Οι λεπτές ισρροπίες...

Του Γιώργου Τσακίρη

Την 1η Μαρτίου, στο δημοσιευμένο μου κείμενο με τον τίτλο «Κερδίσαμε;» και με αφορμή τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, είχα επισημάνει ότι « …η «δημιουργική ασάφεια» σε ένα κείμενο, μπορεί μεν να δίνει την ευχέρεια ερμηνείας του κατά το δοκούν από εκείνους που το διαβάζουν,
και θα πρέπει στη συνέχεια να το εξηγήσουν, στην πραγματικότητα όμως απλά παρατείνει στο σχετικά άμεσο μέλλον την αδήριτη ανάγκη της πλήρους εξήγησής του, σε συμφωνία και αγαστή συνεργασία μάλιστα όσων το έχουν υπογράψει.
Το μόνο λοιπόν που προσφέρει στην παρούσα φάση η ασάφεια των όρων, των λέξεων και των προτάσεων των κειμένων του Eurogroup, είναι η δημιουργία ενός «κενού χρόνου», μιας … «ανακωχής» θα έλεγε κανείς, μέχρις ότου ο καθένας από τους υπογράφοντες κληθεί εκ των πραγμάτων να έρθει και πάλι στο σημείο της αντιπαράθεσης, που προϋπήρχε της υπογραφής τους … Θετικό το γεγονός ότι αυτός ο «κενός χρόνος» μπορεί εκμεταλλευθεί από την ελληνική κυβέρνηση ώστε, βασιζόμενη στην ανωτέρω ασάφεια των όρων, προβεί στις πολιτικές και νομοθετικές εκείνες ενέργειες που θα ενισχύσουν τόσο το διαπραγματευτικό, όσο και το πολιτικό αλλά και  με κοινωνικό προσανατολισμό προφίλ της.

Χρειάζεται όμως ιδιαίτερη προσοχή ώστε οι ενέργειες αυτές να μην δημιουργήσουν ένα ασφυκτικό πλαίσιο διαπραγμάτευσης, εντός του οποίου η ίδια θα κληθεί να λειτουργήσει σε λίγους μήνες. Το μόνο σίγουρο όμως είναι ότι η νέα ελληνική κυβέρνηση, στο άμεσο προσεχές μέλλον, θα πρέπει να «διαλέξει τις θέσεις μάχης της» και ποιοι θα είναι απέναντί της. Το σενάριο μιας  -κατ’ αρχήν- «βελούδινης σύγκρουσης» με τους «εταίρους» και δανειστές μας είναι υπαρκτό, αλλά δεν  πρόκειται να μείνει εκεί.

Λεπτές σίγουρα οι ισορροπίες και δύσκολες οι αποφάσεις.»

Οι λεπτές λοιπόν ισορροπίες, κάποιοι τις αποκαλούν και «βάδισμα σε τεντωμένο σχοινί», που ήταν και είναι αναγκασμένη εκ των πραγμάτων να κρατά η σημερινή κυβέρνηση, είναι δεδομένο ότι δεν μπορούν να ισχύσουν για καιρό.

Μετά την υπογραφή της συμφωνίας της 12ης Ιουλίου, τόσο η κατάσταση -αρκετών πια- οξύμωρων σχημάτων που έχουν δημιουργηθεί στην ελληνική πολιτική σκηνή, όσο και η εμπειρία των μέχρι σήμερα διαπραγματεύσεων με τους «εταίρους» και δανειστές μας, αλλά και αυτών που έπονται, εξακολουθούν να δημιουργούν και μάλιστα να αυξάνουν σε ένταση, το ασφυκτικό εκείνο περιβάλλον μέσα στο οποίο οποιαδήποτε επαμφοτερίζουσα θέση, δεν μπορεί (και δεν πρόκειται) να γίνει δεκτή από κανέναν.

Στους αμέσως προσεχείς μήνες, αν όχι ημέρες, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να εγκαταλείψει την τακτική των «δύο προσώπων», ένα για το εσωτερικό και ένα για το εξωτερικό, και να οριστικοποιήσει τις πραγματικές της θέσεις.

Με δυο λόγια, είναι πρακτικά (και διαπραγματευτικά) αδύνατο, να «υιοθετεί» στο εσωτερικό της χώρας την ρητορική του «πραξικοπήματος» και της «συνθηκολόγησης» που μας επιβλήθηκε από τους «εταίρους» μας (κι αυτό αληθεύει), ενώ ταυτόχρονα γνωρίζει ότι με τους ίδιους ακριβώς «εταίρους» θα πρέπει να επαναδιαπραγματευτεί, επιδιώκοντας να γίνουν δεκτά τα αιτήματά της, κυρίως δε όσον αφορά την αναδιάρθρωση-απομείωση του ελληνικού δημοσίου χρέους, ακόμη κι εάν κάτι τέτοιο προβλέπεται στα όσα έχουν υπογραφεί.

Με ποιο σκεπτικό και κάτω από ποια πίεση, οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι τους οποίους κάποιοι κατηγορούν ανοιχτά ότι ουσιαστικά κατέλυσαν την δημοκρατία στην Ελλάδα, θα δεχθούν τα δίκαια αιτήματά μας, όταν αποδεδειγμένα δεν το έχουν πράξει μέχρι σήμερα ;

Για ποιον μάλιστα λόγο να το κάνουν, όταν γνωρίζουν ότι ο χρόνος λειτουργεί πλέον εις βάρος μας (πχ, στα μέσα Αυγούστου λήγουν και πάλι ομόλογα αξίας 3,5δις της ΕΚΤ) ;

Εάν λοιπόν η συμφωνία της 12ης Ιουλίου έγινε με το βαθύτερο σκεπτικό να κερδηθεί χρόνος, ο χρόνος αυτός α) δεν είναι απεριόριστος και β) ως αξία -σήμερα- βρίσκεται στα «χέρια των αντιπάλων».

Από την άλλη, η συμφωνία αυτή αποτέλεσε την αφορμή για την ανάδειξη των ήδη υπαρχόντων πολιτικών διαφορών, τόσο μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, όσο και στους Ανεξάρτητους Έλληνες.

Διαφορές που εάν μέχρι πρότινος -και μέχρι σήμερα- παραβλέπονταν για χάρη της κυβερνητικής σταθερότητας, είναι πλέον φανερό ότι θα οδηγήσουν σε καταστάσεις που α) δεν ευνοούν την διαπραγματευτική θέση της χώρας και β) είναι πολύ πιθανό να οδηγήσουν σε αλλαγές στο πολιτικό της σκηνικό.

Θα μπορούσε κανείς να πει ότι σήμερα η κυβέρνηση (και για διαφορετικούς λόγους) βρίσκεται στην ίδια περίπου θέση με την προηγούμενη κατά τους τελευταίους τρεις περίπου μήνες της θητείας της, όταν η κυβερνητική απραξία, που τότε από κάποιους περιγραφόταν ως «τα μολύβια κάτω», είχε ως γενεσιουργή της αιτία την αδιόρατη «απειλή» των πρόωρων εκλογών και της αλλαγής της πολιτικής κατάστασης στη χώρα (όπως αναφέρεται και πιο πάνω).

Τουλάχιστον έτσι η κατάσταση ενδεχομένως να «μεταφραστεί», από εκείνους ακριβώς με τους οποίους καλούμαστε να διαπραγματευτούμε.

Θεωρώ ως αρκετά πιθανό πλέον, η κυβερνητική σταθερότητα να αποτελέσει προαπαιτούμενο (όπως ακριβώς και τα πρόσφατα νομοσχέδια) από τους «εταίρους» μας, για μία «σωστή και με σοβαρότητα διαπραγμάτευση». Το ζήτημα δε της «εμπιστοσύνης» είναι επίσης πιθανό να κάνει και πάλι την «εμφάνισή» του κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων που έπονται.

Με τον τρόπο αυτό, ουσιαστικά θα επιδιωχθεί η πραγμάτωση ενός εκ των βασικότερων στόχων τους. Η δημιουργία στην Ελλάδα μιας πειθήνιας (συνεργάσιμης για κάποιους) κυβέρνησης η οποία θα κληθεί να εφαρμόσει τα μέτρα του τρίτου μνημονίου που είναι δεδομένο ότι θα υπάρξει ως συνέπεια μιας νέας δανειακής σύμβασης.

Μιας δανειακής σύμβασης και ενός μνημονίου που ήταν γνωστό σε όλους (από το 2010) ότι θα έπρεπε να υπάρξει, ακριβώς λόγω του ότι τα πέντε χρόνια των δύο προηγούμενων υφεσιακών προγραμμάτων-μνημονίων, δεν είχαν σκοπό τη διάσωση της χώρας, αλλά αυτή των γερμανικών και γαλλικών τραπεζών (στην 1η δανειακή) και των ελληνικών (στην 2η), ενώ ταυτόχρονα δημιουργούνταν οι κατάλληλες εκείνες συνθήκες εντός της χώρας, που θα την οδηγούσαν και πάλι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αλλά αυτή τη φορά σε ακόμη πιο δυσχερή θέση.

Δεν χωρά νομίζω καμία αμφιβολία ότι κυρίως με την υπογραφή της 2ης δανειακής σύμβασης τον Φεβρουάριο του 2012 από την κυβέρνηση Παπαδήμου και της τροποποίησής της τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου από την συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, το σύνολο σχεδόν των περιουσιακών στοιχείων της χώρας, παραδόθηκε «στα χέρια» των δανειστών, μέσω της παραίτησης από κάθε ασυλία τόσο της χώρας, όσο (και για πρώτη φορά) της Τράπεζας της Ελλάδας αλλά και του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ).

Η πραγματικότητα αυτή, το δεδομένο δηλαδή ότι σε περίπτωση μη ύπαρξης συμφωνίας την επόμενη μέρα (και για αρκετούς μήνες) δε θα υπήρχε τραπεζικό σύστημα στην Ελλάδα (με ότι αυτό συνεπάγεται), έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη συμφωνία της 12ης Ιουλίου. Και είναι αυτή που, σε συνδυασμό με τους πιθανούς εθνικούς κινδύνους που ενδεχομένως είτε θα «προκαλούνταν» από εξωγενείς παράγοντες, είτε ως συνέπεια μιας ευρείας κοινωνικής αναταραχής, οδήγησε το χέρι του πρωθυπουργού στην υπογραφή της συμφωνίας.

Αυτό όμως είναι κάτι που θα έπρεπε να γνωρίζει.

Εάν λοιπόν όλα τα ανωτέρω, ως εξήγηση ή λογική υπόθεση αληθεύουν, μοναδικά πλέον επιχειρήματα της θέλησης για την κατάκτηση (και διατήρηση) της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους Ανεξάρτητους Έλληνες, δεν μπορεί να ήταν (και να είναι) άλλα, από α) την πραγματική και σε βάθος διερεύνηση των ευθυνών όσων με τις αποφάσεις τους οδήγησαν τη χώρα στη σημερινή της κατάσταση και φυσικά την προσαγωγή τους στην δικαιοσύνη και β) μέσω των προηγούμενων ενεργειών και ως αποτέλεσμά τους, την αλλαγή του πολιτικού και μεγαλο-επιχειρηματικού περιβάλλοντος της χώρας και την «επαναφορά» ή αναπροσανατολισμό τους σε ένα υγιές και λειτουργικό σύστημα.

Κάτι που δεν θα μπορούσε (και δεν μπορεί) να γίνει -και δεν έγινε- με κυβερνήσεις οι οποίες περιελάμβαναν ή θα περιλαμβάνουν τα ίδια -πιθανόν- πρόσωπα τα οποία ενδεχομένως να φέρουν αυτές τις ευθύνες.

Αυτό είναι και το αφήγημα που θα πρέπει να υιοθετήσουν πλέον οι δύο σημερινοί συγκυβερνώντες πολιτικοί σχηματισμοί.

Και φυσικά να το θέσουν άμεσα σε εφαρμογή.

Δεν αρκεί όμως μόνον αυτό.

Άμεσα επίσης θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή ένα νέο στρατηγικά σχεδιασμένο πλαίσιο για την πραγματική και σε βάθος παραγωγική ανασυγκρότηση και ανάπτυξη της χώρας, με στόχους και προτεραιότητες που θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες της εθνικής οικονομίας και της κοινωνίας, σε τομείς όπου η χώρα μας έχει συγκριτικό πλεονέκτημα. Στο ίδιο ακριβώς στρατηγικό πλαίσιο θα πρέπει να περιγράφονται επακριβώς και οι τρόποι με τους οποίους θα καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για την μεσο-μακροπρόθεσμη άρση των δυσμενών επιπτώσεων που θα φέρουν στην ελληνική κοινωνία τα μέτρα που πρόκειται να επιβληθούν μέσω του 3ου μνημονίου.

Οι δύο ανωτέρω στόχοι πρέπει να τεθούν το δυνατό συντομότερο σε εφαρμογή, καθότι μπορούν -κατά τη γνώμη μου- να δημιουργήσουν τις ικανές αλλά και αναγκαίες συνθήκες, για την έξοδο της χώρας μας από την οικονομική και ανθρωπιστική κρίση που μαστίζει την ελληνική κοινωνία, τα τελευταία πέντε τουλάχιστον χρόνια.

Μετά δε και την δυσμενή κατάληξη των διαπραγματεύσεων, κρίνονται πλέον ως ελάχιστες απαιτήσεις του συνόλου των πολιτών που εμπιστεύθηκαν με την ψήφο τους στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου τους δύο συνεργαζόμενους κυβερνητικούς σχηματισμούς ΣΥΡΙΖΑ και Ανεξαρτήτων Ελλήνων.

Έχοντας ως δεδομένα ότι α) το πολιτικό περιβάλλον στην Ευρώπη δεν μπορεί να αλλάξει από την μια μέρα στην άλλη, αν και τα πρώτα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση έχουν ήδη γίνει με την Ελλάδα (για άλλη μία φορά) ως «πυροκροτητή» των εξελίξεων, και β) η ίδια η ελληνική κοινωνία, τουλάχιστον στην συντριπτική πλειονότητά της, δεν ήταν και δεν είναι έτοιμη για μία ρήξη η οποία θα οδηγούσε τη χώρα και τους πολίτες της σε καταστάσεις που θα θύμιζαν ανάλογες αρκετών δεκαετιών πίσω, αυτό που θα πρέπει να σκεφτούμε είναι ότι εμείς, ως λαός, δίνοντας το χέρι ο ένας στον άλλο όπως κάναμε πάντα, μπορούμε να οδηγήσουμε και πάλι την Ελλάδα στη θέση που της αξίζει.

Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο εάν συνεχίσουμε να παρέχουμε αν όχι την εμπιστοσύνη, τουλάχιστον την ανοχή μας σ’ εκείνους που με βαθύ αίσθημα ευθύνης, επωμιζόμενοι ένα κόστος -όπως κι εμείς- για το οποίο δεν ήταν υπεύθυνοι, αποφάσισαν να φέρουν εις πέρας αυτό το τιτάνιο έργο.

Κι αν η απογοήτευση (το λιγότερο) κυριαρχεί σήμερα ως συναίσθημα, είναι γνωστό ότι το δέντρο της αισιοδοξίας πότιζε πάντα η ελπίδα. 
http://georgetsakiris.blogspot.gr/

Σχόλια