Ο ερντογάν οδηγεί την Ουκρανία σε καταστροφή και την παγκόσμια ειρήνη σε κίνδυνο

Οι ΗΠΑ πρέπει να σταματήσουν τα παιχνίδια με τον επικίνδυνο Ζελένσκι και να εμποδίσουν τον ανεξέλεγκτο ερντογάν να ανάψει την φωτιά ενός Τρίτου παγκοσμίου πολέμου.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους στο ΝΑΤΟ όπως η Τουρκία, εξοπλίζουν ενεργά την Ουκρανία και συμμετέχουν σε άλλες ενέργειες που ενθαρρύνουν τους ηγέτες στο Κίεβο να πιστεύουν ότι έχουν ισχυρή υποστήριξη από τη Δύση στην αντιπαράθεσή τους με τη Ρωσία και τους υποστηριζόμενους από τη Ρωσία αυτονομιστές.

Η σύγκρουση μεταξύ της ουκρανικής κυβέρνησης και των αυτονομιστικών δυνάμεων στην περιοχή του Ντονμπάς της Ανατολικής Ουκρανίας, η οποία παραμένει σε ύφεση τα τελευταία χρόνια, χάρη στην εύθραυστη συμφωνία του Μινσκ, δείχνει αναμφισβήτητα σημάδια κλιμάκωσης. Αυτή η εξέλιξη οξύνει τις ήδη επικίνδυνες εντάσεις μεταξύ Κιέβου και Μόσχας. Υπάρχουν μάλιστα εικασίες ότι η Ρωσία μπορεί ακόμη και να πραγματοποιήσει στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία.

Οι δυτικοί ηγέτες υλοποιούν πλέον μια απερίσκεπτη στρατηγική που προκαλεί ολοένα και πιο έντονες προειδοποιήσεις από αξιωματούχους του Κρεμλίνου. Σε δύο περιπτώσεις από τις αρχές Απριλίου, η Ρωσία έχει προβεί σε ενίσχυση των στρατιωτικών της δυνάμεων κοντά στα σύνορά της με την Ουκρανία. Λίγο πριν από το τελευταίο επεισόδιο στρατιωτικής κλιμάκωσης από πλευράς της Ρωσίας, η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε ανακοινώσει μια νέα πώληση όπλων 125 εκατομμυρίων δολαρίων στην Ουκρανία. Αν και η συναλλαγή τέθηκε προσωρινά σε αναστολή τον Ιούνιο, στρατιωτικό υλικό αξίας 60 εκατομμυρίων δολαρίων από αυτό το πακέτο παραδόθηκαν κατά την επίσκεψη του υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ Λόιντ Όστιν στο Κίεβο στα τέλη Οκτωβρίου.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι το μόνο μέλος του ΝΑΤΟ που έχει πραγματοποιήσει πωλήσεις όπλων στην Ουκρανία. Η Τουρκία εξοπλίζει τον ουκρανικό στρατό με drones και στα τέλη Οκτωβρίου, οι δυνάμεις του Κιέβου εξαπέλυσαν επίθεση με drone που κατέστρεψε συστοιχία πυροβολικού των αυτονομιστών στο Donbas. Η Μόσχα εξέδωσε διάβημα διαμαρτυρίας για την κλιμάκωση τόσο στην Ουκρανία όσο και στην Τουρκία. Ακολούθησε μια νέα ανάπτυξη ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων κοντά στα ουκρανικά σύνορα, και ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Antony Blinken εξέφρασε την ανησυχία του ότι η Ρωσία θα μπορούσε να προβεί σε μια «επανάληψη» της στρατιωτικής της επίθεσης το 2014 όταν η κυβέρνηση του Βλαντιμίρ Πούτιν κατέλαβε την Κριμαία και στη συνέχεια παρείχε στρατιωτική υποστήριξη στους αυτονομιστές της ανατολικής Ουκρανίας.

Οι πωλήσεις όπλων αποτελούν μόνο ένα τμήμα της αυξανόμενης υποστήριξης προς το Κίεβο από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών και ορισμένων από τους συμμάχους τους στο ΝΑΤΟ. Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν έχει επανειλημμένα εκφράσει τη δέσμευση της Ουάσιγκτον για την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας ενάντια στη «ρωσική επιθετικότητα». Τα στρατεύματα των ΗΠΑ και της Ουκρανίας έχουν πραγματοποιήσει κοινές στρατιωτικές ασκήσεις (παιχνίδια πολέμου λένε κάποιοι) σε αρκετές περιπτώσεις και οι δυνάμεις της Ουκρανίας έχουν συμπεριληφθεί στις στρατιωτικές ασκήσεις του ΝΑΤΟ.

Η Ουκρανία αντιμετωπίζεται πλέον ως μέλος του ΝΑΤΟ από τη Μόσχα.

Τέτοιες ενέργειες είναι σαφώς αποσταθεροποιητικές. Οι ηγέτες της Ουκρανίας, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου Volodymyr Zelenskyy, κάνουν ήδη εμπρηστικές δηλώσεις για την «ανάκτηση» της Κριμαίας και τη συντριβή των αυτονομιστών στο Donbass. Η επίσημη κυβερνητική απόφαση αμυντικής στρατηγικής της χώρας που εγκρίθηκε τον Μάρτιο του 2021 περιλαμβάνει ρητά αυτούς τους στόχους.

Οι ισχυρισμοί όμως της Ουκρανικής ηγεσίας, είναι άσχετοι με την πραγματικότητα και επικίνδυνοι. Οι στρατιωτικές δυνάμεις της Ουκρανίας δεν συγκρίνονται με τις δυνάμεις της Ρωσίας ούτε από άποψη ποσότητας ούτε ποιότητας. Ωστόσο, η πίστη στη στρατιωτική υποστήριξη των ΗΠΑ ή του ΝΑΤΟ μπορεί να οδηγήσει τους Ουκρανούς ηγέτες να εγκαταλείψουν τη σύνεση και να επιδιώξουν μια στρατιωτική αντιπαράθεση. Όπως στο πρόσφατο παρελθόν, οι Ηνωμένες Πολιτείες οδήγησαν έναν υπερβολικά πρόθυμο «πελάτη» να υποθέσει ότι είχε την υποστήριξη της Ουάσιγκτον και το αποτέλεσμα ήταν ένας άσκοπος πόλεμος στον οποίο ο πελάτης κατέληξε ηττημένος και ταπεινωμένος.

Η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους λοιπόν, ενθάρρυνε τον πρώην Πρόεδρο της Γεωργίας Μιχαήλ Σαακασβίλι να πιστέψει ότι η χώρα του ήταν ένας σημαντικός σύμμαχος των ΗΠΑ και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ θα έρχονταν να σώσουν τη Γεωργία εάν εμπλεκόταν σε σύγκρουση με τη Ρωσία. Η Ουάσιγκτον παρείχε εκατομμύρια δολάρια σε όπλα στην Τιφλίδα και εκπαίδευσε ακόμη και γεωργιανά στρατεύματα. Ο Μπους είχε επίσης πιέσει τους συμμάχους των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ να δώσουν στη Γεωργία (και στην Ουκρανία) το πράσινο φως για ένταξη στη συμμαχία, αν και ανεπιτυχώς.

Τον Αύγουστο του 2008, ο Σαακασβίλι εξαπέλυσε στρατιωτική επίθεση για να ανακτήσει τον έλεγχο της Νότιας Οσετίας (μία από τις δύο διαφιλονικούμενες περιοχές). Η γεωργιανή επίθεση προκάλεσε απώλειες στα ρωσικά ειρηνευτικά στρατεύματα που είχαν αναπτυχθεί εκεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και η Μόσχα απάντησε με μια ευρείας κλίμακας αντεπίθεση που σύντομα οδήγησε στην κατάληψη πολλών γεωργιανών πόλεων και έφερε ρωσικά στρατεύματα στα περίχωρα της πρωτεύουσας. Παρά την προηγούμενη υποστηρικτική ρητορική της Ουάσιγκτον, ο Σαακασβίλι ανακάλυψε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ήταν πρόθυμες να πολεμήσουν για λογαριασμό της Γεωργίας και έπρεπε να υπογράψει μια ταπεινωτική ειρηνευτική συμφωνία με τους όρους της Ρωσίας.

Οι παραλληλισμοί μεταξύ αυτού του φιάσκου και της τρέχουσας δυτικής πολιτικής σχετικά με την Ουκρανία είναι ανησυχητικοί. Ειδικά οι πωλήσεις όπλων της Ουάσιγκτον συμβάλλουν στη δημιουργία μιας επικίνδυνης κατάστασης στην Ουκρανία. Ο Πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα προφανώς κατάλαβε την επικινδυνότητα τέτοιες πωλήσεις να προκαλέσουν τη Ρωσία και να πυροδοτήσουν ένοπλη σύγκρουση. Αρνήθηκε λοιπόν να επιτρέψει τη μεταφορά όπλων στο Κίεβο, παρά τη νομοθεσία του Κογκρέσου που είχε εγκρίνει αυτό το βήμα.

Δυστυχώς, οι διάδοχοι του Ομπάμα δεν ήταν τόσο νουνεχείς. Παρά τη διάχυτη εντύπωση ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα ήταν ήπιος απέναντι στη Ρωσία, η κυβέρνησή του πραγματοποίησε πολλαπλές πωλήσεις όπλων στην Ουκρανία. Τόσο το 2017 όσο και το 2019, αυτά τα πακέτα περιλάμβαναν ακόμη και εξελιγμένους αντιαρματικούς πυραύλους Javelin, προκαλώντας την έντονη αντίδραση της Μόσχας. Παρόμοιες γενναιόδωρες πωλήσεις όπλων συνεχίστηκαν και επί Μπάιντεν.

Η Ουάσιγκτον και οι εταίροι της στο ΝΑΤΟ πρέπει να εγκαταλείψουν αυτές τις επικίνδυνες πολιτικές. Το Κρεμλίνο έχει καταστήσει σαφές πολλές φορές ότι θεωρεί την Ουκρανία ως «κόκκινη γραμμή» για την ασφάλεια της Ρωσίας και ότι οι προσπάθειες να γίνει αυτή η χώρα μέλος του ΝΑΤΟ, παραβιάζει αυτή την κόκκινη γραμμή. Η υιοθέτηση μέτρων που ενθαρρύνουν έναν ευμετάβλητο πρόεδρο όπως ο Ζελένσκι να εμπλακεί σε προκλήσεις που δεν μπορεί να υποστηρίξει εάν ο ισχυρότερος αντίπαλός του απαντήσει κλιμακώνοντας την αντιπαράθεση είναι ο ορισμός της αυτοκτονικής εξωτερικής πολιτικής. Ο οπλισμός της Ουκρανίας με εξελιγμένα όπλα είναι ένα τρανταχτό παράδειγμα πολιτικής αυτοχειρίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Τουρκία και οι άλλοι παράγοντες πρέπει να αλλάξουν πορεία προτού μετατρέψουν τη υποβόσκουσα αντιπαράθεση στην Ουκρανία σε ανεξέλεγκτη πυρκαγιά.

Σχόλια