Για μία βιώσιμη και αειφόρο ανάπτυξη των ορεινών περιοχών

Πάνω από το 65% των δήμων της χώρας μας, είναι ορεινοί. Ανάμεσα σε αυτούς φυσικά και οι τέσσερις Δήμοι του Νομού Καβάλας.
Λίγοι όμως είναι οι άνθρωποι που ζουν στις ορεινές περιοχές, λιγοστοί οι πόροι και λίγες οι αναπτυξιακές προοπτικές που υπάρχουν σήμερα γι’ αυτές.
Τα βουνά είναι μια δεύτερη Ελλάδα.
Μια Ελλάδα που ζει στο περιθώριο.

Τα πράγματα όμως δεν ήταν πάντοτε έτσι. Για την ακρίβεια έγιναν έτσι μόλις τα τελευταία 50 χρόνια.
Καθοριστικό ρόλο στον παραγκωνισμό και την ερημοποίηση της ορεινής Ελλάδας έπαιξαν  ο εμφύλιος, η μετανάστευση στη δεκαετία του ’60 και το φαινόμενο της αστυφιλίας στη δεκαετία του ’70.
Αξίζει εδώ να αναφερθούν δύο δεδομένα. Το 1920 ο Αστικός πληθυσμός της χώρας αποτελούσε το 23% του συνολικού πληθυσμού της, για να φτάσει στο 73% το 2000. Παράλληλα και αντίστροφα, ο Αγροτικός πληθυσμός της το 1920 αποτελούσε το 62% του συνόλου, για να φτάσει στο 27% το 2000.
Έτσι «πάγωσε» η ζωή στις ορεινές περιοχές, με ολέθριες συνέπειες. Ατρόφησε ο παραγωγικός μηχανισμός, ατρόφησαν τα πάντα. Γλίτωσε όμως κάτι. Τα βουνά εξαιτίας του περιθωρίου στο οποίο μπήκαν, γλίτωσαν από τον οδοστρωτήρα μιας φτηνιάρικης ανάπτυξης, που καταναλώνει αξίες και καταστρέφει αλόγιστα το περιβάλλον.

Τα τελευταία χρόνια όμως, και η οικονομική κρίση έπαιξε το δικό της ρόλο σε αυτό, φαίνεται ότι ο σύγχρονος άνθρωπος, αναζητώντας τρόπους επιβίωσης αλλά και κουρασμένος από την πολλαπλώς ρυπαρή ζωή των πόλεων, αναζητά ξανά την πραγματική ζωή στα βουνά στο παρθένο φυσικό περιβάλλον και στις καθαρότερες σχέσεις των τοπικών κοινωνιών.

Αυτό όμως γεννά νέα προβλήματα. Ο σύγχρονος άνθρωπος γυρνά στις ορεινές περιοχές, αλλά πως ; Γυρνά με ένα σεβασμό σε αυτό που διασώθηκε, στην πολύτιμη φυσική και πολιτιστική κληρονομιά των βουνών, ή για να λερώσει, να σπαταλήσει, να καταστρέψει ότι έχει μείνει, για να ξαναφύγει πίσω ; Το ίδιο αυτό δίλημμα γεννά και ένα ερώτημα για τις ίδιες τις ορεινές κοινωνίες. Θα διαλέξουν ένα τύπο ανάπτυξης με κέντρο τις πραγματικές ανθρώπινες ανάγκες, μιας ισόρροπης και ολοκληρωμένης ανάπτυξης ή θα υποχωρήσουν στο δέλεαρ του εύκολου πλουτισμού, το οποίο θα σπαταλήσει πολύ γρήγορα ότι απόθεμα έχει απομείνει και θα σπρώξει τις ορεινές περιοχές οριστικά στο περιθώριο ;

Η ανάδειξη του πλούτου των ορεινών περιοχών πηγάζει κατ’ αρχήν από την ανάγκη για ενημέρωση και γνώση όλων των τοπικών παραγωγικών διαδικασιών, αλλά και για δημογραφική εξισορρόπηση. Η προβολή (πχ) παραδοσιακών επαγγελμάτων και η χρήση νέων τεχνολογιών, μπορούν να προσφέρουν ευκαιρίες στην περιοχή, ενισχύοντας την τοπική οικονομία μέσω της τουριστικής ανάπτυξης και δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας.
Παράλληλα, οι δράσεις που θα αναληφθούν, θα πρέπει να αφορούν και στην διάδοση και ανάδειξη τοπικών προϊόντων, γεύσεων, παραδοσιακών επαγγελμάτων και πολιτισμικής κληρονομιάς, προς όφελος τόσο των κατοίκων όσο και των  επισκεπτών.

Η ανάπτυξη ορεινών οικισμών και ευρύτερα ορεινών περιοχών θα πρέπει λοιπόν να αποτελεί προτεραιότητα κάθε τοπικού ή περιφερειακού αναπτυξιακού σχεδιασμού.
Ο σχεδιασμός αυτός είναι σκόπιμο να έχει όλα εκείνα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και να διακρίνεται από ευαισθησίες, ώστε να σέβεται την παράδοση, τον πολιτισμό, τις τοπικές κοινωνίες, ακόμη και την ίδια την υστέρηση αυτών των περιοχών.
Η ανάλυση και κατανόηση της δυναμικής ανάπτυξης του κάθε οικισμού και της περιοχής ως συνόλου, θα διευκολύνει την επιτάχυνση ή την αλλαγή της πορείας της.
Παράλληλα, απαιτείται η σύνταξη ενός λεπτομερούς σχεδίου διαχείρισης των πόρων, διαμόρφωσης κατάλληλων πολιτικών και στόχων, που θα έχουν ως κύρια κατεύθυνση την ευημερία των τοπικών πληθυσμών, την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος αλλά και του κοινωνικού συνόλου γενικότερα.

Η κινητοποίηση των τοπικών φορέων κρίνεται σε αυτή την περίπτωση αναγκαία κυρίως όσον αφορά στην προσπάθεια συμμετοχής, συνδιαμόρφωσης και συνευθύνης της όλης αναπτυξιακής προοπτικής. Ιδέες και δυνατότητες των τοπικών πληθυσμών είναι σκόπιμο και πολλαπλά ωφέλιμο να απελευθερώνονται δημιουργικά, για να καθιστούν αποτελεσματικότερη την αναπτυξιακή προσπάθεια.
Η σωστή διαχείριση, σε αρμονία με τις αναπτυξιακές διαδικασίες, μπορεί να διασφαλίσει την αειφορία και να εγγυηθεί τη βιώσιμη ανάπτυξη των ορεινών περιοχών.

Κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να γίνει με μία τοπική και περιφερειακή αυτοδιοίκηση, υποταγμένη στα κελεύσματα μιας κεντρικής διοίκησης που, στην προσπάθειά της να μείνει στην εξουσία, παραχωρεί (κυριολεκτικά) «γη και ύδωρ» στους οικονομικούς κατακτητές της χώρας.

Σχόλια