Η κεντροαριστερά ως παρεοκρατία

του Κώστα Α. Λάβδα

Κι ενώ οι πολίτες έχουν αρχίσει να αναζητούν ουσιαστικό πολιτικό λόγο, διανοούμενοι, πολιτικοί και δημοσιολογούντες δημοσιεύουν διακήρυξη για μια νέα παρεοκρατία – συγνώμη, μια νέα «κεντροαριστερά». Ιδιαίτερα αξιόλογοι συμπολίτες μας αλλά μαζί και πολιτικοί που αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο να στερηθούν την αυλή της εξουσίας, «ελευθεριστές» (η νέα μόδα)
που ξεπέρασαν τον φιλελευθερισμό χωρίς ποτέ να τον καταλάβουν, μέλη και σύμβουλοι των κυβερνήσεων της κατάρρευσης, δημοσιολογούντες γενικώς, όλοι αυτοί πασχίζουν, λέει, να συγκροτήσουν ένα νέο πόλο. Αναπαράγοντας την εικόνα της ελληνικής πολιτικής ως κινούμενης άμμου προς όφελος των μνηστήρων της εξουσίας, όχι όσων αναμένουν προτάσεις και λύσεις μέσα από την πολιτική.
Ο διακεκριμένος – και γι αυτό καθόλου εξουσιομανής – πολιτικός επιστήμονας Γιώργος Κοντογιώργης, συνάδελφος από τους ελάχιστους με έργο που έχει απήχηση εκτός συνόρων, διαμόρφωσε προ ετών την έννοια της κομματοκρατίας ως ιδιαίτερης μορφής πολιτικού συστήματος. Σύμφωνα με τον Κοντογιώργη, η κομματοκρατία ορίζει τη δομή και τη λειτουργία του πολιτικού φαινομένου σε μια φάση κατά την οποία το κομματικό σύστημα αυτονομείται και κυριαρχεί επί του γενικότερου πολιτικού συστήματος, έτσι ώστε το πρώτο να καθορίζει την πολιτική δυναμική του δεύτερου. Θα προσέθετα ότι στην Ελλάδα, οι εξελίξεις των τελευταίων ετών σε συνδυασμό με βαθιά ριζωμένες παθολογίες μας οδηγούν στην έννοια της παρεοκρατίας ως συμπληρωματικού πυλώνα του εξουσιαστικού αστερισμού που οδήγησε στην κατάρρευση. Η παρεοκρατία διαμορφώθηκε σε συνδυασμό με την ηγεμονική αναρρίχηση της «γενιάς του Πολυτεχνείου» και, ως άτυπο πολιτικό δίκτυο, κυριάρχησε στο δημόσιο λόγο, τα ΜΜΕ και τα πανεπιστήμια. Η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα ΝΕΤ είχε φτάσει να φιλοξενεί εκπομπή με τον θρασύ στην απλοϊκότητα του τίτλο «Οι παρέες γράφουν ιστορία».
Η πολιτική διάσταση της κρίσης που ξέσπασε μετά το 2009 έχει τις ρίζες της στους δυο πυλώνες της νεοελληνικής πολιτικής παθολογίας, την κομματοκρατία και την παρεοκρατία. Όπως έγραφα πέρισυ, «ουδείς αναμάρτητος»: η ελληνική Αριστερά μετά το 1974, παρά τις μεταλλαγές της, χαρακτηρίστηκε από δυο στοιχεία, εκ των οποίων μόνο το πρώτο αφορά και το ΚΚΕ. Πρώτον, χαρακτηρίστηκε από την συνεχή και συχνά βίαιη αντίσταση σε κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια, με αποτέλεσμα το πολιτικό κόστος για τις κυβερνήσεις να γίνεται δυσβάστακτο. Από τις διστακτικές προσπάθειες Γιαννίτση – Σπράου επί Σημίτη μέχρι τις εξίσου συνεσταλμένες απόπειρες ιδιωτικοποιήσεων στη οικονομία και μεταρρύθμισης στα ΑΕΙ επί Καραμανλή, η Αριστερά – μαζί με το ΚΚΕ – κατέστησε πολιτικά ανέφικτη την εφαρμογή μεταρρυθμιστικής πολιτικής μέσω αντίδρασης εντός και εκτός κοινοβουλίου, συχνά με μορφές βίαιες. Δεύτερον – εδώ το ΚΚΕ δεν συμπεριλαμβάνεται – η Αριστερά κατέλαβε ισχυρές θέσεις επιρροής στα ΜΜΕ, στα πανεπιστήμια, στον κρατικό μηχανισμό και στους θεσμούς διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, με αποτέλεσμα την παγίωση ενός ιδιότυπου καθεστώτος αρνησικυρίας (βέτο) απέναντι σε αλλαγές. Αλλά το καθεστώς αυτό σημαίνει συνυπευθυνότητα για τις καθυστερήσεις, τη στασιμότητα και την αδράνεια. Η συνήθως προβαλλόμενη αντίρρηση – «η Αριστερά δεν κυβέρνησε» – φανερώνει πλήρη άγνοια της πολιτικής λειτουργίας. Στην πραγματικότητα, συγκυβέρνησε ουσιαστικότατα μέσω της παρεοκρατίας. Άλλωστε, οι πραγματικές κατανομές ισχύος οδηγούν σε εφαρμόσιμες δημόσιες πολιτικές, όχι οι παροδικές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες. Ούτε είναι δυνατόν μια κυβέρνηση να εφαρμόζει μεταρρυθμίσεις με τα ΜΑΤ. Η Αριστερά – μέσω των δυο μηχανισμών που προαναφέρθηκαν – συνδιαμόρφωσε το πολιτικό σύστημα μετά το 1974 και περιόρισε τις δυνατότητες μεταρρύθμισης του.
Σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύεται ως καθοριστικό όχημα για την παραλαβή της σκυτάλης από το κρατικιστικό και λαϊκιστικό κομμάτι του ΠΑΣΟΚ. Αυτό που επείγει είναι η κάλυψη του πολιτικού κενού στο χώρο μιας ριζικά ανανεωμένης σοσιαλδημοκρατίας που θα αναζητήσει σοβαρές εναλλακτικές για την Ευρώπη σε ένα πλαίσιο πραγματισμού και υπευθυνότητας. Από την πατριωτική δεξιά μέχρι τη σοσιαλδημοκρατία, αυτό που προσφέρει τον απαραίτητο κοινό τόπο είναι η υπεράσπιση της πολιτικής ελευθερίας σε ένα πλαίσιο πραγματισμού, μακριά από την δογματική προσήλωση σε Κράτος και Αγορά, μακριά από τις δογματικές αερολογίες των νεοφώτιστων «ελευθεριστών» που επιτείνουν τη σύγχυση σε ένα ήδη αποπροσανατολισμένο κοινό. Σε αυτό το πλαίσιο, το κείμενο των 58 παρουσιάζει δυο βασικά προβλήματα: το πρώτο αναφέρεται στο περιεχόμενο, το δεύτερο σε αυτούς που υπογράφουν. Στους τελευταίους συμπεριλάμβάνονται αξιόλογοι επιχειρηματίες και ορισμένοι αξιόλογοι διανοούμενοι όπως επίσης αποτυχημένοι πολιτικοί και αιώνιοι, κατ’ επάγγελμα σύμβουλοι του ελληνικού κράτους. Οι οποίοι, να υποθέσουμε, ζούσαν σε άλλο πλανήτη όταν η χώρα οδηγήθηκε στην κατάρρευση. Συμπεριλαμβάνονται, επίσης, αξιόλογοι πανεπιστημιακοί, όπως επίσης άτομα που όταν η Μ. Γιαννάκου πάσχιζε να αλλάξει κάτι στα ΑΕΙ, συντασσόταν με την αριστερίστικη αντίδραση που ήταν τότε της μόδας.
Αλλά η απογοήτευση έρχεται κυρίως από το πλήρες βερμπαλισμών περιεχόμενο, από το οποίο λείπει κάθε απόπειρα απάντησης στην κρίσιμη ερώτηση: τώρα τι κάνουμε; Η προσπάθεια κάποιων – μεταξύ των οποίων και ιδιαίτερα αξιόλογοι συμπολίτες μας – να συγκροτήσουν μια νέα εκδοχή της κεντροαριστεράς εκφράζει τελικώς, στη συγκεκριμένη στιγμή και το συγκεκριμένο πλαίσιο, την αγωνία της παρεοκρατίας να επιβιώσει μέσα στην κρίση. Μόνο που τα οικονομικά δεδομένα και το ευρωπαϊκό περιβάλλον έχουν αλλάξει, με τρόπο δραματικό. Το παραδοσιακό δίπολο κομματοκρατία – παρεοκρατία είναι μέρος του προβλήματος, όχι της λύσης. Μέρος της λύσης είναι το άνοιγμα στην κοινωνία, η περιθωριοποίηση των κατ’ επάγγελμα πολιτικών, των κατ’ επάγγελμα συμβούλων και των κατ’ επάγγελμα δημοσιολογούντων και η ανάδειξη νέων δυνάμεων για την διαμόρφωση μιας ελληνικής πρότασης για την επιβίωση και την ανάδειξη της χώρας στον brave new world της «νέας» Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μιας ΕΕ που – στη βέλτιστη περίπτωση – συνδιαχειρίζεται τις εξελίξεις αλλά δεν μοιράζει, πια, με τον ίδιο τρόπο πόρους μέσα από τους εγχώριους διαμεσολαβητές της. Όταν το πράξει, θα είναι σε ένα σαφέστερο ομοσπονδιακό πλάισιο. Αλλά ακόμη και γι αυτό το ενδεχόμενο, το μελλοντικό, η διακήρυξη είναι αθεράπευτα ρετρό.

Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι καθηγητής πολιτικής επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης. Σπούδασε και δίδαξε πολιτική επιστήμη, διοικητική επιστήμη και διεθνείς σχέσεις στην Ελλάδα, τη Βρετανία και τις ΗΠΑ. Βιβλία και άρθρα του έχουν δημοσιευτεί στα αγγλικά, τα γερμανικά και τα ελληνικά.




Σχόλια