Πολεμικό Ναυτικό: Τα συστήματα VLS στην αεράμυνα των νέων φρεγατών (PART 1)


Σε συνέχεια της πρόσφατης εξέτασης των radar για το πρόγραμμα των νέων φρεγατών του ΠΝ, θα επιχειρηθεί μία νέα προσέγγιση αναφορικά με τις δυνατότητες αεράμυνας των υποψήφιων πλοίων. Θα εξετασθούν τα προτεινόμενα συστήματα κάθετης εκτόξευσης πυραύλων (Vertical Launching System – VLS), όχι από την οπτική γωνία ενός ειδικού στα ναυτικά θέματα αλλά με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία από ανοικτές πηγές, λαμβάνοντας όμως υπόψη και την οικονομική παράμετρο.

Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΖΗΚΙΔΗ
(Διδάκτωρ ΕΜΠ / Στρατιωτικό Διδακτικό Προσωπικό Σχολής Ικάρων)

Δεν θα ληφθούν υπόψη τα συστήματα αεράμυνας σημείου, καθώς σχεδόν όλες οι προτάσεις περιλαμβάνουν τα ίδια ή αντίστοιχα πυροβόλα και συστήματα εγγύς προστασίας, εν προκειμένω το σύστημα RAM (Rolling Airframe Missile) που περιλαμβάνει 21 πυραύλους RAM Block 2, κόστους άνω του 1 εκατ. $ έκαστος. Αυτά αποτελούν την τελευταία γραμμή άμυνας και θα πρέπει να θεωρούνται ως έσχατη λύση έναντι κύριων απειλών, όπως π.χ. επερχόμενοι πύραυλοι.

Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι το σύστημα RAM δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει απειλές με μικρό θερμικό ίχνος και χωρίς εκπομπή ραντάρ, καθώς οι πύραυλοί του διαθέτουν παθητικούς αισθητήρες στο φάσμα υπερύθρων και ραδιοσυχνοτήτων.

Έτσι, δεν μπορούν να ανιχνεύσουν π.χ. απλές ή κατευθυνόμενες βόμβες, ανεμοπορούντα όπλα (όπως το γνωστό AGM-154 JSOW στην έκδοση C-1 ή τα νεοαφιχθέντα τουρκικά Minyatür Bomba και Kuzgun, αμφότερα με εμβέλεια άνω των 100 km), ηλεκτροκίνητα επιθετικά Μη Επανδρωμένα Αεροχήματα (ενδεχομένως αυτοκτονικά), ρουκέτες κατευθύνσεως laser TRLG-230 (καθώς θα έχει ολοκληρωθεί η καύση των πυραυλοκινητήρων τους) ή μεγαλύτερους βαλλιστικούς πυραύλους εναντίον πλοίων (ASBM) με παθητική καθοδήγηση, οι οποίοι θα πρέπει να αναμένονται οσονούπω.

Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται η απαίτηση αντιμετώπισης του Α/Φ – φορέα, ει δυνατόν πριν αυτό αφήσει τα όπλα του, καθώς μετά αυτά θα είναι δύσκολο να αντιμετωπιστούν. Έτσι, η προσέγγιση θα επικεντρωθεί στα κύρια συστήματα αεράμυνας, εξετάζοντας τους δύο διαθέσιμους εκτοξευτήρες, τον αμερικανικό ΜΚ 41 και τον γαλλικό SYLVER «SYstème de Lancement VERtical», καθώς και τα διαθέσιμα όπλα.


Εμπρόσθιο σετ από τέσσερις εκτοξευτήρες ΜΚ 41 στον πρωραίο χώρο του αντιτορπιλικού USS Laboon (DDG 58), με 29 διαθέσιμα κελιά (ο χώρος από τρία κελιά καταλαμβάνεται από ειδικό γερανό για την επαναφόρτωση των κελιών εν πλω, δυνατότητα η οποία καταργήθηκε σε μεταγενέστερα πλοία της κλάσης Arleigh Burke)

Ο Mark (ΜΚ) 41 αναπτύχθηκε στην δεκαετία του ‘70 από την FMC (μετέπειτα United Defense, πλέον BAE Systems) σε συνεργασία το US Navy και παρήχθη από την Martin Marietta (πλέον Lockheed Martin), με σκοπό την αντικατάσταση παλαιότερων εκτοξευτήρων, όπως ο ΜΚ 26, ο οποίος χρησιμοποιούσε έναν ή δύο βραχίονες, για εξαπόλυση πυραύλων υπό κλίση.

Το απόθεμα των πυραύλων ήταν εντός του σκάφους και ένας περίπλοκος περιστροφικός μηχανισμός τροφοδοτούσε τον ΜΚ 26, όποτε απαιτούταν. Κάθε ΜΚ 41 αποτελείται από 8 κάθετα κελιά, τοποθετημένα σε δύο τετράδες, με έναν κοινό αυλό εξαγωγής καυσαερίων ανάμεσά τους. Ο ΜΚ 41 είναι πολύ πιο αξιόπιστος σε σχέση με τα παλαιότερα συστήματα και μπορεί να αξιοποιήσει έναν μεγάλο αριθμό διαφορετικών πυραύλων, οι οποίοι βρίσκονται αποθηκευμένοι στα κάνιστρά τους, έτοιμοι για εκτόξευση.

Τα αμερικανικά καταδρομικά κλάσης Ticonderoga περιλαμβάνουν 16 ΜΚ 41, σε δύο σετ από 8 εκτοξευτήρες το καθένα, ένα στην πλώρη και ένα στην πρύμνη (σύνολο 128 διαθέσιμα κελιά). Τα αντιτορπιλικά Arleigh Burke διαθέτουν ένα σετ από 4 ΜΚ 41 στην πλώρη και 8 στην πρύμνη (συνολικά 96 κελιά).

Ο ΜΚ 41 αποτελεί σήμερα τον πιο κοινό εκτοξευτήρα και μπορεί να δεχθεί – μεταξύ άλλων – πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς Standard Missile 2 (SM-2, έως 170 km, εκτιμώμενου κόστους 5 εκατ. $ στην έκδοση Block IIIC, με ενεργό ραντάρ, η οποία αναμένεται να ξεκινήσει την παραγωγή χαμηλού ρυθμού για το USN), μεσαίου βεληνεκούς ESSM Block 2  (σε ειδικό τετραπλό κάνιστρο ΜΚ 25, όπου 4 ESSM μπορούν να τοποθετηθούν σε ένα κελί του ΜΚ 41, εμβέλειας έως 50 km και κόστους σχεδόν 2 εκατ. $), ανθυποβρυχιακούς VL-ASROC, καθώς και τους ευρωπαϊκούς CAMM-ER (επίσης με δυνατότητα 4 πυραύλων ανά κελί), αν και δεν έχουν πιστοποιηθεί ακόμα.

Υπάρχουν τρία διαφορετικά μεγέθη του ΜΚ 41 (“self-defense”, “tactical”, “strike”), ανάλογα με το μήκος των πυραύλων που πρόκειται να αξιοποιήσει. Ο ΜΚ 41 υπηρετεί ήδη στη γείτονα χώρα, στις αναβαθμισμένες φρεγάτες κλάσης Gabya (τέως Perry), καθώς και σε ορισμένες φρεγάτες κλάσης Barbaros. Οι πρόσφατες κυρώσεις των ΗΠΑ απέτρεψαν την πώληση επιπρόσθετων ΜΚ 41 για τις φρεγάτες κλάσης Istanbul, οδηγώντας την Τουρκία στην απόφαση να αναπτύξει δικό της εκτοξευτήρα.

 

Εκτόξευση πυραύλου RIM-162 Evolved Sea Sparrow Missile (ESSM) από έναν εκτοξευτήρα ΜΚ 41 φρεγάτας κλάσης Fridtjof Nansen του Νορβηγικού ναυτικού. Διακρίνεται καθαρά η ανοικτή καταπακτή, τόσο του συγκεκριμένου κελιού, όσο και του κοινού αυλού εξαγωγής, ανάμεσα από τις δύο τετράδες κελιών.

Ο εκτοξευτήρας Sylver αναπτύχθηκε πολύ αργότερα, από την DCNS (σήμερα Naval Group). Βασίζεται σε ανάλογη διαμόρφωση 8 κάθετων κελιών, σε δύο τετράδες, με τους αυλούς εξαγωγής ανάμεσά τους, παρουσιάζοντας γενικά μικρότερο βάρος και μέγεθος. Διατίθεται σε 4 εκδόσεις, εκ των οποίων ενδιαφέρουν κυρίως οι δύο μεγαλύτερες, Α-50 (“tactical”) και Α-70 (“deep strike”).

Το κύριο όπλο που αξιοποιεί ο Sylver είναι οι πύραυλοι Aster 15/30, μεσαίου/μεγάλου βεληνεκούς (εμβέλειας 30 km/120 km, αντίστοιχα). Λαμβάνοντας υπόψη την τιμαριθμική αναπροσαρμογή, το σημερινό κόστος του Aster 30 εκτιμάται ότι ανέρχεται στα 4-5 εκατ. €, ενώ του Aster 15 στα 2,5-3 εκατ. €.

Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο μεσαίου βεληνεκούς CAMM-ER (εμβέλειας 45 km αν και δεν έχει πιστοποιηθεί ακόμα, με εκτιμώμενο κόστος γύρω στο 1,5-2 εκατ. €), ο VL MICA NG (υπό ανάπτυξη, με εμβέλεια 40km και με εκτιμώμενο κόστος γύρω στα 1,5-2 εκατ. €), ο βραχέως βεληνεκούς Crotale Naval VT1-VL (εμβέλειας 15 km στην έκδοση Crotale Mk3 και εκτιμώμενου κόστους κάτω από 0,5 εκατ. €), καθώς και ο πύραυλος πλεύσης MDCN ή NCM (εμβελείας 1000 km ή 1400 km σύμφωνα με άλλες πηγές, με κόστος γύρω στα 3 εκατ. €). Όλες οι ανωτέρω εκτιμώμενες τιμές παρατίθενται ως χονδρικές εκτιμήσεις, λαμβάνοντας υπόψη παλαιότερες τιμές και τη σχετική αναπροσαρμογή.

Μία ουσιαστική διαφορά του Sylver σε σχέση με τον ΜΚ 41 είναι ότι δεν υπάρχει κοινός αυλός εξαγωγής καυσαερίων αλλά το κάθε κελί έχει την δική του εξαγωγή. Έτσι, μετά από κάθε βολή, ο εκτοξευτήρας μπορεί να βάλει εκ νέου σε ελάχιστο χρόνο. Πιο συγκεκριμένα, ο μέγιστος ρυθμός βολής είναι έως 6 πύραυλοι ανά δευτερόλεπτο, καθώς ο Sylver μπορεί να βάλει κάθε 0,15 sec, σύμφωνα με παλαιότερη επίσημη περιγραφή.

Για τον ΜΚ 41, δεν υπάρχει ανάλογη αναφορά για μέγιστο ρυθμό βολής, ενώ έχει αναφερθεί ότι απαιτείται κάποιος ελάχιστος χρόνος αποκατάστασης μετά από κάθε βολή, όπου η καταπακτή του αυλού εξαγωγής παραμένει ανοικτή για τον εξαερισμό του και την αποφυγή υπερθέρμανσης. Σημειώνεται ότι σε κάθε βολή το σύστημα διαχείρισης αερίων του ΜΚ 41 εκτίθεται σε θερμοκρασία άνω των 5000°F (2760 °C), έστω και για χρόνο μικρότερο από 1 sec.

Σε μία παλαιότερη περιγραφή (σελ. 7-48), αναφέρεται ότι “μετά από καθυστέρηση 10 sec, ώστε να επιτραπεί ο καθαρισμός των κελιών από τα καυσαέρια, η καταπακτή κλείνει αυτόματα”. Άλλωστε, μία σημαντική βελτίωση που προβάλλεται για τον επόμενο εκτοξευτήρα, τον ΜΚ 57 των αντιτορπιλικών κλάσης Zumwalt, είναι ότι περιλαμβάνει ένα καινοτόμο σύστημα διαχείρισης αερίων, επιτρέποντας έως και 45% μεγαλύτερη ροή.

Προφανώς, σε ένα πλοίο με 12 ή 16 ΜΚ 41, κάτι τέτοιο δεν έχει σημασία, καθώς μπορεί να εξαπολυθούν πολλοί πύραυλοι σχεδόν ταυτόχρονα από διαφορετικούς εκτοξευτήρες, διατηρώντας ρυθμό ενός πυραύλου ανά sec ή περισσότερο. Τα πράγματα όμως είναι εντελώς διαφορετικά όταν έχουμε έναν ή δύο ΜΚ 41. Στην περίπτωση αυτή, οποιαδήποτε καθυστέρηση μεταξύ των βολών ενδέχεται να είναι κρίσιμη σε μία επίθεση κορεσμού.

Έστω λοιπόν ότι έχουμε δύο ΜΚ41. Εάν π.χ. απαιτείται χρόνος αποκατάστασης 5 sec μεταξύ των βολών, αυτό σημαίνει ότι ο μέσος ρυθμός βολής είναι ένας πύραυλος ανά 2,5 sec. Αυτός ο ρυθμός ίσως είναι χαμηλός σε κάποιες περιπτώσεις και δεν επιτρέπει την αξιοποίηση του αποθέματος, ακόμα κι αν αυτό περιλαμβάνει 64 ESSM.

Έτσι, έστω π.χ. ότι έχουμε μία ταυτόχρονη επίθεση μερικών πυραύλων εναντίον πλοίων Atmaca, οι οποίοι γίνονται αντιληπτοί ως στόχοι στο ραντάρ π.χ. 90 sec πριν την πρόσκρουση, σε συνδυασμό με πλήθος από όπλα ανεμοπορίας, ίσως και κάποια Μη Επανδρωμένα Αεροχήματα ως δολώματα (decoy). Λαμβάνοντας υπόψη έναν φυσιολογικό χρόνο αντίδρασης, καθώς και τον απαιτούμενο χρόνο για την αναγνώριση κάθε στόχου και της επιλογής του βέλτιστου τρόπου αντιμετώπισης, το “παράθυρο” αντίδρασης έχει πέσει κάτω από 60 sec.

Εδώ, ο εν λόγω περιορισμός του ρυθμού βολής ίσως αποβεί κρίσιμος, καθώς δεν θα επιτρέψει την εξαπόλυση ικανού αριθμού πυραύλων στο ελάχιστο διαθέσιμο διάστημα ώστε να αναχαιτισθούν αποτελεσματικά όλοι οι στόχοι, ιδίως εάν απαιτείται η εξαπόλυση 2 πυραύλων ανά στόχο.

 

ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ, ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΘΑ ΕΞΕΤΑΣΤΟΥΝ ΜΙΑ ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΚΑΤΑΤΕΘΕΙ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΥΠΟΨΗΦΙΟΥΣ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΕΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΦΡΕΓΑΤΩΝ

 

 

Σχόλια