Η απέραντη μοναξιά της παρέλασης για την 25η Μαρτίου

Αναρωτιέται κανείς και εξανίσταται ενδεχομένως για την θέση γνωστής βουλευτού της Κεντροαριστεράς να μην αποδέχεται τις παρελάσεις ως «σύγχρονη» μέθοδο εορτασμού των Εθνικών Επετείων. Ίσως άλλοι να εκφράζουν την σκέψη ;το τελευταίο διάστημα όχι μόνο ενδόμυχα, πως δεν μπορούμε ως κράτος καν να έχουμε δύο εθνικές επετείους. Τέλος μερικοί μπορεί να προβληματίζονται ακόμη
κι αν μπορούμε πλέον μέσα στο μνημόνιο να πραγματοποιούμε στρατιωτικές παρελάσεις με τα «δαπανηρά» μηχανοκίνητα μέσα στους στρατιωτικούς σχηματισμούς.
Άραγε τι είναι αυτό που κερδίζουμε από τις παρελάσεις;
Για όσους το αγνοούν ή δεν γνωρίζουν, τα μέλη των Ενόπλων Δυνάμεων αποτελούν ναι μεν μέλη της Ελληνικής κοινωνίας , πλην όμως τουλάχιστον όταν αυτά βρίσκονται στην ενέργεια, δεν χαίρουν των συνταγματικών δικαιωμάτων ενός πολίτη. Αυτό το τελευταίο σημαίνει πως δεν διατηρούν το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης και συνολικά η στρατιωτική ζωή, τους επιβάλλει να διαβιούν πολύ μεγάλο διάστημα της ημέρας και νύχτας μέσα στα στρατόπεδα, συνηθέστερα σε απομακρυσμένους προορισμούς και σημεία της Ελληνικής γεωγραφικής επικράτειας, μακριά από τους τόπους καταγωγής τους. Έτσι η επικοινωνία με τους οικείους τους , τους συγγενείς τους, σχεδόν πάντα είναι προβληματική, αποδίδοντας τους χαρακτηριστικά μοναχικών ανθρώπων στην μακρόχρονη έκθεση, στην άσκηση του λειτουργήματός τους. Τα παραδείγματα είναι τόσα πολλά όταν οι στρατιωτικοί καλούνται να στερούνται ακόμη και τα ίδια τους τα παιδιά και τον/την σύντροφο της ζωής τους. Τρανό παράδειγμα η πρόσφατη ιστορία του καταδρομέα Υποστρατήγου από την Νάουσα, ο οποίος βρέθηκε μπροστά σε άλλη μια περίσταση μετακίνησής του που όμως πιθανότερα θα κόστιζε την πρόοδο των ίδιων του των παιδιών.
Οι παρελάσεις λοιπόν «ανοίγουν» ένα παράθυρο επικοινωνίας στον στρατώνα και επιτρέπουν την ανταλλαγή θετικών συναισθημάτων, σεβασμού, αναγνώρισης, προς τους στρατιωτικούς, από την κοινωνία , αλλά είναι και ευκαιρίες αμφίδρομης μεταβίβασης ηθικού, αγωνιστικότητας, καλής ελπίδας και δύναμης. Για τους στρατιωτικούς, είναι το αναγκαίο «χάδι» στην πλάτη , είναι η αναγνωρισιμότητα που στερούνται από την μακριά τήρησή τους στις εσχατιές των ορίων της κοινωνίας, είναι η αναγκαία «αναπνοή» ποιοτικού οξυγόνου έναντι της κλεισούρας και της στέρησης.
Πέρα από όλα αυτά οι παρελάσεις προσφέρουν τον χρόνο και την ευκαιρία «εξοπλισμού» των σύγχρονων μαχητών με τις αρχές και αξίες των προγόνων τους, και της διατήρησης μιας συγκεκριμένης κουλτούρας οργανισμού, λόγω της άντλησης διδαγμάτων από τα σημαντικότατα κατορθώματά των προηγούμενων γενεών. Επιπλέον δίνουν την ευκαιρία στους σημερινούς «ακρίτες», νοητά να κλίνουν ευλαβικά το γόνυ και να εμπνευσθούν από τις θυσίες, την μαχητικότητα, τα σύμβολα και τα πρότυπα των προηγούμενων, κερδίζοντας μια επιπλέον «ασπίδα θελήσεως» και άλλο ένα «σπαθί» ,αυξάνοντας την συνολική δόση ηρωισμού που μπορεί να αντιπαραταχθεί στο μέλλον έναντι των οιονδήποτε εχθρών αλλά και αθροιστικά την δόση θελήσεως τους.
Για όσους απλά διαθέτουν την κοινή λογική οι παρελάσεις, ιδιαίτερα στην Ελλάδα του μνημονίου, οφείλουν να γίνονται διότι είναι μια έμπρακτη απόδειξη αντίστασης, Εθνικής ύπαρξης αλλά και σφυγμού στην Ελληνική κοινωνία με πολλαπλάσια οφέλη έναντι του πενιχρού κόστους των καυσίμων και της όποιας «καταπόνησης» των μηχανοκινήτων.
Είναι πράγματι δύσκολο για μία ιστορικό, αλλά και για εκείνους τους «οικονομολόγους» ή τους «λογιστές» αλλά και τους «νομικούς», που σήμερα ακόμη ασκούν εξουσία στην Ελλάδα, να κατανοήσουν όλα αυτά μιας και πράγματι δεν περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα σπουδών τους. Είναι επίσης τραγικό πως ανάμεσά τους δεν υπάρχουν ούτε και έμπειροι μάνατζερ, να έχουν διαπιστώσει τον πολλαπλασιαστή ισχύος που προσθέτουν οι παρελάσεις στο στράτευμα, αντίστοιχο της ύπαρξης συγκροτημένου πλάνου καλλιέργειας μαχητικότητας , προσθέτοντας αυτοπεποίθηση και ανέξοδο ηθικό, σαν εκείνο που θα όφειλε να ενδιαφέρεται να μεταγγίζει η Πολιτεία στα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων.
Έτσι σήμερα στο κέντρο των Αθηνών , μπροστά στην Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη ,όπου κείτονται νοερά, οι ψυχές των αγωνιστών του 1821, για άλλη μια φορά συντελέσθηκε ένα εθνικό έγκλημα, αφού κινητοποιήθηκε η Ελληνική στρατιωτική μηχανή χωρίς όμως να επιτραπεί η παρουσία του Ελληνικού λαού να την παρακολουθήσει. Έτσι στην πραγματικότητα δεν υπήρξε παρέλαση-επικοινωνία και συνολικά εορτασμός για την 25η Μαρτίου . Είναι πράγματι τραγικό κάποιοι να νομίζουν ότι παραμένουν το κέντρο το κόσμου και να μην δύναται να συνειδητοποιήσουν ότι έχουν μείνει πραγματικά μόνοι τους στην μοναξιά της άγνοιας της πραγματικότητας, που οι ίδιοι έχουν δημιουργήσει, στον υπόλοιπο Ελληνικό λαό.
Άραγε ποιες σκέψεις τους απασχολούσαν κατά τον χρόνο που βρισκόταν «σιδερόφρακτοι» στον χώρο πλησίον του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη; Μήπως έβλεπαν φανταστικούς μαυροφορεμένους «τρομοκράτες» να ξεπροβάλλουν από παντού με μολότοφ φάντασμα, μήπως αγωνιούσαν για οτιδήποτε απρόβλεπτο μετρώντας βασανιστικά τα λεπτά παραμονής τους στον χώρο;
Απίστευτη μοναξιά , είναι βέβαιο πως ένοιωθαν όσοι δημιούργησαν όλο αυτό το σκηνικό του αποκλεισμού, ανάμεσα στις ψυχές τόσων ηρώων αφού είναι και βέβαιο πως από το βάθος θα ακουγόταν στεντόρεια η αυστηρή φωνή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη να λέει: « Είχατε εσείς μόνο το μέλημα να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, όπου εμείς ελευθερώσαμε και για να το κάνατε τούτο έπρεπε να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία και την φρόνιμον ελευθερία και αντί αυτού τι εσείς επράξατε;».
Αλήθεια ποια είναι η απάντηση προς τον Στρατηγό του Γένους; Είναι αλήθεια αυτή ομόνοια; Διαφυλάχθηκε η φρόνιμος ελευθερία; Καμία απάντηση, σιγή, καμία ταπεινότητα, απλά άλλη μια ημέρα χαμένη χωρίς τα διδάγματα να εξαχθούν!!
Δημήτριος Σούκερας MBA(ER)
Αντισυνταγματάρχης (ΑΣ) ε.α


Σχόλια