Γερμανικά πυρά κατά Μέρκελ-Σόιμπλε..


Η γερμανική κυβέρνηση πρέπει να αντλήσει μαθήματα από τις κακές διπλωματικές κινήσεις της στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης, εκτιμά ο Τόρστεν Μπένερ, διευθυντής του Global Public Policy Institute του Βερολίνου.
Την περασμένη Παρασκευή η γερμανική βουλή ψήφισε με μεγάλη πλειοψηφία υπέρ της έναρξης των διαπραγματεύσεων με την Ελλάδα με στόχο ένα τρίτο πακέτο βοήθειας.
Η οικονομική συνεισφορά της Γερμανίας στη διάσωση της Ελλάδας είναι τεράστια, ωστόσο η συμβολή αυτή δεν αναγνωρίζεται ανά την Ευρώπη. Η Γερμανία εκλαμβάνεται ως η σκληρή και άκαρδη ηγεμόνας, η οποία στρέφεται ανελέητα σε βάρος μικρότερων χωρών που αρνούνται το πικρό φάρμακο της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Μετά τη Σύνοδο Κορυφής το βράδυ της 11ης προς τη 12η Ιουλίου η κριτική σε βάρος της γερμανικής κυβέρνησης εκτοξεύθηκε στα ύψη. Οι αντιδράσεις ήταν σφοδρές. Η πορτογαλική εφημερίδα Publico έκανε λόγο για «το Σαββατοκύριακο που σκότωσε την ευρωπαϊκή ιδέα», χαρακτηρίζοντας τον Σόιμπλε ως τον «μεγαλύτερο κίνδυνο για την Ευρώπη».
Πού ήταν ο Σταϊνμάιερ;

Για να αναλύσει κανείς τη ζημία που υπέστη η φήμη της Γερμανίας πρέπει να κατανοήσει τις ρίζες των αποτυχιών της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής. Καταρχήν κανείς από τους κορυφαίους γερμανούς πολιτικούς που διαδραμάτισαν κομβικό ρόλο στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης δεν ήταν διπλωμάτης. Οι αποφάσεις της Συνόδου ελήφθησαν μόνο από τρεις πολιτικούς: Μέρκελ, Σόιμπλε και Γκάμπριελ. Αυτοί είναι υπεύθυνοι και για το έγγραφο με τον φαινομενικά αθώο τίτλο «Comments on the latest greek proposal». Το έγγραφο αυτό συντάχθηκε από τεχνοκράτες του γερμανικού υπ. Οικονομικών που μετείχαν στις πολύμηνες διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα, όντας συναισθηματικά αναμεμειγμένοι στην όλη διαδικασία. Ο υπ. Εξωτερικών Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάιερ καθώς και γερμανοί διπλωμάτες καριέρας δεν έπαιξαν κανένα ρόλο στη λήψη αποφάσεων.
Τόσο η καγκελαρία όσο και το υπ. Οικονομικών υποβάθμισαν το ρόλο του υπ. Εξωτερικών. Αξιοσημείωτο είναι μάλιστα το γεγονός ότι ο επικεφαλής του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) Ζίγκμαρ Γκάμπριελ δεν φρόντισε να αναβαθμίσει το δημόσιο ρόλο του επίσης σοσιαλδημοκράτη Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάιερ στις διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα, παρά αρκέστηκε σε λαϊκιστικές τοποθετήσεις. Από την άλλη πλευρά, είναι σίγουρο ότι ο Σταϊνμάιερ, που συμμετείχε ενεργά και με επιτυχία στο τελικό στάδιο των διαπραγματεύσεων με το Ιράν στην πρόσφατη Διάσκεψη της Βιέννης, θα μπορούσε να είχε κάνει κάποια χρήσιμα σχόλια για το περίφημο έγγραφο Σόιμπλε (σσ.περί Grexit). Ένας έμπειρος διπλωμάτης όπως ο Σταϊνμάιερ θα μπορούσε εύκολα να διαγνώσει κάποια από τα επικοινωνιακά σφάλματα της γερμανικής κυβέρνησης.
Διπλωματικά σφάλματα και αναζήτηση ευθυνών
Πρώτο σφάλμα, οι συντάκτες του εγγράφου δεν έλαβαν υπόψιν τις εξελίξεις που είχαν μεσολαβήσει την εβδομάδα πριν από τη Σύνοδο και τη μεταστροφή της γαλλικής πολιτικής αναφορικά με το Grexit. Δεύτερο σφάλμα, η γερμανική κυβέρνηση δεν υποστήριξε με κανένα τρόπο το εν λόγω έγγραφο, αφήνοντας έτσι ένα ευρύ πεδίο για διάφορες ερμηνείες. Tρίτο σφάλμα, μολονότι το έγγραφο Σόιμπλε θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μέσο πίεσης, απέτυχε. Κι αυτό διότι ήταν λάθος να παρουσιαστεί μονομερώς, και όχι με την συνυπογραφή και άλλων χωρών. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων άλλες 14 χώρες συμμερίζονταν κεντρικά σημεία της γερμανικής οπτικής, ωστόσο στο τέλος η Γερμανία φάνηκε μόνη. Τέταρτο σφάλμα, το Ταμείο Ιδιωτικοποιήσεων, το οποίο σύμφωνα με την πρόταση Σόιμπλε θα είχε έδρα στο Λουξεμβούργο και θα ήταν υπό γερμανική εποπτεία, αφού πίσω του θα βρισκόταν η γερμανική αναπτυξιακή τράπεζα KfW. Ως προς το σημείο αυτό οι επικριτές καταφέρθηκαν εναντίον της Γερμανίας με περισσή ειρωνεία.
Σε κάθε περίπτωση την πολιτική ευθύνη για τη διπλωματική καταστροφή που ήταν απόρροια του σχεδίου Σόιμπλε και της κυβερνητικής τακτικής φέρει η καγκελάριος. Οι αντιδράσεις όμως που προκάλεσε το σχέδιο Σόιμπλε θα πρέπει να λειτουργήσουν σαν προειδοποίηση ότι στο μέλλον μια επιτυχημένη πολιτική διαχείρισης του ελληνικού αλλά και του ευρωπαϊκού ζητήματος δεν θα πρέπει να αφήνεται αποκλειστικά σε τεχνοκράτες και πολιτικούς αλλά και σε διπλωμάτες, που κατέχουν εν τέλει το θέμα της διπλωματικής επικοινωνιακής πολιτικής.
Τόρστεν Μπένερ

Σχόλια