Την αποτυχία του ευρώ παραδέχεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή !


Την αποτυχία του ευρώ παραδέχεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή !Tου Ambrose Evans-Pritchard, στην εφημερίδα The Telegraph
Δεν πίστεψα ποτέ ότι θα κατάφερνα να ζήσω μέχρι τη μέρα που ένας εν ενεργεία Ευρωπαίος Επίτροπος θα ανακοίνωνε ότι η υιοθέτηση του ευρώ ήταν μία «απερίσκεπτη» πράξη από τη στιγμή που δε συνοδευόταν από ένα δανειστή τελευταίας καταφυγής, ή από μία δημοσιονομική ένωση, για να το υποστηρίξει.
Ή ότι θα άκουγα ότι οι πολιτικές της ΟΝΕ
οδήγησαν σε έναν οικονομικό φαύλο κύκλο και σε μία καταστροφική ύφεση διπλού πυθμένα (double-dip), τα οποία οφείλονται αποκλειστικώς στο δυσλειτουργικό χαρακτήρα αυτού του μεγάλου ευρωπαϊκού πειράματος.
Ή ότι η ελληνική κρίση χρέους αντιμετωπίστηκε τσαπατσούλικα, γιατί οι Γερμανοί ηγέτες έτυχε εκείνη τη στιγμή να παίζουν πολιτικά παιχνίδια με τις εκλογές στη Βόρεια Ρηνανία – Βεστφαλία.
Ή ότι οι πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης που επιβλήθηκαν στα κράτη θύματα ήταν απάνθρωπες και εγγενώς αυτοκαταστροφικές.
Ή ότι το καθεστώς σταθεροποίησης της ΟΝΕ δεν έχει καταφέρει να θέσει τη νομισματική ένωση σε βιώσιμο βηματισμό, που να είναι ικανός να αποσπάσει την ευρύτερη πολιτική αποδοχή σε βάθος χρόνου.
Και όμως τα άκουσα όλα αυτά από το Λάζλο Άντορ (László Andor), ο οποίος τα ανέφερε σε μία αξιοπρόσεκτη ομιλία του στο Βερολίνο. Ο Ευρωπαίος Επίτροπος για την Απασχόληση και τις Κοινωνικές Υποθέσεις είναι πολύ κοντά σε μία πραγματική επανάσταση, κάτι που δε μας εκπλήσσει αφού η δουλειά του έχει να κάνει με τις τρομερές συνέπειες αυτών των πολιτικών.
Τουλάχιστον υπάρχει κάποιος που μιλά εκ μέρους της μετριοπαθούς Αριστεράς σε μία Ευρώπη της Ομερτά, όπου ο κώδικας σιωπής πνίγει την κριτική όλων αυτών που οι πολιτικές τους αξίες έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα. Η πρότασή του – για αρχή – είναι ένα πανευρωζωνικό σχέδιο απασχόλησης που θα λειτουργεί ως δημοσιονομικός σταθεροποιητής και θα επιμερίζει το βάρος από τα ασύμμετρα χτυπήματα μέσα στη ζώνη.
Είναι εντελώς σωστός, σε πρώτο στάδιο. Οι κυκλικές πολιτικές των περικοπών της λιτότητας (που βρίσκονται πολύ πέρα από τη θεραπευτική δόση) σε εκείνες τις χώρες που έχουν το μεγαλύτερο πρόβλημα – χωρίς να συνοδεύονται από κάποιο αντισταθμιστικό μαξιλάρι είτε της υποτίμησης του ευρώ, είτε πακέτων νομισματικής διέγερσης της οικονομίας – είναι πολιτικά εγκληματικές και θα κριθούν με το σκληρότερο τρόπο από τους ιστορικούς του μέλλοντος. Θέτουν σε κίνηση ένα φρικτό σπιράλ εργασιακής υστέρησης, απόσυρσης επενδύσεων και τεχνολογικής υποβάθμισης.
Όμως, οι ρομαντικές προτάσεις του δημιουργούν ένα διαφορετικό πρόβλημα, το οποίο είναι εξίσου δύσκολα διαχειρίσιμο. Ο κ. Αντορ δεν αναφέρθηκε σ’ αυτό το πρόβλημα, και φυσικά μπορώ να καταλάβω το γιατί, αφού η βασική επιπλοκή είναι το ότι η ΟΝΕ ως έχει σήμερα δε πρόκειται ποτέ να λειτουργήσει και άρα θα πρέπει να διαλυθεί με το λιγότερο τραυματικό τρόπο, πριν δημιουργήσει ακόμα μεγαλύτερη ζημιά.
Αν είναι να υπάρξει μία δημοσιονομική ένωση όπου τουλάχιστον το 5 – 7% του ΑΕΠ θα πηγαίνει σε έναν κεντρικό προϋπολογισμό, αυτό αυτομάτως απαλλοτριώνει την εξουσία επί του προϋπολογισμού της Μπούντεσταγκ και των άλλων εθνικών κοινοβουλίων και τη μεταφέρει σε ένα πολυεθνικό σώμα της ΕΕ. Δηλαδή, «ξεκοιλιάζει» τον πυρήνα της εξουσίας των εθνικών κοινοβουλίων: να επιβάλλουν φόρους και να κατανέμουν δαπάνες (πρόκειται για το πραγματικό διακύβευμα των ιστορικών μαχών που δόθηκαν για τον Αγγλικό Εμφύλιο Πόλεμο και για την Αμερικανική Επανάσταση).
Κάτι τέτοιο θα σήμαινε πλήρη πολιτική ένωση κάτω από ένα υπερ-εθνικό κοινοβούλιο (ή κάτω από ένα αυταρχικό θεοκρατικό καθεστώς), το οποίο θα διέθετε τόσο την ουσία, όσο και τη μηχανική λειτουργία ενός ενιαίου κράτους. Αυτό θα σήμαινε ότι τα ιστορικά εθνικά κράτη θα έπρεπε να απεμπολήσουν τους εαυτούς τους και να γίνουν γλωσσικές ή πολιτισμικές επαρχίες μία ομοσπονδιακής ένωσης.
Τίποτε από όλα αυτά δεν είναι άμεσα εφικτό. Το Γερμανικός Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάσισε με πολύ ξεκάθαρο τρόπο ότι οποιαδήποτε τέτοια κίνηση αποτελεί παραβίαση του Grundgesetz (γερμανικό σύνταγμα) και απαγορεύεται (εκτός και αν αλλάξει το ίδιο το σύνταγμα). Μπορεί να ερμηνεύεις τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών με πολλούς τρόπους, αλλά το να υποθέτεις ότι ο Γαλλικός λαός – για παράδειγμα – έκανε όλη αυτή τη φασαρία με στόχο τη μεγαλύτερη διάβρωση της εθνικότητάς του χρειάζεται μία ηρωική προθυμία στο να παραβλέπεις τα δεδομένα.
Αλλά για να μη θεωρηθεί ότι υπεκφεύγουμε, ορίστε μερικά αποσπάσματα:
Πιστεύω ότι έχω την ευθύνη να μοιραστώ μερικά από τα βασικά συμπεράσματα από τα τεσσεράμισι χρόνια της εμπειρίας μου ως Μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – δηλαδή μερικά μαθήματα από τα χρόνια της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης που δεν είχε προηγούμενο στην ιστορία της ΕΕ και δε θα πρέπει ποτέ να επαναληφθεί.
Η Ευρώπη βίωσε δύο κρίσεις και όχι μόνο μία. Την πρώτη τη μοιραστήκαμε με τον υπόλοιπο κόσμο, ενώ η δεύτερη ήταν μόνο δική μας και προέκυψε από την εγγενή αδυναμία της τρέχουσας αρχιτεκτονικής της ΟΝΕ, η οποία μας έστρεψε σε διαφορετική πορεία σε σχέση με τον υπόλοιπο βιομηχανοποιημένο κόσμο.
Ο κ. Αντορ ανέφερε ότι ολόκληρη η ακολουθία γεγονότων που δημιούργησε τις κρίσεις εθνικού χρέους ξέφυγε από τον έλεγχο από τις αρχές του 2010 – ακολουθούμενη στη συνέχεια από δανειακά πακέτα τα οποία απλά αγόραζαν χρόνο, χωρίς να ανακουφίζουν το χρέος – οδηγώντας σε οικονομική και πολιτική καταστροφή.
Τα χρέη προς τις χρηματοπιστωτικές αγορές αντικαταστάθηκαν με χρέη προς πηγές του επίσημου τομέα (σ.σ. κράτη και φορείς), τα οποία μετέτρεψαν την ευρωζώνη σε μία λέσχη δανειζόμενων και δανειστών, που κινούνται ο ένας εναντίον του άλλου.
Οι εκλεγμένες κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Ιταλίας αντικαταστάθηκαν από τεχνοκρατικές διοικήσεις καθώς οι δημοκρατικά εκλεγμένες δεν ήταν σε θέση, ή ήταν απρόθυμες να εφαρμόζουν την εμπροσθοβαρή δημοσιονομική προσαρμογή.
Από την εύθραυστη ανάκαμψη περάσαμε στην ύφεση διπλής βύθισης (double-dip) του 2011. Αυτό μετατράπηκε σε υπαρξιακή κρίση της νομισματικής ένωσης, αλλά και της ΕΕ ως σύνολο.
Ενώ η Ευρώπη βυθίστηκε σε δεύτερη ύφεση το 2011, η οικονομία των ΗΠΑ ήταν ήδη σε σταθερή ανάπτυξη, αφού οι ΗΠΑ διέθεταν από καιρό τα απαραίτητα εργαλεία, ενώ τόσο η κυβέρνηση των ΗΠΑ όσο και η κεντρική τράπεζα δε δίστασαν να τα χρησιμοποιήσουν για να δημιουργήσουν ανάπτυξη και θέσεις εργασίας.
Η ΕΕ ξεκίνησε να αναδύεται από τη χρηματοοικονομική δίνη όταν η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι ήταν έτοιμη να δράσει με το ρόλο μιας κεντρικής τράπεζας σε περίοδο κρίσης. Εν συντομία, η κρίση εθνικού χρέους των τεσσάρων τελευταίων ετών μας έδειξε ότι χωρίς έναν δανειστή τελευταίας καταφυγής, ένα κεντρικό προϋπολογισμό, ή ένα συντονισμένο πλαίσιο που αναλαμβάνει τη δημιουργία πακέτων ενεργοποίησης της συνολικής ζήτησης, η ΟΝΕ είναι – στην καλύτερη περίπτωση – μία δομή μόνο για καλούς καιρούς, αλλά όχι για περιόδους χρηματοοικονομικής και οικονομικής κρίσης.
Το ευρώ έχει μετατραπεί σε παγίδα, αφού τα Κράτη Μέλη δε μπορούν να αντιδράσουν στα οικονομικά σοκ με νομισματικές πολιτικές κομμένες και ραμμένες στα μέτρα τους και υποτιμήσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών, ενώ από την άλλη είναι υποχρεωμένα να υπόκεινται σε αυστηρούς κανόνες δημοσιονομικής πολιτικής.
Ο κ. Αντορ ανέφερε ότι η ευρωζώνη απέτυχε να παραμείνει στην υποχρέωση της ιδρυτικής της συνθήκης, η οποία εγκαθιδρύει τους «στόχους της ισορροπημένης οικονομικής ανάπτυξης μέσα σε μία υψηλά ανταγωνιστική οικονομία κοινωνικής αγοράς, η οποία σκοπεύει στην πλήρη απασχόληση και την κοινωνική πρόοδο».
Το 2010, η ΕΕ δεν έχασε μόνο τους βασικούς στόχους του κράτους πρόνοιας, με βάση τους οποίους δημιουργήθηκε. Οπισθοδρόμησε. Οι αριθμοί των πολιτών που βρίσκονται σε κίνδυνο «φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού» αυξήθηκαν από 118 εκατ. σε 124 εκατ., με τη μεγαλύτερη ζημιά να είναι συγκεντρωμένη σε λίγα μόνο κράτη.
Όπως πολλοί άλλοι, μέμφεται και αυτός την ιδρυτική αμαρτία της ΟΝΕ: μία κεντροποιημένη νομισματική πολιτική που ασκείται από την ΕΚΤ, χωρίς να υπάρχει κάποιος δημοσιονομικός συζυγής φορέας.
Αυτό σημαίνει ότι τα εργαλεία που ιστορικά χρησιμοποιούνταν για να περιορίσουν τις κοινωνικές επιπτώσεις των κρίσεων δεν ήταν πια διαθέσιμα στην ευρωζώνη, ενώ δεν υπήρχε τίποτε καινούργιο που να είχε εισαχθεί προς αντικατάσταση αυτών.
Το θέμα είναι ότι η μακροοικονομική αστάθεια στην Ευρώπη προκλήθηκε κυρίαρχα από τον ατελή σχεδιασμό της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης: οι χώρες με πρόβλημα δε μπορούσαν από μόνες τους να κάνουν υποτίμηση, δε μπορούσαν να έχουν ένα δανειστή τελευταίας καταφυγής και δε μπορούσαν να υπολογίζουν σε οποιαδήποτε δημοσιονομική υποστήριξη από τα άλλα Κράτη Μέλη που δε θα τους επέτρεπε απλά την επιβίωση, αλλά τη διέγερση της οικονομικής ανάκαμψης.
Ο μόνος διαθέσιμος μηχανισμός μέσω του οποίου οι χώρες της ΟΝΕ με πρόβλημα θα μπορούσαν να προσπαθήσουν να επαναφέρουν την οικονομική ανάπτυξη είναι η λεγόμενη εσωτερική υποτίμηση, δηλ. περικοπή κόστους τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα με απολύσεις εργατικού δυναμικού και περικοπή μισθών. Η εσωτερική υποτίμηση οδήγησε σε υψηλή ανεργία, σε μεγάλη πτώση των εισοδημάτων των νοικοκυριών και σε αυξημένη φτώχεια – στην πραγματικότητα δυστυχία για δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπων.
Ωστόσο, είναι μία συνταγή που δε μπορεί να εφαρμοστεί σε πολλές χώρες την ίδια στιγμή διότι δυναμιτίζει τη συνολική ζήτηση. Αν πολλές χώρες μαζί κόψουν μισθούς και απολύσουν εργαζόμενους, καμία δε θα κερδίσει σε όρους σχετικής ανταγωνιστικότητας, αλλά απεναντίας θα χάσουν όλες μαζί.
Με άλλα λόγια πρόκειται για κάτι που στην επιστήμη της οικονομίας ονομάζεται Pareto Suboptimal και η εφημερίδα το είχε αναδείξει από την αρχή. Η ΟΝΕ βλάπτει τους πάντες (σ.σ. εντός και εκτός αυτής).
Σε μία εποχή που η Ευρώπη θα χρειαζόταν να κάνει σημαντικές επενδύσεις στο ανθρώπινο κεφάλαιό της ώστε να αντιμετωπίσει την εντεινόμενη δημογραφική πρόκληση, εμείς αφήσαμε μία χρηματοπιστωτική κρίση να σπρώξει εκατομμύρια ανθρώπων έξω από την εργασία και να τους βυθίσει στη φτώχεια. Το γεγονός αυτό έχει προκαλέσει μόνιμη ζημία στο οικονομικό δυναμικό και στην κοινωνική συνοχή της Ευρώπης για πολλά από τα χρόνια που έρχονται.
Οι κίνδυνοι ενός ορφανού νομίσματος χωρίς δημοσιονομική ένωση είχε διερευνηθεί από πολύ παλιά, από το 1970, στη Μελέτη Werner. Η μελέτη αυτή είχε συμπεράνει ότι το νόμισμα θα έπρεπε να λειτουργήσει ως «μαγιά για την ανάπτυξη μίας πολιτικής ένωσης, χωρίς την οποία είναι αδύνατο να λειτουργήσει μακροπρόθεσμα».
Η Μελέτη Marjolin του 1975 πρότεινε την παράλληλη δημιουργία ενός «Κοινοτικού Ταμείου προς Όφελος των Ανέργων». Η Μελέτη MacDougall του 1977 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μία νομισματική ένωση θα χρειαζόταν οπωσδήποτε έναν κοινό προϋπολογισμό του 5-7% του ΑΕΠ της Κοινότητας.
Η πρόταση ήταν στην ουσία ότι το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα συνεισέφερε και οι περιοχές με έλλειμμα θα σχεδίαζαν κάποια χρηματοδότηση προς την κοινωνία, όπως συμβαίνει κανονικά στα εθνικά κράτη, ώστε η κοινωνική συνοχή και η συνολική ζήτηση να διατηρηθούν σε ανεκτά επίπεδα.
Ο Χέλμουτ Κολ, ο Φρανσουά Μιτεράν, ο Ζακ Ντελόρ και οι άλλοι πατεράδες της ΟΝΕ δεν κατάλαβαν ότι η ατελής δομή που έχτισαν θα ήταν επιρρεπής σε κρίσεις? Δεν ήταν απερίσκεπτο από πλευράς τους να εγκαθιδρύσουν μία μη αντιστρεπτή νομισματική ένωση χωρίς έναν κατάλληλο δημοσιονομικό πυλώνα? Δε νοιάστηκαν για τις πιθανές κοινωνικές επιπτώσεις μιας μακροοικονομικής προσαρμογής που βασίζεται κυρίαρχα στην εσωτερική υποτίμηση?
Στην πραγματικότητα, οι πολιτικοί ηγέτες των αρχών της δεκαετίας του 1990 δεν ήταν καθόλου αδαείς σχετικά με τη σημασία της κοινωνικής συνοχής, αλλά πίστευαν ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί ουσιαστικά μέσα από τη νομοθεσία και τον κοινωνικό διάλογο.
Καθώς η Ενιαία Αγορά άρχισε να χτίζεται από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, αναπτύχθηκε και ένα σημαντικό σώμα εργατικής νομοθεσίας. Για το Ζακ Ντελόρ και τους άλλους πολιτικούς της εποχής εκείνης, η κοινωνική διάσταση της Ενιαίας Αγοράς και της ΟΝΕ ήταν κυρίαρχα το να αποτρέψουν την απορρύθμιση της απασχόλησης και των εργασιακών συνθηκών.
Βέβαια, αυτό είναι ακριβώς ότι κατέληξε να γίνει η ΟΝΕ. Πρόκειται πια για μία αρένα οικονομικού πολέμου μεταξύ γειτόνων, όπου εφαρμόζεται αποπληθωριστική απορρύθμιση του στυλ του 1930.
Ο κ. Άντορ ονομάζει το φαινόμενο αυτό παράδοξο του Ντελόρ.
Από τη μία πλευρά, εισαγάγαμε κοινωνική νομοθεσία για να βελτιώσουμε τις εργασιακές συνθήκες και να δημιουργήσουμε έτσι σωστό ανταγωνισμό μέσα στην ΕΕ. Από την άλλη, είχαμε να κάνουμε με μία νομισματική ένωση, η οποία βαθαίνει τις ασυμμετρίες και διαβρώνει τη δημοσιονομική βάση όλων των εθνικών κρατών πρόνοιας.
Η κοινωνική νομοθεσία δε μπορεί να καλύψει την απουσία ενός προϋπολογισμού της ευρωζώνης, ή την ύπαρξη ενός γνήσιου δανειστή τελευταίας καταφυγής. Έτσι, η ιδέα του Ντελόρ για μία Κοινωνική Ευρώπη δυστυχώς αναιρείται από το μοντέλο του Ντελόρ για την ΟΝΕ.
Αυτό δε σημαίνει ότι η ΟΝΕ ήταν θεμελιωδώς άδικη από την αρχή. Για να δανειστώ μία διάσημη μεταφορά, η ΟΝΕ μάλλον σχεδιάστηκε κάτω από το πέπλο της άγνοιας (Schleier des Nicthwissens). Κανείς δεν ήξερε ακριβώς πόσο καλά θα δουλέψει το ευρώ για κάθε συγκεκριμένη χώρα.
Ωστόσο, είναι ξεκάθαρο σήμερα ότι η λειτουργία της ΟΝΕ στην πράξη δεν είναι δίκαια. Ξέρουμε τώρα ότι η ΟΝΕ συμπεριλαμβάνει έναν εγγενή δρόμο προς την εσωτερική υποτίμηση ως τον κυρίαρχο, αν όχι το μόνο, μηχανισμό για προσαρμογές στις οικονομικές υφέσεις. Με τέτοια, όμως, ασυμμετρία στην κατανομή του κόστους και των ωφελημάτων, η ΟΝΕ δε λειτουργεί καλά και η βιωσιμότητά της δε μπορεί να θεωρηθεί εξασφαλισμένη.
Στην ιστορία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, δύο προσπάθειες νομισματικής συνεργασίας έχουν ήδη καταρρεύσει αφού τα συστήματα δεν αποδείχθηκαν αρκετά ανθεκτικά. Η ύπαρξη ενός ενιαίου νομίσματος από μόνη της δε μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκής εγγύηση ότι μία τέτοια διάσπαση δεν πρόκειται να ξανασυμβεί.
Η ΕΕ δε θα μπορέσει να ζήσει ενωμένη για πολύ με τον κίνδυνο της νομισματικής διάσπασης να καραδοκεί, κάτι το οποίο θα έφερνε μαζί του την κοινωνική και πολιτική κατάρρευση. Αν η Οικονομική και Νομισματική Ένωσή μας θέλουμε να είναι όντως μη αντιστρεπτή, θα πρέπει επίσης να είναι δίκαια και θα πρέπει να στηρίζεται στην αλληλεγγύη. Είτε θα πρέπει να ξεχάσουμε το δόγμα της «απαγόρευσης των δημοσιονομικών μεταφορών» εντός ΟΝΕ, ή θα πρέπει να ξεχάσουμε το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Μοντέλο. 

ΠΗΓΗ

Σχόλια