικά και με βάση την διεθνή Δυτική εμπειρία.

2ον, να παραμείνει ως μια οικονομική, αγοραία Ένωση, (τουλάχιστον για να μην υποκρινόμαστε), όμως, σ’ αυτή τη περίπτωση, χωρίς καμία εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας των Μελών της, σε ζητήματα που έχουν να κάνουν με το πώς το κάθε Κράτος – Μέλος αντιλαμβάνεται τα οικονομικά του συμφέροντα, και κυρίως το πώς θα ασκεί την οποία του κοινωνική πολιτική, την όποια του εξωτερική πολιτική, κ.λπ. Σ’ αυτή τη περίπτωση, η Ένωση δεν θα είναι κάτι περισσότερο από ένας χώρος ελεύθερης διακίνησης προϊόντων, υπηρεσιών και συντελεστών παραγωγής, χωρίς δασμούς και άλλες επιβαρύνσεις, όμως μέχρις εκεί.

Εδώ, και έχοντας υπόψη την μέχρι τούδε εμπειρία μας, θα επαναλάβω παλαιότερη θέση μου, πως λόγοι οικονομικοί μα και λόγοι ευρύτερα πολιτισμικοί (κουλτούρας), η Ευρώπη, θα έπρεπε τουλάχιστον ως πρώτο στάδιο, να οργανωθεί, εφόσον επιμένουμε ακόμα στο «ευρωπαϊκό πείραμα» της πολιτικής ενοποίησής της, σε δύο «Ενώσεις». Μια Ευρωπαϊκή Ένωση του Βορρά και μια Ευρωπαϊκή Ένωση του Νότου. Εξ αρχής πρέπει, οι Κυβερνήσεις των Κρατών – Μελών (και στις δύο «Ενώσεις»), χωρίς μεγάλες ρητορικές εξαγγελίες που απλά δεν θα υλοποιηθούν, να αποφασίσουν αν όντως θέτουν ως στρατηγικό τους στόχο την πολιτική τους ένωση εντός ενιαίας κρατικής οντότητας, οπότε και θα πρέπει να προσδιορίσουν και ένα σαφή χρονικό ορίζοντα υλοποίησης του εγχειρήματος, ή απλώς θα λειτουργήσουν ως ένα μια κοινή αγορά περίπου όπως παραπάνω αναφέραμε. Ασφαλώς, «Βορράς» και «Νότος» δεν είναι ανάγκη να συμφωνήσουν το ίδιο πράγμα. Σημασία έχει εδώ, πως είναι ανάγκη η ευρωπαϊκή συνεργασία, να περιοριστεί μεταξύ των δύο μεγάλων αυτών πόλων, που έχουν σημαντικά διακριτά οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά, και επομένως, τόσο ο «Βορράς» όσο και ο «Νότος», οργανωμένοι με βάση την αρχή της ομοιότητας των παραπάνω χαρακτηριστικών, και επομένως και των εθνικών τους συμφερόντων, να συγκλίνουν πιο αποτελεσματικά ως προς αυτά μέσω πολιτικών που θα ενισχύουν την μεταξύ τους συνεργασία όμως σε μια βάση πραγματικά αμοιβαίως επωφελή. Εδώ βεβαίως υπονοείται πως η κάθε «Ένωση», αυτή του «Βορρά» κι αυτή του «Νότου», μπορούν να αποτελούν ταυτόχρονα και ενιαίες νομισματικές ενώσεις, με την κάθε μια από τις δύο, να διαθέτει το δικό της νόμισμα, την δική της «ενωσιακή» Κεντρική Τράπεζα, κ.λπ.

Με άλλα λόγια, πριν κάποιος εξετάσει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο τις δυνατότητες σύγκλισης των εθνικών συμφερόντων μεταξύ των Κρατών – Μελών στα πλαίσια μιας «Ένωσης», είναι πιο φρόνιμο αυτό, να γίνει κατά φάσεις, δηλαδή μέσω ενοποιήσεων και συγκλίσεων αγορών και κοινωνιών με βάση την αρχή της μεγαλύτερης σύγκλισης των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών τους χαρακτηριστικών, και ακολούθως να διερευνηθεί η δυνατότητα μιας περαιτέρω συνένωσης των επί μέρους αυτών «Ενώσεων», δηλαδή αυτής του «Νότου» και αυτής του «Βορρά».

Μια τέτοια «κατά φάσεις» προσέγγιση της «Ευρωπαϊκής Ένωσης», θεωρώ ότι δημιουργεί συνέργειες και κλίμακες οικονομίας πολύ πιο ουσιαστικές, απ’ ό,τι όταν Κράτη – Μέλη καλούνται «επί ίσοις» όροις να ανταγωνιστούν άλλα Κράτη – Μέλη, που απλά δεν μπορούν να το πράξουν αυτό (δηλαδή το «επί ίσοις όροις»), ουδέ καν προσεγγιστικά. Αυτή η παρατήρηση φυσικά, δεν θα ισχύει, ή καλύτερα, δεν θα έχει το ίδιο περιεχόμενο, όταν αναφερόμαστε σε μια πολιτική ένταξη εντός μιας ενιαίας κρατικής οντότητας.

Εν κατακλείδι : όσο και αν «μουρμουράμε» ή διαμαρτυρόμαστε, πως στην Ευρώπη στα δύσκολα λείπει η αλληλεγγύη, όσο και αν διαμαρτυρόμαστε πως «ο καθείς κοιτά τον εαυτό του», δυστυχώς, όσο τέτοια επιχειρήματα προβάλλουν, υποτιμούμε την νοημοσύνη μας, διότι πρέπει να απαντήσουμε στο απλό ερώτημα : «μα η Ευρώπη είναι κάτι το διαφορετικό ώστε να μην αναμένει κανείς ό,τι κατά άλλα μέμφεται»; Όχι! Αυτή είναι η Ευρωπαϊκή «Ένωση». Είναι ο καθείς για τον εαυτό του. Καμία γερμανική Κυβέρνηση και καμία εν πάση περιπτώσει σοβαρή Κυβέρνηση, εντός αυτής της ΜΗ πολιτικά ενωμένης Ευρώπης, θα έθετε το εθνικό συμφέρον της Χώρας της κάτω από το ουσιαστικά ανύπαρκτο «κοινό» ευρωπαϊκό συμφέρον, (το οποίο κυριολεκτικά εφευρίσκεται κατά περίπτωση όταν τυχαίνει να εξυπηρετείται κάποιο αντίστοιχο εθνικό συμφέρον) και τούτο διότι ΔΕΝ υπάρχει ευρωπαϊκό «εθνικό» συμφέρον, όπως υπάρχει π.χ., στην ομοσπονδιακή Γερμανία, ή στις ΗΠΑ ή σε άλλες Χώρες της Ευρώπης με ισχυρές αποκεντρωμένες διοικήσεις, όπως π.χ. η Ιταλία, η Ισπανία κ.λπ. Καμία σοβαρή Κυβέρνηση σε τούτη την Ευρωπαϊκή «Ένωση», δεν πρόκειται να θυσιάσει το εθνικό της συμφέρον χάριν ενός ανύπαρκτου ευρωπαϊκού «εθνικού» (κοινού) συμφέροντος. Και κυρίως, καμία σοβαρή Κυβέρνηση δεν θα επιτρέψει να καταστήσει τα πολιτικά ανομιμοποίητα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής «Ένωσης», τους τεχνοκράτες της, τούς επικυρίαρχους των συνταγματικών και δημοκρατικών εξουσιών του Κράτους της αλλά και της λαϊκής κυριαρχίας. Κανείς (πολιτικός) λόγος δεν υπάρχει να εκχωρηθούν πολιτικής και αμιγώς εθνικού ενδιαφέροντος εξουσίες σε κανένα θεσμικό όργανο τούτης της αγοραίας Ευρωπαϊκής «Ένωσης» και των τεχνοκρατών της που έχουν λόγο σχεδόν για τα πάντα που ανάγονται στη σφαίρα της λειτουργίας ενός Κράτους και του λαού του. Αυτή όμως η (νεοφιλελεύθερη) ευρωπαϊκή «διοικούσα» τεχνοκρατία, δεν είναι ιδεολογικά ουδέτερη : προάγει και εν τέλει επιβάλλει μαζί με τις πολιτικές της και την νεοφιλελεύθερη ιδεολογία της. Και το ζήτημα εδώ, δεν είναι αν προάγει μια ιδεολογία που μπορεί να είναι μη αρεστή ή και αρεστή σε άλλους, το ζήτημα είναι πως δεν έχει αυτό το δικαίωμα. Υπάρχουν ευρωπαϊκοί «λαοί», και μέχρις ότου αυτοί συγκλίνουν προς έναν «ευρωπαϊκό λαό», μια λέξη και μια έννοια που θα είναι αποδεκτή από την συντριπτική πλειοψηφία των ευρωπαϊκών λαών, και όχι μονάχα από κάποια think tanks, ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς και δύσβατος.

Αυτή η Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτή η αγοραία και νεοφιλελεύθερη «Ένωση», η πολέμια του Κοινωνικού Κράτους και οτιδήποτε απειλεί τις νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες της, (και η Ελλάδα των Μνημονίων ανέδειξε και τους «κινδύνους» των ίδιων των δημοκρατικών θεσμών σ’ αυτές τις ιδεοληψίες), πράγματι, δεν έχει λόγο ύπαρξης.

Σχόλια