Άγγελος Συρίγος: ΟΧΙ σε δικαστήριο με χωρικά ύδατα 6ν.μ-Η Τουρκία δεν πρόκειται να κηρύξει πόλεμο στην Ελλάδα αν πάμε στα 12 ν.μ

Η προσφυγή στο διεθνές δικαστήριο 

Πάγια θέση της ελληνικής πλευράς είναι ότι το πρόβλημα της οριοθετήσεως της υφαλοκρηπίδας

του Αιγαίου (που είναι η μόνη αποδεκτή διαφορά μεταξύ των δύο πλευρών) μπορεί να επιλυθεί μόνον με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ή σε άλλο διεθνές δικαιοδοτικό όργανο). 

Το 1996, μετά την Κρίση των Ιμίων, η τότε ελληνική κυβέρνηση δεσμεύθηκε πολιτικά ότι θα αποδεχόταν προσφυγή της Τουρκίας για το καθεστώς των δύο συγκεκριμένων νησίδων (ή γενικότερα για τις «γκρίζες ζώνες»), αρκεί να είχε την πρωτοβουλία η τουρκική πλευρά. Παράλληλα, το 1994 η Ελλάδα με δήλωσή της αποδέχθηκε υπό τον όρο της αμοιβαιότητας τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου. Εξαιρέθηκε ρητώς από την αρμοδιότητα του δικαστηρίου οποιαδήποτε διαφορά συνδέεται με στρατιωτικά μέτρα αμυντικού χαρακτήρα που ελήφθησαν από την Ελλάδα για λόγους εθνικής άμυνας, δηλαδή εξαιρέθηκε το θέμα της στρατιωτικοποιήσεως των νησιών του Αιγαίου. Η τουρκική πλευρά αντιστοίχως προκρίνει τις διμερείς διαπραγματεύσεις οι οποίες θα οδηγήσουν σε «συνολική συμφωνία» για όλα τα θέματα που θέτει στο Αιγαίο. Μέχρι το 1996 η Τουρκία απέρριπτε τη λογική της προσφυγής σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο. Μετά την Κρίση στα Ίμια εμφανίζεται να αποδέχεται τη δικαστική επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών, περιλαμβανομένης και της υφαλοκρηπίδας, αλλά ως μέρος μίας ευρύτερης διαπραγματευτικής διαδικασίας. Τι ακριβώς θα μπορούσε να περιμένει κάποιος από την προσφυγή σε ένα δικαιοδοτικό όργανο, όπως είναι το Διεθνές Δικαστήριο; Θεωρητικώς οι απαντήσεις είναι οι ακόλουθες: 

• Να επιλύσει άπαξ διά παντός τις ελληνοτουρκικές διαφορές. 

• Να επιλύσει το θέμα της οριοθετήσεως της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ. 

• Να νομιμοποιήσει μία ειλημμένη απόφαση που δεν μπορεί να παρουσιασθεί στην κοινή γνώμη ως αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων. • Να λειτουργήσει ως εναλλακτική λύση στο αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων. 

i. Επίλυση όλων των ελληνοτουρκικών διαφορών 

Θα μπορούσαν να παραπεμφθούν συλλήβδην στο Διεθνές Δικαστήριο όλα τα διμερή θέματα Ελλάδος-Τουρκίας; Θεωρητικώς, ναι. Άλλωστε, κατ’ αρχήν η Ελλάδα έχει επιλέξει να κινηθεί με γνώμονα το διεθνές δίκαιο. Θα αποτελούσε μίας άλλης μορφής «συνολική συμφωνία»; Η δικαστική προσφυγή θεραπεύει το βασικό πρόβλημα της «συνολικής συμφωνίας». Διατηρεί το πλαίσιο επιλύσεως εντός του διεθνούς δικαίου (εκτός εάν κατά την προσφυγή τα δύο μέρη ζητήσουν από το δικαστήριο να αποφασίσει εκτός δικαιικού πλαισίου, κατά το ορθό και το ίσο [ex aequo et bono], πράγμα απίθανο). Στο επιχείρημα ότι η δικαστική προσφυγή θα επιβράβευε την τουρκική κακοπιστία, που εκφράστηκε με την έγερση ενός τόσο μεγάλου φάσματος θεμάτων, θα μπορούσε να αντιπαρατεθεί ότι ταυτοχρόνως θα ακύρωνε την τουρκική τακτική. Το πιο σημαντικό πρόβλημα είναι ότι, ακόμη και εάν η ελληνική πλευρά αποδεχόταν την παραπομπή όλων των θεμάτων, θα παρέμενε μία εξαίρεση. Ως γνωστόν, από το 1994 η Ελλάδα έχει εξαιρέσει από την αρμοδιότητα του Διεθνούς Δικαστηρίου τη στρατιωτικοποίηση των ανατολικών νησιών του Αιγαίου. Είναι ένα θέμα για το οποίο δεν μπορεί να υπάρξει υποχώρηση. Ενώ τα υπόλοιπα θέματα αφορούν στην έκταση της ελληνικής δικαιοδοσίας (dominium), η ύπαρξη στρατού πάνω στα ανατολικά νησιά του Αιγαίου αναφέρεται στην άσκηση εξουσίας (imperium). Άπτεται των ζωτικών συμφερόντων της χώρας. Επομένως, η Τουρκία θα κληθεί να προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο αφήνοντας εκκρεμές ένα σημαντικό θέμα. Υπενθυμίζεται ότι, ως υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, ο Ισμαήλ Τζεμ είχε δηλώσει ότι η χώρα του δεν μπορεί να δεχθεί την παραπομπή του ζητήματος των Ιμίων στο Διεθνές Δικαστήριο χωρίς παράλληλη παραπομπή και του θέματος της στρατιωτικοποιήσεως των Δωδεκανήσων. Επιπλέον, τουλάχιστον μετά το 2010 η Τουρκία εμφανίζεται πρόθυμη να προσφύγει ακόμη και στο Διεθνές Δικαστήριο προκειμένου να επιλυθούν τα ελληνοτουρκικά προβλήματα, «αρκεί να παραπεμφθούν όλα τα θέματα και όχι μόνον αυτό της υφαλοκρηπίδας». Ακόμη όμως και εάν η Τουρκία αποδεχόταν την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο με την εξαίρεση της στρατιωτικοποιήσεως των νησιών, ποιες θα ήταν οι πιθανότητες δικαιώσεως των ελληνικών θέσεων επί τη βάσει του διεθνούς δικαίου; 

• Δικαίωμα επεκτάσεως των ελληνικών χωρικών υδάτων: περίπου βεβαιότητα για ικανο- ποίηση των ελληνικών θέσεων. 

• Απειλή βίας ή χρήσεως βίας: περίπου βεβαιότητα για ικανοποίηση των ελληνικών θέσεων. 

• FIR Αθηνών-Ζώνες Έρευνας και Διασώσεως (στον βαθμό που θα εξακολουθήσουμε να κατέχουμε τα απαραίτητα τεχνικά μέσα για να ελέγχουμε τον χώρο ευθύνης μας): πε- ρίπου βεβαιότητα για ικανοποίηση των ελληνικών θέσεων. 

• Γκρίζες ζώνες: πολύ ισχυρή πιθανότητα ικανοποιήσεως των ελληνικών θέσεων. 

• Οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας Αιγαίου: ισχυρή πιθανότητα ικανοποιήσεως των ελληνικών θέσεων. 

• Ορισμός συγκεκριμένων περασμάτων ως διεθνών στενών ναυσιπλοΐας από τα πολλαπλά που υπάρχουν: σημαντική πιθανότητα ικανοποιήσεως των ελληνικών θέσεων. 

• Εναέριος χώρος 10 μιλίων ενώ τα χωρικά ύδατα παραμένουν 6 μίλια: μικρή πιθανότητα ικανοποιήσεως των ελληνικών θέσεων 

• Τα επιχειρησιακά όρια του ΝΑΤΟ (αντικείμενο διαπραγματεύσεως μόνον εντός ΝΑΤΟ). 

ii. Οριοθέτηση μόνον της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ 

Η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου είναι πράγματι ένα θέμα με το οποίο θα μπορούσε να ασχοληθεί το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Το συγκεκριμένο δικαστήριο έχει άλλωστε πολύ μεγάλη εμπειρία από ανάλογες οριοθετήσεις. Επειδή, προφανώς, εκτός από την υφαλοκρηπίδα θα υπάρχει πρόβλημα και με την ΑΟΖ του Αιγαίου (όταν αυτή κηρυχθεί), στο δικαστήριο μπορεί να παραπεμφθεί και η οριοθέτηση της ΑΟΖ. Μετά την Κρίση των Ιμίων και τη θεωρία των γκρίζων ζωνών που ανέπτυξε η Τουρκία, το θέμα υποκρύπτει μία σοβαρή παγίδα για την ελληνική πλευρά. Πιο συγκεκριμένα, η Τουρκία αμφισβητεί τις γραμμές βάσεως από τις οποίες θα χαραχθεί η υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ. Πρόκειται για άγνωστο αριθμό νησίδων, οι οποίες δεν αναφέρονται ούτε ρητώς ούτε εμμέσως στις συνθήκες ειρήνης. Κατά την Τουρκία, αυτές οι νησίδες ούτε γειτνιάζουν ούτε εξαρτώνται οικονομικά(κατά την ορολογία των συνθηκών της Λωζάννης, 1923, και των Παρισίων, 1947) από νησιά τα οποία κατονομάζονται στις διεθνείς συνθήκες. Επομένως, πρώτο θέμα της δικαστικής επιλύσεως θα πρέπει να είναι η διαπίστωση της κυριαρχίας σε αυτές τις νησίδες. Από εκεί θα ξεκινούν οι γραμμές βάσεως για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Μόνον μετά από αυτήν τη διαπίστωση θα μπορεί το δικαστήριο να προχωρήσει στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας/ ΑΟΖ. Έτσι η Τουρκία, καλυπτόμενη πίσω από το θέμα της υποτιθέμενης ασάφειας της κυριότητας επί κάποιων νησίδων, θα έχει διασφαλίσει ότι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ θα έλθει ως δεύτερο θέμα στην κρίση του δικαστηρίου μετά τη διαπίστωση της κυριότητας επί των νησίδων. Όπως έχει ήδη επισημανθεί στο σχετικό κεφάλαιο για τις συνέπειες της Κρίσεως των Ιμίων, το Διεθνές Δικαστήριο έχει την τάση –αλλά και τη δεξιοτεχνία– να καταλήγει σε δίκαιες αλλά ταυτοχρόνως ισορροπημένες αποφάσεις. Η έννοια της ισορροπίας έγκειται στο ότι πολλές φορές εξαντλεί τα όρια της διακριτικής ευχέρειας εντός του νόμου για να δώσει τη δυνατότητα ακόμη και στην κατ’ ουσίαν ηττημένη πλευρά να εντοπίσει κάποια θετικά σημεία στην τελική απόφαση. Η τάση αυτή του Διεθνούς Δικαστηρίου διευκολύνεται εάν η προσφυγή αφορά σε δύο θέματα: (α) στην τύχη δεκάδων νησιωτικών εδαφών και (β) στην οριοθετήση της υφαλοκρηπίδας. Το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να δικαιώσει πλήρως την ελληνική πλευρά στο θέμα των «γκρίζων ζωνών», όπου τα ελληνικά νομικά επιχειρήματα είναι εξαιρετικά ισχυρά. Παραλλήλως, μπορεί να εξισορροπήσει την απόφαση κατά της Τουρκίας αποδίδοντας μεγαλύτερη υφαλοκρηπίδα στις τουρκικές ακτές απ’ όση αναμένεται ότι δικαιούνται, δεδομένου ότι στο συγκεκριμένο θέμα έχει μεγάλη διακριτική ευχέρεια με την επίκληση των ασαφών «σχετικών περιστάσεων». Πέραν αυτού, είναι εξαιρετικά σημαντικό για την Ελλάδα να μην προσφύγει στο δικαστήριο για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ με το παρόν εύρος των χωρικών υδάτων. Η αύξηση των χωρικών υδάτων είναι απαραίτητη, διότι το δικαστήριο θα αποφασίσει με τα δεδομένα της συγκεκριμένης χρονικής στιγμής. Εάν η Ελλάδα έχει χωρικά ύδατα 6 μιλίων, το δικαστήριο θα προχωρήσει στην οριοθέτηση με αυτή την παραδοχή. Θεωρητικώς, το δικαστήριο δύναται κατά τη διαδικασία οριοθετήσεως να λάβει υπ’ όψιν του την ύπαρξη δικαιώματος επεκτάσεως των ελληνικών χωρικών υδάτων. Αυτό όμως δεν είναι υποχρεωτικό. Η πιθανή αύξηση των χωρικών υδάτων είναι μία από τις «σχετικές περιστάσεις» και το κατά πόσον θα ληφθεί υπ’ όψιν εναπόκειται στην κρίση του δικαστηρίου. Αντιθέτως, το δικαστήριο θα λάβει υποχρεωτικώς υπ’ όψιν του το όποιο εύρος των χωρικών υδάτων των δύο πλευρών έχει ήδη θεσμοθετηθεί. Μετά την απόφαση θα είναι πρακτικώς αδιάφορη η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων, αφού η υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ θα έχει οριοθετηθεί. 

iii. Νομιμοποίηση ειλημμένης αποφάσεως 

Είναι βέβαιον ότι οποιαδήποτε διμερής συμφωνία είτε για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας είτε για κάποιο από τα θέματα που θέτει μονομερώς η Τουρκία θα απέχει από τις εκατέρωθεν εκπεφρασμένες διαπραγματευτικές θέσεις των δύο χωρών. Οι διαπραγματευτικές θέσεις εκφράζουν το μάξιμουμ των απαιτήσεων. Επί παραδείγματι, στο θέμα της οριοθετήσεως της υφαλοκρηπίδας η οριοθέτηση, σύμφωνα με την Ελλάδα, πρέπει να λάβει χώρα ανάμεσα στις ανατολικές ακτές των ελληνικών νησιών του Αιγαίου και τις έναντι κείμενες μικρασιατικές ακτές. Σύμφωνα με την Τουρκία η οριοθέτηση θα πρέπει να της αποδώσει τις θαλάσσιες περιοχές για τις οποίες είχε εκχωρήσει άδειες διερευνήσεως και εκμεταλλεύσεως το 1973, το 1974 και στην τουρκική κρατική εταιρεία πετρελαίου ΤΡΑΟ . Οι περιοχές αυτές εκτείνονται μέχρι τον 25ο μεσημβρινό, δηλαδή περίπου στο μέσον του βόρειου Αιγαίου. Είναι πολύ πιθανόν ότι τμήμα της κοινής γνώμης των δύο χωρών θα αντιδράσει εάν διαπιστώσει ότι με τη συμφωνία υπάρχει μείωση της εκτάσεως της υφαλοκρηπίδας που διεκδικείται με βάση τις μαξιμαλιστικές διαπραγματευτικές θέσεις. Η προσφυγή στο δικαστήριο θα επέτρεπε στις δύο κυβερνήσεις να εμφανίσουν στη συνήθως δύσπιστη κοινή γνώμη των χωρών τους τη μεταξύ τους συμφωνία ως «υποχρεωτική» απόφαση ενός δικαιοδοτικού οργάνου. Προϋπόθεση για αυτό είναι η υπογραφή ενός συνυποσχετικού το οποίο, με τη διατύπωση του, ουσιαστικά θα κατευθύνει το δικαστήριο να υιοθετήσει λύση όμοια με αυτή στην οποία θα έχουν ήδη καταλήξει ατύπως οι δύο κυβερνήσεις. Κάτι τέτοιο είχε προδιαγραφεί τον Νοέμβριο του 1976, όταν παράλληλα με το Πρακτικό της Βέρνης είχε συνυπογραφεί και ένα σύντομο εμπιστευτικό πρακτικό. Ελλάδα και Τουρκία συμφωνούσαν να «υποβάλουν προς έγκριση» στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ή σε άλλο δικαιοδοτικό όργανο οποιαδήποτε συμφωνία στην οποία θα κατέληγαν. Ήταν προφανές ότι τα δύο μέρη επιθυμούσαν να μεταφέρουν το βάρος της αποδοχής μίας τέτοιας συμφωνίας σε ένα δικαιοδοτικό όργανο.5 iv. Εναλλακτική λύση στο αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων 

Τέλος, θα μπορούσε η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο να λειτουργήσει ως διέξοδος στην περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις σε κάποιο θέμα αποτύχουν. Κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε την ύπαρξη διαπραγματευτικής στρατηγικής εκ μέρους της Ελλάδος. Αυτό θα εσήμαινε ότι έχουμε επιλέξει το πεδίο στο οποίο θα διαπραγματευθούμε. Το δικαστήριο θα λειτουργούσε ως εναλλακτική λύση σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων στο συγκεκριμένο πεδίο και μόνον. 

v. Συμπέρασμα 

Η «δικαστικολογία» επί παντός θέματος που αναφέρεται τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ανοίγει την πόρτα για συνολική διαπραγμάτευση του Αιγαίου είτε στις αίθουσες του Διεθνούς Δικαστηρίου στην καλύτερη περίπτωση, είτε σε διμερές επίπεδο υπό την τουρκική στρατιωτική απειλή και την πίεση τρίτων χωρών. Η θέση ότι επιθυμούμε την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου (και στο μέλλον της ΑΟΖ) είναι αξιοπρεπής και εύσχημη. Χρειάζεται όμως προσοχή, διότι κρύβει παγίδες. Η συνολική δικαστική επίλυση δεν είναι εφικτή, λόγω του εύρους των θεμάτων που θέτει η Τουρκία. Η δικαστική διευθέτηση θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο μίας γενικότερης διαπραγματεύσεως με την Τουρ- κία. Πιο συγκεκριμένα, η πιθανότητα προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο απαιτεί ολοκληρωμένη στρατηγική διαπραγματεύσεων, που θα καθοδηγεί τα βήματά μας μέχρι να φτάσουμε στη Χάγη. Η χώρα που θα πάρει την πρωτοβουλία θα υποχρεώσει την άλλη να την παρακολουθήσει. Για να μπορούμε να διαπραγματευθούμε, πρέπει να γνωρίζουμε καλά τα ακόλουθα σημεία: 

α. Σε ποιο πεδίο θα διαπραγματευθούμε (π.χ. δεν συμφέρει να διαπραγματευθούμε για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, διότι, ενώ η συζήτηση θα είναι αδιέξοδη, αφού οι θέσεις των δύο χωρών δεν έχουν αλλάξει, θα δίνει τη δυνατότητα στην άλλη πλευρά να θέσει θέματα κυριαρχίας [«γκρίζες ζώνες»]. Θα πρέπει να απεμπλακούμε από τη λογική της υφαλοκρηπίδας). β. Ποια είναι τα διαπραγματευτικά μας όπλα, που καλό είναι να υποστηρίζονται από τη διεθνή πρακτική χωρίς εξαιρέσεις, και δεν επιτρέπουν στην άλλη πλευρά να θέσει παρεπόμενα θέματα. 

γ. Ποιο είναι το έσχατο σημείο υποχωρήσεων και τι δεν διαπραγματευόμαστε. 

Μερική επίλυση σοβαρών προβλημάτων 

Ως πλέον ρεαλιστική φαίνεται η επιλογή της επιλύσεως κάποιων σοβαρών ζητημάτων που θέτει η Τουρκία, κυρίως στο Αιγαίο. Κάποια άλλα θέματα θα παραμείνουν εκκρεμή για πολλά χρόνια. Δεν είναι απαραίτητο να λυθούν όλα τα θέματα σε μία μακροχρόνια διένεξη. Όσα θέματα παραμείνουν εκκρεμή θα πρέπει να μη θίγουν (κατά το δυνατόν) άμεσα τα συμφέροντα της Τουρκίας· να είναι υψηλής συμβολικής αλλά μικρής πρακτικής σημασίας για την Τουρκία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν θα δημιουργούν εντάσεις ικανές να οδηγήσουν σε πολεμική σύγκρουση. i. Αύξηση των ελληνικών χωρικών υδάτων 

Σπάνια μία κίνηση μπορεί να αλλάξει τόσο ριζικά τα δεδομένα στις σχέσεις των δύο χωρών, όσο η αύξηση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια. Πρόκειται για μονομερές ελληνικό δικαίωμα. Έχει ασκηθεί από όλα τα παράκτια κράτη στον κόσμο πλην της Ελλάδος. Η αύξηση των ελληνικών χωρικών υδάτων δεν πρόκειται να επηρεάσει τους πλόες των εμπορικών πλοίων. Ούτως η άλλως τα εμπορικά πλοία ακολουθούν πάντα τη συντομότερη οδό και δεν ενδιαφέρονται εάν πλέουν σε χωρικά ύδατα ή ανοιχτές θάλασσες. Η συντριπτική πλειοψηφία τους προτιμά να ασκεί το δικαίωμα αβλαβούς διελεύσεως διαπλέοντας το στενό του Καφηρέως ανάμεσα στην Άνδρο και την Εύβοια (Κάβο Ντόρο), παρά να πηγαίνει από το μοναδικό πέρασμα ανοιχτής θάλασσας που συνδέει το βόρειο με το νότιο Αιγαίο, ανάμεσα στις Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα. Οι συνέπειες ως προς τα ξένα πολεμικά πλοία (και τα ξένα πολεμικά αεροσκάφη) θα περιλάβουν τη δραματική μείωση των διεθνών υδάτων στο Αιγαίο, όπου μπορούν να διεξαχθούν πολεμικά γυμνάσια. Στα χωρικά ύδατα τα πολεμικά πλοία θα ασκήσουν είτε το δικαίωμα της αβλαβούς διελεύσεως είτε, στην περίπτωση των διεθνών στενών, το δικαίωμα του πλου διελεύσεως. Ακούγεται συχνά ότι θα πρέπει να αποφύγει η Ελλάδα την επέκταση των χωρικών της υδάτων, για να μη μετατραπεί το Αιγαίο σε «ελληνική λίμνη». Είναι ενδιαφέρον ότι σε οποιονδήποτε τρίτο αυτή η επιχειρηματολογία περί «ελληνικής λίμνης» είναι ακατανόητη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η διεθνής μη κυβερνητική οργάνωση International Crisis Group. Θεωρείται ότι οι αναλύσεις της (ιδίως στο Κυπριακό) απέχουν του διεθνούς δικαίου και προσεγγίζουν περισσότερο τις τουρκικές αντιλήψεις. Παρ’ όλ’ αυτά, σχετική έκθεσή της τον Ιούνιο του 2011 έχει ως βασική θέση ότι η Ελλάδα έχει δικαίωμα επεκτάσεως των χωρικών της υδάτων στα 12 μίλια. Μοναδική προϋπόθεση κατά την οργάνωση είναι η δημιουργία διαδρόμων ανοιχτής θάλασσας που θα οδηγούν στα μεγάλα τουρκικά λιμάνια και στον Ελλήσποντο. Επίσης, πρέπει να παρατηρηθεί ότι σε λίμνες δεν υπάρχει ούτε αβλαβής διέλευση, ούτε πλους διελεύσεως, ούτε διεθνή στενά. Το Αιγαίο είναι θάλασσα. Η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας θεσπίσθηκε ακριβώς για να αντιμετωπίσει τέτοιες καταστάσεις. Σε τελική ανάλυση, το Αιγαίο δεν μπορεί να έχει μεγαλύτερη στρατηγική σημασία από το θαλάσσιο στενό του Ορμούζ, από το οποίο περνά καθημερινώς ο μεγαλύτερος όγκος πετρελαίου προς τη Δύση. Το στενό του Ορμούζ ανήκει καθ’ ολοκληρίαν στα χωρικά ύδατα του Ιράν και του Ομάν. Όταν το Ιράν και το Ομάν επέκτειναν το 1978 τα χωρικά τους ύδατα στα 12 μίλια, κανείς δεν εναντιώθηκε σε αυτή την κίνηση. Στο Αιγαίο πιθανόν να ισχύουν ειδικές ή σχετικές περιστάσεις. Αυτές, όμως, συνδέονται με τις μακριές αλυσίδες (ελληνικών) νησιών που εκτείνονται σε μεγάλη απόσταση από τις ακτές. 

ii. Επιπτώσεις της αυξήσεως των χωρικών υδάτων στα ελληνοτουρκικά ζητήματα 

Με την αύξηση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια οι περισσότερες από τις τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο θα τερματισθούν ή θα καταστούν άνευ σημασίας. Πιο συγκεκριμένα: 

• Το σοβαρότατο πρόβλημα του διαφορετικού εύρους του εναερίου χώρου (10 μίλια) εν σχέσει προς το εύρος των χωρικών υδάτων (6 μίλια) θα πάψει να υφίσταται. Ο εναέριος χώρος θα ταυτισθεί με τα χωρικά ύδατα με έκταση 12 ν. μίλια. 

• Η περιοχή της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου προς οριοθέτηση μετά την επέκταση θα περιορισθεί σε σημείο που θα καταστεί άνευ σημασίας. Πιο συγκεκριμένα, η θαλάσσια περιοχή του Αιγαίου υπό ελληνική κυριαρχία θα ανέλθει από το 43% στο 72%. Η τουρκική περιοχή θα ανέλθει στο 8,7%, αυξανόμενη μόνον κατά 1,2%. Από το 19% που απομένει ως ανοιχτή θάλασσα, μόνον το 5,1% είναι η επικαλυπτόμενη περιοχή της υφαλοκρηπίδας που διεκδικείται και από τις δύο χώρες. Αυτό οφείλεται στο ότι το 19% καλύπτει και περιοχές ανοιχτής θάλασσας, που είναι μακράν κάθε τουρκικής διεκδικήσες (π.χ. έξω από τον Θερμαϊκό ή ανάμεσα στις Κυκλάδες και την Πελοπόννησο ή την Κρήτη). Η λύση από εκεί και πέραν είναι απλή και μπορεί να γίνει μέσω διαπραγματεύσεων και χωρίς προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο. 

• Οι λεγόμενες «γκρίζες ζώνες» κυριαρχίας στο Αιγαίο θα χάσουν την πρακτική σημασία τους. Η Τουρκία έχει θέσει αυτό το θέμα για να «φορτώσει» ένα ακόμη ζήτημα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να καταστήσει τη δικαστική οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας δεύτερο κατά σειράν θέμα μετά τη διαπίστωση της κυριότητας επί κάποιων νησιών στο Αιγαίο. Μετά την αύξηση των χωρικών υδάτων, η τουρκική αμφισβήτηση θα έχει μόνον συμβολικό χαρακτήρα. 

• Τα όρια του FIR Αθηνών και τα όρια της Ζώνης Έρευνας και Διασώσεως στο Αιγαίο θα περιλαμβάνουν περιοχές ελληνικής κυριαρχίας σε ποσοστό 72% από τη θαλάσσια επιφάνεια του Αιγαίου. Η Τουρκία θα απονομιμοποιηθεί εντελώς στην προσπάθειά της να αλλάξει τα όρια. 

• Η ελεύθερη και ακώλυτη ναυσιπλοΐα στην περιοχή του Αιγαίου και η διατήρηση των σημερινών περιοχών ανοιχτής θαλάσσης στο Αιγαίο, όπου η Τουρκία διεξάγει στρατιωτικά γυμνάσια, θα επηρεασθούν σημαντικότατα. Ειδικώς, όμως, η ελεύθερη ναυσιπλοΐα μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών, όπως αναφέρεται κατωτέρω, για να περιορισθούν οι συνέπειες για την Τουρκία. 

• Το καθεστώς αποστρατιωτικοποιήσεως των ανατολικών νησιών του Αιγαίου θα παραμείνει ως ζήτημα για την Τουρκία. Στον βαθμό, όμως, που δεν σχετίζεται άμεσα με τα τουρκικά συμφέροντα θα έχει κυρίως συμβολικό χαρακτήρα. 

• Η αμφισβήτηση της υφαλοκρηπίδας του συμπλέγματος της Μεγίστης (Καστελόριζο) παραμένει ως ζήτημα. Είναι το μόνο θέμα που θίγει άμεσα τα τουρκικά συμφέροντα. 

iii. Οι διερευνητικές συνομιλίες και η επιλεκτική επέκταση των χωρικών υδάτων 

O μεγάλος κίνδυνος που διατρέχει η Ελλάδα είναι να δεχθεί συμβιβασμό στο θέμα της επεκτάσεως των χωρικών υδάτων αφήνοντας ανοιχτά άλλα θέματα, τα οποία στη συνέχεια θα αξιοποιήσει η Τουρκία από θέσεως ισχύος. Δυστυχώς, σε αυτή την παγίδα έπεσε η ελληνική πλευρά κατά τις διερευνητικές συνομιλίες μετά το 2001. Ένα από τα βασικά σημεία τα οποία συζητήθηκαν αφορούσε στην επιλεκτική επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων. Η διαπραγμάτευση επί του θέματος ήταν απόρροια μίας σχολής σκέψεως που λέει ότι η Ελλάδα μπορεί να παραιτηθεί από αυτό το δικαίωμά της παίρνοντας ανταλλάγματα σε άλλα πεδία των ελληνοτουρκικών διαφορών. Κατά τις διερευνητικές συνομιλίες έγιναν τρία σοβαρά λάθη: 

• Συζητήθηκε η αύξηση των χωρικών υδάτων, που είναι μονομερές δικαίωμα του παράκτιου κράτους. Για λόγους αρχής δεν μπορεί να τίθεται υπό διαπραγμάτευση. 

• Το θέμα της αυξήσεως των χωρικών υδάτων αντιμετωπίσθηκε με τρόπο που ακύρωνε τις θετικές του συνέπειες για την ελληνοτουρκική διαφορά. Η επίμαχη περιοχή της υφαλοκρηπίδας που διεκδικείται και από τις δύο χώρες στο ανατολικό Αιγαίο θα παρέμενε ανέπαφη. Επιπλέον, η Ελλάδα θα υποχωρούσε από τα 10 μίλια εναέριο χώρο, δημιουργώντας ένα περίπλοκο καθεστώς με διαφορετικά εύρη εναερίου χώρου αναλόγως εάν επρόκειτο για ηπειρωτικές ακτές, νησιά δυτικώς του 25ου μεσημβρινού και νησιά του ανατολικού Αιγαίου. 

• Η συζήτηση για επιλεκτική επέκταση έχει νόημα μόνον στο πλαίσιο μίας γενικότερης συμφωνίας. Η ελληνική πλευρά «προσφέρει» την επιλεκτική επέκταση και λαμβάνει ως αντάλλαγμα κάτι άλλο, εξ ίσου σοβαρό. Κατά τις διερευνητικές συνομιλίες, η αύξηση αντιμετωπίσθηκε per se, απομονωμένη από τις υπόλοιπες τουρκικές διεκδικήσεις. Ο κίνδυνος ήταν οι δύο πλευρές να κατέληγαν σε συμφωνία για το θέμα των χωρικών υδάτων αφήνοντας ανοιχτά όλα τα άλλα θέματα. 

iv. Η επέκταση και το casus belli 

«Επειδή γνωρίζω την ειδική σημασία που αποδίδουν ορισμένοι στις λέξεις “ψυχραιμία και νηφαλιότητα” ειδικά στο Υπουργείο Εξωτερικών, σημειώνω απλά ότι η σκέψη, η σύσκεψη και η περίσκεψη δεν μπορούν να είναι μόνιμα υποκατάστατα μίας πραγματικά δύσκολης πολιτικής απόφασης». Το βασικό πρόβλημα της προτεινόμενης λύσεως είναι ότι η αύξηση των χωρικών υδάτων μπορεί να οδηγήσει σε casus belli. Όσο και εάν η τουρκική απειλή είναι παράνομη, θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψιν κατά τον σχεδιασμό των ελληνικών κινήσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η απειλή μπορεί να συνιστά λόγο ακυρώσεως της ελληνικής πολιτικής. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να προηγηθεί συστηματική ενημέρωση των παραγόντων της διεθνούς πολιτικής σκηνής που χρησιμοποιούν το Αιγαίο είτε εμπορικά (χώρες Μαύρης Θάλασσας) είτε στρατιωτικά (ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία). Υπενθυμίζεται ότι στα τέλη της δεκαετίας του 1980 η αμερικανική πλευρά σε συζητήσεις με την ελληνική πλευρά είχε δεχθεί να γίνει αύξηση των ελληνικών χωρικών υδάτων υπό όρους. Είναι σημαντικό ότι τα ελάχιστα δεδομένα που είχαν ληφθεί τότε υπ’ όψιν από τις ΗΠΑ ήταν το εύρος του ελληνικού εναερίου χώρου των 10 μιλίων και οι δύο υπάρχουσες δίοδοι ανοιχτής θάλασσας μεταξύ βορείου και νοτίου Αιγαίου. Στην ενημέρωση θα πρέπει να περιληφθεί και η Τουρκία. Είναι φυσιολογικό οι διερευνητικές συνομιλίες της περιόδου 2002-2004 και 2009-2011 να της δημιούργησαν την προσδοκία ότι θα πρέπει να αναμένει επιλεκτική επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων. Αυτή η ατυχής περίοδος δεν κατέληξε σε κάποιο αποτέλεσμα και προφανώς δεν είναι δεσμευτική. Το θέμα της ενημερώσεως της Τουρκίας δεν θα αφορά στην αύξηση των ελληνικών χωρικών υδάτων. Πρόκειται περί ελληνικού αποκλειστικού δικαιώματος το οποίο δεν αποτελεί αντικείμενο συζητήσεων. Η ενημέρωση θα αναφέρεται σε παροχή διευκολύνσεων προς την Τουρκία για τη ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο. Τέτοιες διευκολύνσεις θα μπορούσαν να είναι η διατήρηση διαύλων ανοιχτής θάλασσας στα σημεία εκείνα όπου, υπό το εύρος των 6 μιλίων χωρικών υδάτων, ενώνεται το βόρειο με το νότιο Αιγαίο, καθώς και το Αιγαίο με τη Μεσόγειο.   Επειδή δεν αναμένεται οποιαδήποτε συναίνεση από τουρκικής πλευράς, θα πρέπει να διερευνηθεί τι μορφή μπορεί να έχει το casus belli. 

Είναι βέβαιον ότι η Τουρκία δεν πρόκειται να κηρύξει πόλεμο στην Ελλάδα. Το πιο πιθανόν θα είναι να αγνοήσει εμπράκτως την αύξηση της ελληνικής κυριαρχίας στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ 6 και 12 μιλίων. Αυτό μπορεί να γίνει με τουρκικές στρατιωτικές ασκήσεις στο Αιγαίο. Με αυτόν τον τρόπο, η Τουρκία θα προσπαθήσει να παρασύρει την Ελλάδα σε στρατιωτικό επεισόδιο. Είναι, επίσης πιθανή η προσφυγή της Τουρκίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Απώτερος τουρκικός στόχος θα είναι να υπάρξει παρέμβαση της διεθνούς κοινότητας που θα βάζει στην ίδια μοίρα τις δύο πλευρές και θα καλεί να αποφευχθούν ενέργειες (όπως η επέκταση των χωρικών υδάτων) που θα δυναμιτίζουν τη σταθερότητα και την ασφάλεια στην περιοχή. Η Ελλάδα θα πρέπει να σχεδιάσει τους τρόπους αντιμετωπίσεως των προκλήσεων στις οποίες θα προβούν οι Τούρκοι. Κάθε άλλο παρά υποχρεωτική είναι η (κινδυνολογούσα) άποψη που ορίζει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να βυθίζει κάθε τουρκικό πλοίο που παραβιάζει τα χωρικά της ύδατα. Η στάση της Κύπρου μετά τον Σεπτέμβριο του 2011 στις προκλητικές σεισμολογικές έρευνες του «Σισμίκ Ι», και ακολούθως του «Μπαρμπαρός Χαϊρεντίν Πασά», μέχρι τον Μάιο του 2014 σε περιοχές εντός της κυπριακής ΑΟΖ δείχνει ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι αντιμετωπίσεως τέτοιων ενεργειών. Στον σχεδιασμό μπορεί να περιλαμβάνεται η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο και η παροχή διευκολύνσεων στην Τουρκία για τη ναυσιπλοΐα. Στον βαθμό που είναι εφικτό, θα πρέπει να αποφευχθεί η προσφυγή στο Συμβούλιο Ασφαλείας. 

v. Οι κινήσεις μετά την επέκταση των χωρικών υδάτων 

Η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων είναι το πρώτο βήμα. Όταν με τον καιρό γίνει αποδεκτή από τη Τουρκία, οι δύο χώρες μπορούν να προχωρήσουν σε οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Τα δεδομένα που θα έχει δημιουργήσει η επέκταση των ελληνικών χωρικών θα διευκολύνουν κατά πολύ τη διαδικασία. Εάν υπάρχει επιθυμία από την τουρκική πλευρά, οι διαπραγματεύσεις μπορούν να προχωρήσουν και σε άλλα θέματα. Το θέμα της αποστρατιωτικοποιήσεως θα πρέπει να εξαιρεθεί από τις διαπραγματεύσεις. Επίσης, οι υποχωρήσεις σε κάθε θέμα πρέπει να είναι αμοιβαίες και ουσιαστικές. Είναι αποδεκτό κάποια από τις δύο πλευρές να κάνει το πρώτο βήμα, αλλά από εκεί και πέρα πρέπει να υπάρχει ανταπόκριση. Όταν η αντίπαλη πλευρά είναι η Τουρκία, η κάθε ελληνική κυβέρνηση κινδυνεύει να χάσει τη νομιμοποίησή της στην κοινή γνώμη όταν προβαίνει σε υποχωρήσεις χωρίς ανταλλάγματα.

(Αποσπάσματα από το βιβλίο του Άγγελου Συρίγου "Ελληνοτουρκικές Σχέσεις", Φεβρουάριος 2015)

Σχόλια