Πόλεμος και τα αίτια του και η τραγωδία του Αφγανιστάν ...

Κρίσεις όπως αυτή του Αφγανιστάν, του Ιράκ, της Λιβύης, ή καλύτερα των «ανθρωπιστικών» και δήθεν αντί-τρομοκρατικών βομβαρδισμών ολόκληρων περιφερειών σταδιακά μετατρέπουν τον 21 αιώνα μια ιστορική φάση μεγάλης και παρατεταμένης αστάθειας. Πριν παραθέσω αποσπάσματα από το βιβλίο  Π. Ήφαιστος, Ο πόλεμος και τα αίτιά του. Τα πολλά πρόσωπα του ηγεμονισμού και της τρομοκρατίας (Εκδόσεις Ποιότητα) από τις σ. 300-333 του κεφ. 33, θα γίνουν μερικές σύντομες εισαγωγικές επισημάνσεις.

            Πρώτον, το ζήτημα είναι όταν γράφει κανείς για τόσο σοβαρά ζητήματα όπως η σταθερότητα, αστάθεια και ο πόλεμος στην διεθνή πολιτική δεν έχει δικαίωμα να είναι αθυρόστομος. Αθυρόστομος δεν είναι όποιος καλώς ή κακώς προπαγανδίζει τα συμφέροντα της χώρας του (εξ ου και δεν έχω παράπονο που ο τότε πρέσβης των ΗΠΑ έγραψε ολοσέλιδο σε κυριακάτικη εφημερίδα εμμέσως πλην σαφώς «απαντώντας» στο βιβλίο αυτό). Αθυρόστομοι είναι και ποικίλοι κράχτες υπηρέτες ηγεμονικών συμφερόντων οι οποίοι, μάλιστα, κυμαίνονται στην βάση κινήτρων ή εγωϊσμού μέσα σε ναρκοπέδια αναλυτικής ανευθυνότητας.

            Δεύτερον, το βιβλίο αυτό αν επανεκδοθεί δεν έχει κάτι να αλλάξει. Γι’ αυτό και μόνο επανατυπώνεται. Αυτή βασικά πρέπει να είναι και η φιλοδοξία κάθε συγγραφέα. Όχι επειδή είναι κλασικό αλλά επειδή ακριβώς κείμενα για τόσο σοβαρά ζητήματα έστω και εάν παραπέμπει περιπτωσιολογικά σε σύγχρονα ζητήματα απαιτείται η ανάλυση να εδράζεται πάνω στα Θουκυδίδεια αξιώματα κάθε κρατοκεντρικού συστήματος και τις τυπολογίες αυτών των αξιωμάτων που καλλιεργεί και εδραιώνει η υψηλών προδιαγραφών θεωρία διεθνούς πολιτικής. Γιατί η λεγόμενη θεωρία σαπουνόφουσκα είναι αν δεν είναι συμβατή με τα αξιώματα. Τουτέστιν, η από καιρό πλειοψηφία των αναλύσεων των σύγχρονων φορέων τίτλων που απορρέει από ιδεολογίες και ιδεολογήματα και που οδηγεί σε θεωρήματα αβάστακτης ανευθυνότητας. Σκουπίδια κυριολεκτικά σωρευμένα ίσαμε το κορυφή του Έβερεστ.

           Τρίτον, στο σημείο αυτό αναφέρεται ότι στο απόσπασμα του κεφαλαίου 33 που ακολουθεί γίνεται αναφορά σε περισπούδαστη θέση που δικαιολογούσε την επέμβαση των ΗΠΑ που κατά τα άλλα όπως και παραπλήσιες περιπτώσεις σκοπό είχε βιαστικά και ανεξαρτήτως κόστους να γεμίσει τα κενά ισχύος που δημιουργήθηκαν λόγω πτώσης της Σοβιετικής Ένωσης. Εδώ λοιπόν στην Ελλάδα είχαμε κωμικές περιπτώσεις αριστεροδεξιοπροοδευτικοαναρχικών –όπως τους ονομάζω εξηγώντας τι εκφράζουν– που εκτόξευσαν την σαπουνόφουσκα  «Τι θα έκανε η Ελλάδα αν αλβανοί κτυπούσαν τον πύργο της οδού Πανόρμου;» (ο τίτλος του κεφαλαίου). Οι ίδιες «προοδευτικές νοοτροπίες» στηρίζουν τον αλυτρωτισμό των Σκοπίων, κατευνάζουν θέλοντας μάλιστα να ικανοποιήσουν τις αναθεωρητικές αξιώσεις της Τουρκίας, θέλουν ένα «μετά-εθνικό» κρατίδιο στην Κύπρο υπό Τουρκική επικυριαρχία, και πολλά άλλα που δημιουργούν ένα πολιτικά και πνευματικά αξιοθρήνητο περιβάλλον και που εν πολλοίς ερμηνεύουν τα διόλου αμελητέα προβλήματα του νεοελληνικού κράτους.

Τέταρτο, το πιο κείμενο είναι κλασικό κρίνεται διαχρονικά και όχι από τον συγγραφέα του. Αφού πω ότι ο πολίτης συμφέρον έχει να μην διαβάζει σκουπίδια αλλά κλασικά κείμενα προσθέτω ότι σημαντικό για τις συγκαιρινές αναλύσεις είναι να είναι συμβατές με τα αξιώματα του κρατοκεντρικού παραδείγματος. Εκτός του ότι ο άνθρωπος δεν έχει χρόνο να χάνει, ο καθείς οφείλει ως πολίτης να έχει βάσιμες θέσεις γιατί αφορούν ζωτικά το κράτος του οποίου είναι πολίτης. Συμφωνώ πάντως με τον Κονδύλη όταν έγραψε: «Πέρα από τη γλώσσα, αλλά όχι άσχετα προς αυτήν, κλασσική είναι μιά σκέψη ή μιά εποχή της ιστορίας του πνεύματος όταν διατυπώνει με αναντικατάστατη εννοιολογία προβλήματα διηνεκώς επανερχόμενα, δηλαδή προβλήματα, στα οποία προσκρούει με εσωτερική αναγκαιότητα κάθε βαθύτερος στοχασμός – κοντολογής, έσχατα προβλήματα. Πώς είναι όμως δυνατό να έχει διαχρονική κλασσική αξία ό,τι νοήθηκε και εκφράσθηκε σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο; Όπως στην ανθρώπινη κατάσταση γενικότερα υπάρχουν ορισμένα μεγέθη συνεχώς ανακυκλούμενα, παρά την εκάστοτε διαφορετική κοινωνικοϊστορική τους επένδυση, έτσι και η ανθρώπινη σκέψη κινείται γύρω από ορισμένα θεμελιώδη μεγέθη, οι βασικοί συνδυασμοί των οποίων είναι αριθμητικά περιορισμένοι, όρα περιορισμένες είναι και οι έσχατες επιλογές» (Αόρατο Χρονολόγιο της Σκέψης (Εκδόσεις Νεφέλη), σελ. 66-8). Συνεχίζει και υπογραμμίζει ότι για συγκεκριμένους λόγους την κλασική εποχή περίπου έκλεισε ο κύκλος της σκέψης και εδραιώθηκαν έσχατες πολιτικές λογικές. Διόλου τυχαία ο Κονδύλης και αυτός κόντρα στην συμβατική σοφία και επειδή είχε σωστή θέαση του κόσμου και των προβλημάτων του σημείωσε ότι οι «ανθρωπιστικές επεμβάσεις» «δεν εξάγεται μόνο υπό μορφή στρατιωτικών επιχειρήσεων αλλά και εισάγεται υπό μορφή τρομοκρατικών ενεργειών» (1997 ό.π. σ. 376).

Εκκρεμές Watson για τις διαχρονικές ηγεμονικές και αντί-ηγεμονικές στάσεις και αποφάσεις

Πέμπτο, αφού λοιπόν χρησιμοποιήθηκε το Αφγανιστάν ως περιπτωσιολογική μελέτη –θα μπορούσε να είναι κάθε άλλη κρίση όπως του 2003 που έγινε άξονας περιπτωσιολογικής μελέτης σε άλλο βιβλίο– κάποιος που σέβεται την επιστήμη του, περιγράφει αξιολογικά ουδέτερα και σέβεται τους αναγνώστες, οφείλει να αναλύσει τα θέματα αυτά στην βάση αξιωμάτων και των τυπολογιών τους. Σε δε μια περιγραφική ανάλυση είναι περίπου αστείο να θεωρηθεί αντί-Αμερικανική ή αντί-Ρωσική ή κάτι άλλο παρόμοιο φρικτό και ανείπωτο. Ο ηγεμονισμός και ο αντί-ηγεμονισμός ήταν πάντα κύρια χαρακτηριστικά του διεθνούς συστήματος και έτσι εξετάζονται. Αν κάτι περισσότερο είπαμε εμείς (κυρίως στο «Κοσμοθεωρία των Εθνών») είναι ότι αντί-ηγεμονισμός πρώτον, είναι ένα εγγενές χαρακτηριστικό της στρατηγικής ενός λιγότερο ισχυρού και αμυνόμενου κράτους που υπερασπίζεται την εθνική του ανεξαρτησία, δεύτερον, δεν σημαίνει αντιμαχία με το ηγεμονικό κράτος αλλά σωστές συναλλαγές και αγώνα για συμμετρικές και ισόρροπες σχέσεις και ότι στις διακρατικές σχέσεις όλων των ειδών και όλων των επιπέδων ο πολιτικός και στρατηγικός ορθολογισμός βρίσκεται στον αντίποδα του συναισθηματισμού, των ιδεολογιών, των ιδεολογημάτων και των θεωρημάτων.

Έκτο, χωρίς να επεκταθούμε στην παρούσα εισαγωγή, θα ήταν παράλειψη να μην επισημαίνεται το γεγονός ότι τέτοιες ακραίες αποφάσεις αναπόδραστα οδηγούν σε υπερεξάπλωση και μπούμερανκ για το ηγεμονικό κράτος που τις εκτελεί. Εισερχόμενοι στην Τρίτη δεκαετία του 21 αιώνα τόσο οι ΗΠΑ όσο και άλλοι εμπλεκόμενοι της περιοχής βιώνουν σκληρά αυτή την πραγματικότητα.   

Τέλος, ένα μεγάλο ζήτημα που εξετάζεται σε επερχόμενα βιβλία είναι η διαφορά των κρατοκεντρικών λογικών με μετακρατοκεντρικές λογικές προς τις οποίες θα μπορούσαν να προσανατολιστούν οι διεθνείς θεσμοί. Άλλη θα ήταν η κατάσταση στην ζώνη της Ευρασίας εάν οι ΗΠΑ είχαν αναλύσει σωστά το ζήτημα και εάν αποφάσιζαν το ζήτημα της τρομοκρατίας να αντιμετωπιστεί υπό το πρίσμα συλλογικής δράσης και όχι μεταμφιεσμένης συλλογικής δράσης που με μισόλογα και προπαγάνδες οδήγησαν τους ίδιους και πολλούς άλλους σε συμφορές και διαιώνιση των τρομοκρατών στο Αφγανιστάν και τις γύρω περιοχές.

Ακολουθεί το απόσπασμα από το βιβλίο. Σημειώνεται ότι το απόσπασμα είναι πριν την φιλολογική και ορθογραφική επιμέλεια και.

Π. Ήφαιστος, Ο πόλεμος και τα αίτιά του. Τα πολλά πρόσωπα του ηγεμονισμού και της τρομοκρατίας (Εκδόσεις Ποιότητα).

Απόσπασμα από τις σ. 300-333 του κεφ. 33

Κεφάλαιο 33. Οι πύργοι του Μανχάταν και τα αεροπλάνα της Ολυμπιακής: «Τι θα έκανε η Ελλάδα αν αλβανοί κτυπούσαν τον πύργο της οδού Πανόρμου;»

33.1. Αεροπλάνα της Ολυμπιακής, ο πύργος της οδού Πανόρμου και αλβανοί τρομοκράτες

Το βασικό ερώτημα, όντως μεγάλου διεθνολογικού και πολιτικού ενδιαφέροντος, είναι η εθνική ή συλλογική δράση ως αντίδραση στο τρομοκρατικό κτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου ή κάποιο άλλο ανάλογο γεγονός του παρελθόντος ή του παρόντος. Πως πρέπει να αντιδρά μια χώρα και ποιος είναι ο ρόλος των διεθνών θεσμών; Η απάντηση αφορά την πολιτική ηγεσία, τον πολίτη που διαμορφώνει γνώμη για να μπορεί να διαδραματίζει τον πολιτικό του ρόλο και τον στρατιωτικό που ενδεχομένως θα συμμετάσχει σε μια πολεμική επιχείρηση.

Τι θα έκανε λοιπόν η Ελλάδα, «αν αλβανοί κτυπούσαν τον πύργο της οδού Πανόρμου»; Πως θα μπορούσε να απαντηθεί ένα τέτοιο υπαινικτικό ερώτημα[1]; Σαφέστατα υπαινίσσεται πως αφού οι ΗΠΑ νόμιμα βομβάρδισαν το Αφγανιστάν[2]τότε δικαιολογημένα η ελληνική αεροπορία θα έπρεπε να βομβαρδίσει τη γείτονα Αλβανία, χωρίς μάλιστα να γνωρίζουμε καλά-καλά ποιος είναι το τρομοκράτης. Μήπως, αν αυτό το ερώτημα τέθηκε, διατυπώθηκε από μια συνήθη στρατευμένη ύπαρξη αφενός ιδεολογικά εντεταλμένη να προωθεί την κατεδάφιση της δικής του πατρίδας και αφετέρου αντιφατικά ταγμένη στην «επιστημονική εκλογίκευση» ηγεμονικών πολιτικών; Μήπως μόνο μια ταραγμένη ψυχή ή μια διχασμένη προσωπικότητα θα μπορούσε να διατυπώσει αυτό το υπαινικτικό ερώτημα; Τι θα έλεγε μια τέτοια ύπαρξη για το δικαίωμα των κυπρίων και των ελλαδιτών στη νόμιμη άμυνα κατά των ποικίλων αναθεωρητικών απειλών; Ποιος θα μπορούσε να είναι τόσο «προπετής» και αιμοσταγής[3] ούτως ώστε η πέννα του να καταδικάσει σε θάνατο χιλιάδες αλβανούς που σίγουρα θα προκαλούσαν οι εκδικητικοί βομβαρδισμοί της ελληνικής αεροπορίας; Πόσο άσχετος πρέπει να είναι κάποιος με τον απέραντο –και πολύτιμο – διεθνολογικό στοχασμό για να κάνει τόσο ανεύθυνους και επιπόλαιους υπαινιγμούς;  

Αφορμή λοιπόν της ανάλυσής μας θα μπορούσε να γίνει το προαναφερθέν «υποθετικό» εκβιαστικό στοχαστικό δίλημμα: Τι θα έκανε η Ελλάδα, «αν αλβανοί με αεροπλάνα της Ολυμπιακής κτυπούσαν τον πύργο της οδού Πανόρμου;». Το θέμα γίνεται ακόμη πιο σοβαρό αν αυτό το εκβιαστικό στοχαστικό ερώτημα συμπληρωθεί με την επίσης «υποθετική» θέση: Η απάντηση πρέπει να δοθεί ανάλογα με το τι «εγώ» (δηλαδή ο «κονδυλοφόρος») ή κάποιος «διαπρεπής καθηγητής» αποφαίνεται.

            Έχουμε λοιπόν μια «απόφανση» «διαπρεπών καθηγητών» ως προς το ποιοι βομβαρδίζουν, τι βομβαρδίζουν και πως βομβαρδίζουν ένα κράτος δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Χαρακτηριστικό της στοχαστικής παρακμής στην οποία αναφέρθηκα στο κεφάλαιο 31 πιο μπροστά, είναι το γεγονός πως ο κύριος συντελεστής της «απόφανσης» δεν είναι κάποιος «διαπρεπής» έλληνας καθηγητής (αυτός πρέπει να είναι παρακολούθημα άλλων «διαπρεπών» καθηγητών της Εσπερίας). Ούτε είναι κάποιες κοινωνίες διαμέσου των αντιπροσώπων τους οι οποίες προσδιορίζουν τον σκοπό και την έκταση άσκησης βίας. Κάποιοι «διαπρεπείς καθηγητές» αποφαίνονται για όλους τους άλλους: Ένα μεγάλο τρομοκρατικό κτύπημα καθιστά νόμιμη και ηθικά νομιμοποιημένη την αυτοδικία με τρόπο και σε έκταση που κανείς δεν μπορεί να ελέγξει. Αυτό επειδή, η ίδια «απόφανση» μας πληροφορεί πως η αυτοδικία είναι νόμιμη «χωρίς προηγούμενη απόφαση του ΟΗΕ». Κοντολογίς: «Αποφαίνομαι, δικάζω ερήμην, καταδικάζω εις θάνατον, εκτελώ συνοπτικά». Αυτό είναι το διεθνές σύστημα των αναλυτών που αγωνιούν για την ευόδωση της αμερικανικής ή κάποιας άλλης ηγεμονικής σταθερότητας.

Αν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα και αν με αυτή την «αλήθεια» διαποτίζονται εκατοντάδες χιλιάδες αναγνώστες στις διάφορες χώρες, φοιτητές και πολιτικοί ηγέτες που δεν έχουν γνώμη επειδή τους προσφέρεται έτοιμη από «σερβιτόρους της γνώσης» των «διαπρεπών καθηγητών», γιατί ένας πρόεδρος μιας μεγάλης δύναμης να μην παρασυρθεί από τα αισθήματά του και τον ψυχισμό των πολιτών του και γιατί να διστάσει να εκδικηθεί, να ανατρέψει και να φονεύσει εκδικητικά; Σε ποιες άλλες περιπτώσεις θα μπορούσε κάτι τέτοιο να επαναληφτεί; Μήπως κατά της Αλβανίας αν μετά από κάποιο τρομοκρατικό κτύπημα στον πύργο της οδού Πανόρμου οι έλληνες υποψιαστούν πως ο τρομοκράτης ανήκε στην οργάνωση UCK; Ιδού λοιπόν ένα σοβαρό ερώτημα που πρέπει να αντιμετωπίσει η ανάλυση διεθνών σχέσεων στην Ελλάδα.

Εάν λοιπόν σταθούμε στο εξόχως σοβαρό ερώτημα που συνδέει τους πύργους του Μανχάταν με τους πύργους της οδού Πανόρμου στην Αθήνα και εάν «υποθετικά» τεθεί από έλληνες κατόχους «φονικών πεννών», ευλόγως δημιουργείται η απορία: Εάν κάποιος είναι καθηγητής πανεπιστημίου ή τέλος πάντως κατέχει κάποιο τίτλο «ειδικού», δεν έχει την δυνατότητα να αποφανθεί αυτοδύναμα; Γιατί, αφού πληρώνεται πλουσιοπάροχα για να υπηρετεί την αξιολογικά ουδέτερη γνώση, θα πρέπει να καταφεύγει στους «διαπρεπείς καθηγητές» που εμφανέστατα προβαίνουν σε πρόχειρες πολιτικές εκλογικεύσεις που εξυπηρετούν κάποια εφήμερα στρατηγικά συμφέροντα;

Η απάντηση σ’ αυτό το κρίσιμο –βαθύτατα πολιτικό και ταυτόχρονα δεοντολογικό που αφορά επίσης τους έλληνες φορολογούμενες που χρηματοδοτούν τα ακαδημαϊκά ιδρύματα– είναι πως η ανάλυση διεθνών σχέσεων στην Ελλάδα, όπως και σε πολλά άλλα κράτη, έχει ενδεχομένως παραμείνει σε νηπιακή ηλικία[4]. Όμως, όπου και αν βρίσκονται εκτρωματικά «διεθνολογικά νήπια» είναι επικίνδυνα, ιδιαίτερα εάν και όταν φέρουν ακαδημαϊκούς μανδύες και εάν διακατέχονται από άναρχα-ανορθολογικά και κανονιστικής έμπνευσης «κριτικά κονστρουκτιβιστικά» σύνδρομα που περιέγραψα πιο πάνω. 

Είτε πρόκειται για την άμυνα ενός κράτους κατά ενός άλλου αναθεωρητικού κράτους είτε πρόκειται για αυτοδικία ενός μεγάλου κράτους που αδικήθηκε όπως όντως συνέβηκε στο Μανχάταν τον Σεπτέμβριο 2001, η διεθνολογική ανάλυση δεν έχει την πολυτέλεια να διολισθήσει στο πεδίο έκφρασης αβυσσαλέα υποκειμενικών προσωπικών γνωμών[5].

33.2. Σκοπός, πολιτική και κοινωνία στη κρίση του Μανχάταν

Σε πρώτη φάση, δεχόμαστε προγραμματικά πως όποιος στερείται κοινωνικοπολιτικής εντολής δεν έχει και το προνόμιο να ορίζει την έκταση και τον βαθμό άσκησης βίας στις διεθνείς σχέσεις. Έτσι, οι αιμοσταγείς[6] «διαπρεπείς καθηγητές» της Εσπερίας και τα υποπροϊόντα τους παραμερίζονται και η συζήτηση διεξάγεται σε μια πιο ορθολογιστική βάση: Αναζήτηση του κοινωνικά προσδιορισμένου  πολιτικού σκοπού που καθορίζει το είδος ή την έκταση των μέσων άσκησης βίας στην διεθνή πολιτική.

Θα πρέπει επίσης να διερευνήσουμε τους  θεσμούς που θα ασκήσουν τη βία, τον χαρακτήρα τους, τα όριά τους, τους περιορισμούς τους και τα προβλήματά τους. Αυτό νομίζω είναι το έργο ενός διεθνολόγου ή αναλυτή των διεθνών σχέσεων εν γένει, και όχι να απαντά κρίσιμα ερωτήματα πολιτικής φιλοσοφίας διεθνών σχέσεων διαμέσου ενδεχομένως εντεταλμένων «διαπρεπών» καθηγητών που αυτόκλητα ορίζουν πόσοι και πως θα σκοτώνονται σ’ ένα πόλεμο.

Ιδιαίτερα, όταν με τεράστια αυθαίρετα άλματα συλλογισμών ρητά ορίζεται ως αυτοάμυνα η εκδίκηση, ουσιαστικά επιστρέφουμε στους πολέμους της εποχής της βαρβαρότητας. Για να παραπέμψω στον Edward H. Carr, κάποιο που κάτι ήξερε από για τα αίτια του πολέμου που οδήγησαν σε λάθος αποφάσεις και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, έγραψε,

«αν κάθε επίδοξος συγγραφέας των διεθνών σχέσεων τα τελευταία είκοσι χρόνια είχε παρακολουθήσει ένα υποχρεωτικό μάθημα στη στοιχειώδη στρατηγική, δεν θα είχαν γραφτεί χιλιάδες σελίδες γεμάτες ανοησίες» (2000, σ. 157).

Παραφράζοντας λοιπόν τον Edward H. Carr, θα λέγαμε πως όσοι επίδοξοι συγγραφείς ή διεθνολογούντες έγραψαν για την «κρίση του Μανχάταν» είχαν διαβάσει ένα μόνο βιβλίο του Κλάουζεβιτς ή του Κονδύλη θα είχαν αποφευχθεί εκατοντάδες σελίδες γεμάτες ανοησίες και υπαινιγμούς για αιμοσταγείς εκδικητικές ενέργειες που υπερβαίνουν κάθε νοητό πολιτικό σκοπό[7].

Βεβαίως, όπως ήδη εγώ υπαινίχθηκα, τα τεράστια λογικά σφάλματα δεν οφείλονται πάντοτε σε αμάθεια, ημιμάθεια ή αφέλεια αλλά επίσης και σε πλήθος άλλων λόγων όπως ενδεχομένως η αγωνία πολιτικής σύμπλευσης με τον εκάστοτε ηγεμόνα και τις υπηρεσίες του (με τις οποίες, όπως συνήθως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις πολιτικά στρατευμένων θεωρήσεων, αναπτύσσονται δυνατότητες πλήθους αμοιβαία επωφελών σχέσεων[8]). Μια τέτοια στάση, αν και ενδεχομένως κατανοητή όταν εκδηλώνεται στο πολιτικό επίπεδο, είναι απαράδεκτη στο πλαίσιο μιας οποιασδήποτε ανάλυσης, ακαδημαϊκής ή άλλης. Κάθε αναλυτής, ιδιαίτερα ο ακαδημαϊκός δάσκαλος, ο οποίος διεκδικεί το δικαίωμα να ασκεί το λειτούργημα της εκφοράς δημόσιου λόγου επί ενός τόσο σοβαρού ζητήματος όπως ο πόλεμος απαιτείται, για να είναι αξιόπιστος, αξιολογικά ελεύθερος και κατά προτίμηση να πειθαρχείται από τις επί δύο χιλιετίες αλάνθαστες και αξιολογικά ουδέτερες θουκυδίδειες θεωρήσεις των αιτιών πολέμου στις οποίες και ανήκουν όλες οι καλές θεωρίες διεθνών σχέσεων[9]

Επανερχόμενοι επί της ουσίας της συζήτησης, δηλαδή τον σκοπό μιας πιθανής άσκησης βίας στο διεθνές επίπεδο, ο αναγνώστης που έχει ήδη διαβάσει τα κεφάλαια 6-8 πιο πάνω είναι ήδη εξοικειωμένος με τις αναφορές μου για τον τρόπο που συνδέεται η πολιτική με τον κοινωνικά προσδιορισμένο σκοπό.

Στις διεθνείς σχέσεις, αυτός ο («διεθνής») σκοπός πρέπει να διερευνηθεί τόσο σε αναφορά με τα συμφέροντα του κράτους που διεκδικεί το δικαίωμα δράσης (επειδή τα συμφέροντά του θίχθηκαν) όσο και σε αναφορά με άλλους  σκοπούς που ανακύπτουν λόγω εθνικής-κρατικής οντολογίας και του καθεστώτος της κυριαρχίας που την οριοθετεί κανονιστικά. Διερευνώντας αυτά τα ζητήματα, έστω και αν αυτό γίνει στοιχειωδώς και συντομογραφικά, μας δίνεται η ευκαιρία όχι μόνο να φωτίσουμε πτυχές της σύγκαιρης κρίσης αλλά επίσης και για να εκθέσουμε συνήθεις αντιφατικούς παραλογισμούς και συνήθη λογικά σφάλματα που αφορούν το κεντρικό θέμα του πολέμου στις διεθνείς σχέσεις.

33.3. Εκδίκηση ως σκοπός πολέμου ή επιστροφή στη βαρβαρότητα

Κατά πρώτον, το σημαντικότερο ζήτημα όσον αφορά ένα οποιοδήποτε πόλεμο ενταγμένο και διεπόμενο από κοινωνικά προσδιορισμένους σκοπούς[10] είναι να οριοθετηθεί στο πλαίσιο των πολιτικών σκοπών. Ενδεχομένως αυτό οδηγεί, όπως ήδη εξηγήσαμε, σε μετριασμό των συνεπειών και της έκτασής του.

Γι’ αυτό ένας πόλεμος δεν μπορεί να έχει ως κίνητρο την εκδίκηση. Αυτό συνέβαινε σε πρωτόγονες και βαρβαρικές εποχές όταν η βία αποτελούσε μέσο «εκδίκησης αίματος». Στις συντεταγμένες και πολιτισμένες κοινωνίες όλων των εποχών, είθισται να εκλαμβάνεται ως δεδομένο πως πρέπει να περιορίζεται από τους κοινωνικοπολιτικούς σκοπούς[11].

Αυτός ο μετριασμός λαμβάνει χώρα όχι επειδή απορρέει από κάποια «έλλογη οικουμενική ηθική» αλλά επειδή συνάδει με τους κοινωνικά προσδιορισμένους σκοπούς όλων των κρατών που νοιάζονται για το συμφέρον επιβίωσης και αυτοσυντήρησης, τόσο του δικού τους κράτους όσο και ευρύτερα του συστήματος κρατών στο οποίο ανήκουν. Πως λοιπόν εξυπηρετείται ο σκοπός αυτός αν τα κράτη αρχίσουν ένα πόλεμο «εκδίκησης αίματος» που θα τα επαναφέρει στη βαρβαρότητα της προ-πολιτικής εποχής!

Βεβαίως, όπως ήδη τόνισα, όποιος θα έθετε το προαναφερθέν ερώτημα για τους «πύργους της Πανόρμου και τους αλβανούς τρομοκράτες του UCK», ευθέως θα υπαινισσόταν πως ο Ελληνικός στρατός θα έπρεπε να προχωρήσει σε ένα εκδικητικό πόλεμο. Το θέμα τίθεται στη βάση «εκδίκησης αίματος[12]» μόνο εάν και όταν ένας συγγραφέας είναι αμαθής ή –με την έννοια που ήδη όρισα– και ενδεχομένως πολεμοκάπηλος-αιμοσταγής και στοχαστικά διχασμένος και συγκεχυμένος[13].

Εάν έχουμε περίπτωση αναπηρίας στην οποία αναφέρθηκα μόλις, ο αναλυτής, ακούσια ή ηθελημένα[14], γίνεται φερέφωνο γνωμών «διαπρεπών καθηγητών» στρατευμένων στις πολιτικές εκλογικεύσεις κάποιας μεγάλης δύναμης. Οι τελευταίοι, όπως ήδη σημείωσα, ενδεχομένως να είναι οι ίδιοι «αιμοσταγείς» ή να πιστεύουν λανθασμένα –όπως συνέβη πολλές φορές στο παρελθόν με πολλούς «διαπρεπείς» καθηγητές ή πολιτικούς ηγέτες ηγεμονικών κρατών– πως η άνευ ορίων και η καταχρηστική χρήση πολεμικής βίας θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά τους.

Η στοχαστική σύγχυση, εξάλλου, είναι ο μόνος τρόπος να ερμηνευτούν ορισμένες γνώμες για το ζήτημα της ισορροπίας ισχύος και της αποτρεπτικής στρατηγικής μιας χώρας. Ο πόλεμος, είτε είναι διεθνής δράση διαμέσου των συστημάτων συλλογικής ασφάλειας είτε είναι πολιτική προετοιμασία ενός κράτους για να επιτύχει ισορροπία ισχύος που θα διασφαλίσει τα σύνορά του, είναι πάντοτε κοινωνικό φαινόμενο που πρέπει να διέπεται και να ελέγχεται από τους πολιτικούς σκοπούς της ενδιαφερόμενης ή των ενδιαφερομένων κοινωνιών. Αυτού του είδους ο πόλεμος θα τερματιστεί μόνο εάν και όταν έχουμε ένα παγκόσμιο κράτος, οπότε θα μιλάμε πλέον για άσκηση βίας υπό ένα διαφορετικό κοινωνικό πρίσμα, δηλαδή ρητά προσδιορισμένους κανόνες τάξης στο εσωτερικό μιας νομιμοποιημένης κανονιστικής δομής.

Μόνο πνευματικά ανάπηροι με τρικυμισμένο κρανίο θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να συγχύσουν την –εξ ορισμού αντιηγεμονική– ισορροπία ισχύος με τον εθνικισμό και ταυτόχρονα να υποστηρίζουν πως ένα τρομοκρατικό κτύπημα –όσο ειδεχθές και αν είναι– θα πρέπει να απαντηθεί βιαστικά, εκδικητικά και με κοινωνικά ανεξέλεγκτη άσκηση βίας.

33.4. Κοινωνικοπολιτικό και θεσμικό πλαίσιο άσκησης «διεθνούς βίας»

………..

33.5. «Διεθνείς σκοποί» και άσκηση «διεθνούς βίας»

…….

33.6. Διεθνείς σκοποί και «διεθνή ποινικά δικαστήρια»

…..

33.7. Επιβίωση του διακρατικού συστήματος

…..

Η διατήρηση του διακρατικού συστήματος στο σύνολό του ως του πολυτιμότερου αγαθού στον διεθνή συλλογικό τρόπο ζωής και ως κατάκτηση του ανθρώπινου πολιτισμού στην ιστορική διαδρομή πέντε χιλιάδων ετών, αποτελεί, όπως ήδη υποστηρίχθηκε, το κύριο μέλημα της κοινότητας κρατών. Σε σχέση με αυτό τον υπέρτατο σκοπό, συγκρίνονται και σταθμίζονται όλοι οι άλλοι σκοποί. Ασφαλώς, αν στη βάση του υπαινικτικού ερωτήματος «τι θα κάναμε αν κτυπούσαν αλβανοί τους πύργους της οδού Πανόρμου» γινόταν οτιδήποτε το οποίο θα έθετε σε κίνδυνο το διακρατικό σύστημα, θα αποτελούσε παραφροσύνη του έσχατου είδους[15]

Όπως υποστηρίχθηκε πιο πάνω, το κυρίαρχο κράτος είναι το συλλογικό εκείνο αγαθό που προσφέρει στις διακριτές κοινωνίες την ευκαιρία να είναι ελεύθερες-ανεξάρτητες, που τους προσφέρει την ευκαιρία να έχουν το οικείο σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης και που επιτρέπει στα κράτη να συναλλάσσονται σε σταθερή βάση. Μια μεγάλης έκτασης άσκηση βίας θέτει πάντοτε το διακρατικό σύστημα σε κίνδυνο.

33.8. Καταχρηστική άσκηση βίας

Διεθνής σκοπός επίσης είναι η αποφυγή καταχρηστικής άσκησης βίας από το ενδιαφερόμενο κράτος, δηλαδή στην συγκεκριμένη περίπτωση τις ΗΠΑ[16]. Πρακτικά, αυτό σήμαινε αποφυγή εκμετάλλευσης της «εξουσιοδότησης άσκησης βίας» από τα Συμβούλιο Ασφαλείας για να επιφέρει γεωπολιτικές αλλαγές, να καταργήσει κράτη και να επέμβει στο εθνικό-γίγνεσθαι άλλων κρατών[17].

Επαναλαμβάνω, πάντως, πως με βάση την ανάλυση των κεφαλαίων που προηγήθηκαν αλλά και των επιχειρημάτων στις αμέσως προηγούμενες σελίδες, οι σκοποί αυτοί δεν ορίζονται σε αλτρουιστική βάση αλλά με κριτήριο την αποδεκτή από τα ίδια τα κράτη δεοντολογία των διεθνών σχέσεων όπως ορίζεται από το διεθνές δίκαιο και από το προαναφερθέν «διεθνές συμφέρον» να επιβιώσει το διακρατικό σύστημα ως υπέρτατου συλλογικού αγαθού εντός του οποίου ένα έκαστο κράτος διασφαλίζει το οικείο συμφέρον επιβίωσης και αυτοσυντήρησης.

            ……………………

….. …. Επιτυγχάνεται το αντίθετο, όπως ήδη υποστήριξα, εάν όταν ένα ισχυρό κράτος με βεβαρημένο ηγεμονικό παρελθόν όπως οι ΗΠΑ εκμεταλλεύεται κρίσεις όπως του Μανχάταν για καταστήσει το Συμβούλιο Ασφαλείας και ευρύτερα τον ΟΗΕ όργανο διαιώνισης παρωχημένων ηγεμονικών στάσεων-παραδοχών. Χωρίς αυταπάτες πως αυτό θα παύσει σύντομα να συμβαίνει, είναι καθήκον μιας ανάλυσης να το επισημαίνει, αν μη τι άλλο για να καταδεικνύει τα όρια, τους περιορισμούς και τα εν γένει προβλήματα ενός συστήματος συλλογικής ασφάλειας.  

33.9. Τα αίτια πολέμου

……

33.10. Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 21 Σεπτεμβρίου 2001

….


Οι υποσημειώσεις που ακολουθούν είναι μόνο του αποσπάσματος

[1] Δεν αναφέρομαι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό όπου πολλές αναλύσεις ή σχόλια θεωρούσαν ως δεδομένο πως ο πόλεμος μπορεί να έχει ως βάση αιτιολόγησης την «εκδίκηση αίματος».

[2] Μάλιστα, «χωρίς να χρειάζεται απόφαση του ΟΗΕ» επειδή κάποιοι «διαπρεπείς καθηγητές» το είπαν.

[3] Είναι προφανές πως εννοώ όχι πως ο κάθε αναλυτής που παίρνει μια τέτοια θέση έχει ο ίδιος την επιθυμία ή την ικανότητα να σφάξει ανθρώπους. Αναφέρομαι στο γεγονός πως στην ιστορία πολλές εκατόμβες νεκρών οφείλονται σε «κακές πέννες».

[4] Σε άλλη περίπτωση (2001 κεφ. 11) εξήγησα τους λόγους για τους οποίους δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού ούτως ή άλλως οι προσπάθειες στην Ελλάδα είναι προέκταση αυτού που συμβαίνει διεθνώς. Η Ελλάδα, βεβαίως, θα είχε μια καλή ευκαιρία να καταστεί κέντρο μελέτης των διεθνών σχέσεων εάν αντί εισαγωγής μεταπρατικών και παρακμιακών θεωρήσεων φρόντιζε να καλλιεργήσει τις αξιολογικά ελεύθερες θεωρήσεις του Θουκυδίδη. Αυτό σημαίνει καλλιέργεια της μόνης αξιόπιστης (θουκυδίδειας) παράδοσης διεθνών σχέσεων, κάτι που εύκολα επιτυγχάνεται αν η πανεπιστημιακή εκπαίδευση ενασχολείται με την επιστήμη και όχι τις κανονιστικής έμπνευσης στρατευμένες εκλογικεύσεις που εισρέουν στα πανεπιστήμια με κριτήρια ελάχιστα ακαδημαϊκά.   

[5] Κάποιος θα μπορούσε να θέσει ένα ερώτημα: Μερικοί, με σαφή υπαινιγμό πως η χρήση βίας στο διεθνές σύστημα μπορεί αιτιολογηθεί με όρους εκδίκησης, περίπου αιτιολόγησαν «μεγάλης έκτασης» εκδίκηση. Πως γίνεται, όμως, το ίδιο σύστημα συγκεχυμένων ή στρατευμένων ιδεών να υποστηρίζει πως η εκ μέρους της Ελλάδας απλή επιδίωξη ισορροπίας ισχύος στο Αιγαίο για να αντιμετωπιστούν οι τουρκικές αναθεωρητικές αξιώσεις, αποτελεί «εθνικιστική» και «πολεμοκάπηλη» θέση! Είναι ευνόητο πως απάντηση με διεθνολογικούς όρους σε μια τέτοια ανόητη θέση δεν υπάρχει και πως αλλού πρέπει να αναζητηθούν τα αίτιά της.

[6] Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου και κάθε άτομο που δεν είναι κοινωνικά εντεταλμένο να εκφέρει άποψη για τους σκοπούς του πολέμου είναι ύποπτο για τα κίνητρά του και τον ψυχισμό του. Η υποψία είναι ακόμη πιο έντονη αν με ευκολία μιλά για ενέργειες που ενδεχομένως θα προκαλέσουν εκατόμβες νεκρών. Αυτή η παρατήρηση είναι ακόμη πιο ορθή αν κάποιος σκεφτεί τον στρατευμένο χαρακτήρα της πανεπιστημιακής ιδιότητας σε πολλές χώρες και την κατ’ επέκταση προγραμματικά δεδηλωμένη κανονιστική στράτευση σε ποικίλες αναρχικές ιδεολογίες όπως αυτές που προσδιορίστηκαν στο κεφάλαιο 31 πιο πάνω. Βεβαίως, αν και αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί, τονίζω ξανά πως δεν αναφέρομαι σε αιμοσταγείς προθέσεις για εκτέλεση φόνων. Αυτού του είδους οι στοχαστές που με ευκολία αιτιολογούν την απέραντη άσκησης βίας είναι συνήθως ευαίσθητες ψυχές, εύθραυστοι ή διαταραγμένοι χαρακτήρες και συχνά δειλοί. Αυτό λοιπόν στο οποίο αναφέρομαι είναι στις φονικές δυνατότητες μιας «ανεύθυνης πέννας». 

[7] Ποτέ, επίσης, δεν θα μπορούσαν να γραφτούν ασυναρτησίες όπως: «η ισορροπία ισχύος είναι το ίδιο με το «machtpolitik», «η προετοιμασία για πόλεμο δεν έχει αποτρεπτική αξία επειδή … η ποινή του θανάτου δεν απέτρεψε το έγκλημα στο εσωτερικό του κράτους», «όποιος επιδιώκει ισορροπία ισχύος παίζει με τη φωτιά και μόνο κατανοώντας τον “Άλλο” θα τον κάνεις να συμπεριφερθεί ειρηνικά», κτλ. Βέβαια, αν το ίδιο ακριβώς σύστημα ιδεών που υποστηρίζει αυτές τις ασυναρτησίες ταυτόχρονα τάσσεται υπέρ των εκδικητικών και άνευ συλλογικού ελέγχου βομβαρδισμών της αεροπορίας των ΗΠΑ κατά του Αφγανιστάν ως απάντηση στα συμβάντα στο Μανχάταν, προδίδεται είτε ασύλληπτη τρικυμία εν κρανίω (το πιο πιθανό) είτε άλλα κίνητρα. 

[8]  Μεταξύ άλλων οφελών, για παράδειγμα, θα μπορούσαν να είναι οι μεθοδεύσεις για «διεθνικές βραβεύσεις» διανοουμένων που εξυπηρετούν κρατικά συμφέροντα μιας χώρας. Κάποιος δεν έχει παρά να θυμηθεί τα ποικίλα βραβεία του σοβιετικού κράτους. Καταθέτω επίσης την προσωπική μαρτυρία πως μόλις άρχισα, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, να διδάσκω στην Πάντειο το μάθημα Αμερικανική Διπλωματία και Στρατηγική μου έγινε πλήθος προτάσεων για καλοπληρωμένα ταξίδια στις ΗΠΑ καθώς και άλλα παρόμοια «έμμεσα οφέλη» (δεν γνωρίζω αν θα ακολουθούσαν προτάσεις για πιο «σκληρά» οφέλη). Μόλις λοιπόν έγινε φανερό πως δεν είμαι στοχαστικά ή άλλως πως «στρατεύσιμος», προς τιμή μου νομίζω, αλλά και προς μεγάλη μου ικανοποίηση κόπηκαν όλες οι επαφές τα τελευταία οχτώ χρόνια. Προς μεγάλη μου επίσης ικανοποίηση επειδή απελευθερώθηκε πολύτιμος χρόνος, κόπηκαν ακόμη και προσκλήσεις σε κάποιες κοινότυπες και ανιαρές δεξιώσεις ή γεύματα που απ’ ότι γνωρίζω πολλοί συχνάζουν. Σημειώνω πως ως πρώην στέλεχος των διπλωματικών υπηρεσιών δεν με εκπλήττουν τέτοιες στάσεις (ή προτάσεις). Είναι γνωστό πως αποτελούν το κύριο έργο των διπλωματικών αντιπροσώπων ενός κράτους. Για τον ίδιο λόγο επίσης γνωρίζω πως ο διπλωμάτης που δεν σέβεται μια αξιοπρεπή στάση και την άρνησή κάποιου να «στρατευτεί» και ξεκόβει έτσι απότομα κάθε είδους σχέσεις με ένα «ιθαγενή» στοχαστή, δεν είναι καλός διπλωμάτης.  

[9] Για τη θεμελίωση της θέσης πως όλες οι καλές θεωρίες διεθνών σχέσεων εντάσσονται στη θουκυδιδεια παράδοση, βλ. Ήφαιστος 2001 κεφ. 11.

[10] Οπότε ισχύει πως «ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα» και όχι πως «η πολιτική συνέχεια του πολέμου με άλλα μέσα».

[11] Στο κλασικό σύστημα πόλεων αυτό αποτελούσε ύψιστης σημασίας κώδικα τον οποίο οι

Αθηναίοι όταν λησμόνησαν καταστρέφοντας τις αντίπαλες ηττημένες πόλεις μετά από ένα πόλεμο, έγινε μια βασική αιτία συσπείρωσης των υπόλοιπων πόλεων γύρω από την Σπάρτη.

[12] Το θέμα είναι βαθύτατης σημασίας: Ακόμη και αν ένας στοχαστής δεν είναι πολιτικά στρατευμένος αλλά απλώς αμαθής ως προς τον πόλεμο, η λανθασμένη αντίληψη του πολέμου ως «εκδίκησης αίματος» τον οδηγεί σε τεράστια λογικά σφάλματα, τεράστιες αυθαίρετες εκλογικεύσεις και γενικά διολίσθηση σε ανοησίες που τον καθιστούν επικίνδυνο τη χώρα του και τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Έτσι, υπογραμμίζω ξανά, ένας τέτοιος ανόητος και αμαθής, θα σύγχυζε την ισορροπία ισχύος (που συμβολίζει το αντίθετο με του «machpolitik») με το «machpolitik», τον Παναγιώτη Κονδύλη με … ιέρακες, τον υπογράφοντα ως ακραίο εθνικιστή κτλ. Τέτοιες αφέλειες, βεβαίως αν και ρυπαίνουν στοχαστικά τη διεθνολογική σκέψη με πνευματικά περιττώματα, αχρείαστες εμπάθειες και αγοραίου επιπέδου επιστημονικοφανείς «αναλύσεις», αποτελούν εν τούτοις πολύτιμο υλικό στο παιχνίδι ανακατανομών εδάφους και κυριαρχίας. Αν μη τι άλλο, όπως ήδη υποστήριξα, η στοχαστική αποβλάκωση της κοινωνίας, των φοιτητών και της πολιτικής ηγεσίας όταν διευρύνεται δεν μπορεί να μη έχει συνέπειες.  

[13] Ενδεχομένως να ισχύουν αμφότερα. Σε κάθε περίπτωση, τυχόν υπαινιγμός πως έπρεπε η Ελλάδα να εκδικηθεί κτυπώντας τα Τίρανα ή άλλες αλβανικές πόλεις προδίδει στοχαστική αναπηρία και ανικανότητα να μιλήσει κάποιος με επιστημονικούς όρους. Ασφαλώς, προδίδει επίσης, όπως ήδη τόνισα, έσχατη αγραμματοσύνη για το σημαντικότερο φαινόμενο των διεθνών σχέσεων, δηλαδή τον πόλεμο.

[14] Για ιδεολογικούς λόγους που εξήγησα σε προηγούμενο κεφάλαιο σε αναφορά με τους «κριτικούς κονστρουκτιβιστές», ή για άλλους λόγους που υπαινίχθηκα σε προηγούμενες υποσημειώσεις μου.

[15] Όποιος μελετήσει τις θέσεις της αμερικανικής ηγεσίας τους πρώτους μήνες μετά το τρομοκρατικό κτύπημα θα διαπιστώσει πως ακόμη και αυτοί ήταν διχασμένη. Από τη μια πλευρά ο «θουκυδίδειος» υπουργός εξωτερικών Πάουελ που πίεζε για εγκράτεια και από την άλλη πλευρά ιέρακες που ερωτοτροπούσαν με άνευ ορίων καταχρηστική και υπερβολική άσκηση βίας.  

[16] Η θέση αυτή δεν είναι ειρωνική ή ρητορική. Η εξέλιξη της κρίσης μετά το τρομοκρατικό κτύπημα άλλαξε τον τρόπο ζωής των αμερικανών σε βαθμό που τίθενται σοβαρά ερωτήματα για το μέλλον αυτού του κράτους. Ασφαλώς, τέτοια ερωτήματα γίνονται ακόμη πιο πραγματικά αν συνδέονται με αποσταθεροποίηση μεγάλων περιοχών του πλανήτη από τις οποίες εξαρτάται η ευημερία των ΗΠΑ και υπό ορισμένες προϋποθέσεις ακόμη και η επιβίωσή τους.

[17] Ο αναγνώστης θα παρατηρήσει πως με φόντο την κρίση του Μανχάταν προχωρώ σε θεωρητικές γενικεύσεις. Δεν κρίνω εν τούτοις αναγκαίο να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες ή σε ακριβείς δηλώσεις επειδή ο ενδιαφερόμενος τα βρίσκει εύκολα στο διαδίκτυο ή στα μέσα ενημέρωσης των κρίσιμων εβδομάδων της κρίσης.

Π. Ήφαιστος – P. Ifestos

www.ifestos.edu.grinfo@ifestos.edu.gr  www.ifestosedu.grinfo@ifestosedu.gr

 Twitter https://twitter.com/ifestosedu

Linkedin https://www.linkedin.com/in/panayiotis-ifestos-0b9382131/

Instagram https://www.instagram.com/p.ifestos/

Σχόλια