O Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος στήν
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους παραθέτει τήν δική του άποψη γιά τόν
ξεχασμένο Ελληνισμό του Μεσαίωνα: “Η Κωνσταντινούπολις ήτο ανέκαθεν
πόλις ελληνική, οι κάτοικοι αυτής, οι ιεράρχαι, οι λόγιοι, οι δημόσιοι
λειτουργοί, πολιτικοί τε και στρατιωτικοί, ή ήσαν Έλληνες, ή ωμίλουν τήν
ελληνικήν ως ιδίαν γλώσσαν.
Τά κάλλιστα των κοσμημάτων της πόλεως ήσαν
τά μέν έργα της αρχαίας ελληνικής τέχνης, τά δέ φιλοπονήματα μαθητών της
τέχνης ταύτης. Κατά μικρόν ούτω παντελώς εξενίκησεν η ελληνική ώστε
πάσα μέν η νομοθεσία εγράφη ελληνιστί, πάσα δέ η διοίκησις ελληνιστί
διεξήχθη“.
Τό όνομα του Γένους μας ήταν αυτό που
δεινοπάθησε και μόλις τόν 19ο αιώνα πήρε τήν μορφή πού γνωρίζουμε
σήμερα. Ο φανατισμός των πρώτων χριστιανών ήταν αυτός πού καταδίκασε τόν
όρο Έλλην νά μήν χρησιμοποιείται ως εθνική ονομασία, διότι ταυτίζοταν
μέ τόν όρο ειδωλολάτρης. Έτσι η επίσημη ονομασία των κατοίκων της
Αυτοκρατορίας ήταν Ρωμαίοι και τό κράτος ονομάζονταν Ρωμαϊκό. Η ονομασία
Ρωμαίος επίσης προσέδιδε μία αίγλη και μία ανωτερότητα έναντι των
υπολοίπων λαών γι’ αυτό με φανατισμό προσκολλήθηκαν σέ αυτή οι κάτοικοι
της Αυτοκρατορίας. Αντίθετα, οι Φράγκοι γιά νά τούς μειώσουν τούς
αποκαλούσαν Γραικούς και τόν αυτοκράτορα, Βασιλέα των Γραικών.
Τόν 9ο αιώνα, ο Λέων ο Σοφός, άριστος
μελετητής των αρχαίων συγγραφέων μιλούσε γιά τίς προσπάθειες του κράτους
νά εκγραικίσει τούς Σλάβους. Toν 10ο αιώνα ο Μακεδόνας αυτοκράτορας,
Βασίλειος Β’ Βουλγαροκτόνος, ο προστάτης των φτωχών και των ακτημόνων, ο
Βυζαντινός Μέγας Αλέξανδρος πού οδηγούσε ο ίδιος τά στρατεύματά του,
(“Οστις πολεμιστής ακολουθείτω μοι”), αφού γλύτωσε τό κράτος από τούς
Βούλγαρους εισβολείς, γιόρτασε τήν νίκη του στήν περίφημη πόλη του
Αρχαίου Ελληνικού κόσμου, τήν Αθήνα, όπου έγινε δεκτός από τόν κόσμο μέ
τιμές και πανηγυρισμούς. Η Άννα Κομνηνή, τόν 11ο αιώνα ήταν υπερήφανη
γιά τίς ελληνικές της σπουδές και γιά τίς γνώσεις της περί τον Πλάτωνα
και Αριστοτέλη, ενώ γνώριζε νά απαγγέλει από μνήμης τμήματα της Ιλιάδας
και Οδύσσειας.
Τόν 15ο αιώνα ο Γεώργιος Γεμιστός άλλαξε
τό όνομά του στό ελληνικότερον Πλήθων και ο Νικόλαος Χαλκοκονδύλης σέ
Λαόνικος. Ο τελευταίος απέρριψε τελείως τόν όρο Ρωμαίος και ονόμαζε τούς
υπηκόους του κράτους Έλληνες και βασιλείς Ελλήνων τούς αυτοκράτορες. Ο
Δούκας ταλαντεύεται μεταξύ Ρωμαίων, Γραικών και Ελλήνων. Ο τελευταίος
Παλαιολόγος στήν ύστατη ομιλία του, αποκάλεσε τήν Βασιλεύουσα “βοηθόν και σκέπην της πατρίδος, ελπίδα και χαράν πάντων των Ελλήνων.”
Βέβαια, καθ’ όλη τήν διάρκεια της Τουρκοκρατίας η πιό συνηθισμένη
ονομασία, από τόν απαίδευτο και ταπεινωμένο λαό μας, ήταν Ρωμιοί και
σπανιότερα Γραικοί ή Ελληνες, όπως βεβαιώνει τό παρακάτω
δημοτικό (Παράπονο της Ρωμανίας) του 18ου αιώνα.”
Η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ πού μελέτησε τήν γέννηση του Βυζαντινού Πατριωτισμού, θεωρεί ότι: “Η
ελληνικότητα και η ορθοδοξία είναι τά ανεκτίμητα αγαθά πού θά κληθούν
νά υπερασπίσουν μέ κάθε θυσία οι βυζαντινοί από κάθε εξωτερικό και
εσωτερικό εχθρό. Οι διανοούμενοι προσκολλημένοι κυρίως στήν αρχαία
ελληνική παιδεία και ο λαός προσκολλημένος κυρίως στήν ορθόδοξη
παράδοση, θά αναλάβουν μαζί τήν προσπάθεια νά σώσουν τό κράτος των
Ελλήνων πού είναι στό εξής τό Βυζάντιο.”
Πάνω από όλα όμως οι Μεσαιωνικοί Ελληνες,
υπεραγαπούν τήν Πόλη τους, τήν Βασιλεύουσα, πού θά καταλήξει νά
σημαίνει ολόκληρη τήν αυτοκρατορία. Γιατί όπως έγραψε ο Νικήτας Χωνιάτης
η Κωνσταντινούπολις είναι “Πόλις πόλεων, πασών οφθαλμός, άκουσμα
παγκόσμιον, θέαμα υπερκόσμιον, εκκλησιών γαλουχός, πίστεως αρχηγός,
ορθοδοξίας ποδηγός, λόγων μέλημα, καλού παντός ενδιαίτημα.” H Πόλις
ήταν μαγνήτης. Πρός αυτήν εβάδιζαν σαγηνευμένοι πρεσβευτές και βάρβαροι
βασιλείς, έμποροι, τυχοδιώκτες και μισθοφόροι, επίσκοποι και καλόγεροι. Ο
ξένος ερχόταν νά ψωνίσει, νά θαυμάσει ή και νά εγκατασταθεί. Σύμφωνα μέ
τόν σταυροφόρο Robert de Clari, η Πόλις είχε συσσωρεύσει τά δύο τρίτα
του παγκόσμιου πλούτου.
Περιγραφή της πρωτεύουσας
Όταν ιδρύθηκε η νέα πρωτεύουσα, η Ρώμη
είχε αρχίσει νά παρακμάζει και στη Δύση δεν υπήρχε άλλη μεγάλη πόλη. Η
Καρχηδών, το Μεδιολάνον, η Αλεξάνδρεια και η Αντιόχεια ακολουθούσαν από
πολύ μεγάλη απόσταση. Ο πληθυσμός της Κωνσταντινουπόλεως ήταν περίπου
ένα εκατομμύριο μέχρι τήν λατινική κατάκτηση. Σύμφωνα μέ τόν Steven
Runciman, η βάση του τριγώνου, όπου ήταν χτισμένη, είχε περίπου 7,5
χιλιόμετρα και σέ διπλή γραμμή, από τόν Μαρμαρά ως τόν Κεράτιο κόλπο,
εκτείνονταν τά χερσαία τείχη, πού είχε χτίσει ο Θεοδόσιος Β΄, μέ τίς
έντεκα πύλες τους, εκ περιτροπής μία στρατιωτική και μία πολιτική. Από
τίς δύο άκρες τους άρχιζαν τά θαλάσσια τείχη, πού τό καθένα είχε 10
περίπου χιλιόμετρα μήκος, γιά νά συναντηθούν στήν αμβλεία κορυφή του
τριγώνου στό Βόσπορο. Εντός των τειχών υπήρχαν πολυάνθρωποι οικισμοί πού
τούς χώριζαν περιβόλια μέ οπωροφόρα δένδρα και κήποι. Η Βασιλίς των
πόλεων ήταν κτισμένη σέ επτά λόφους, γι΄ αυτό ονομάζοταν και Επτάλοφος.
Ο
ταξιδιώτης πού ερχόταν από τή θάλασσα, καθώς πλησίαζε την Πόλη από τή
δύση, έβλεπε στό δεξί του χέρι τούς θόλους και τίς σκεπασμένες μέ
κεραμίδια στοές του Μεγάλου Παλατιού, τήν Αγία Σοφία, νά υψώνεται από
πίσω και κήπους νά απλώνονται ως κάτω στό Βόσπορο. Στήν παραλία του
Μαρμαρά ο πελώριος κυρτός τοίχος πού στήριζε τό νοτίο άκρο του
ιπποδρόμου, υψωνόταν πάνω από τό κομψό λιμάνι του παλατιού, ενώ λίγο πιό
κάτω βρισκόταν η εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου. Στά αριστερά τό
θαλάσσιο τείχος μέ τούς αραιούς πύργους του, ήταν κατά διαστήματα
κομμένο, και στά σημεία αυτά υπήρχαν τεχνητά λιμάνια. Γύρω από τά
λιμάνια αυτά υπήρχε πυκνή δόμηση.
Πίσω από αυτές τίς συνοικίες υπήρχε η
κοιλάδα του ποταμού Λύκου, στήν οποία υπήρχαν περιβόλια μέ οπωροφόρα
δένδρα και χωράφια ενώ στήν κορυφή τού λόφου δέσποζε η εκκλησία των
Αγίων Αποστόλων (η πιό παληά εκκλησία της Πόλης 4ος αι.). Στήν όχθη όπου
τό θαλάσσιο τείχος συναντούσε τό χερσαίο υπήρχε η πολυάνθρωπη συνοικία
του Στουδίου στήν οποία βρισκόταν και η ομώνυμη μονή. Έξω από τά τείχη
υπήρχαν όμως πυκνοκατοικημένα προάστεια κατά μήκος της ακτής και σέ
μήκος περίπου τριών χιλιομέτρων.
Από τήν πλευρά του Κερατίου κόλπου,
εμπρός από τά τείχη, έβλεπε κανείς μία ακτή γεμάτη προβλήτες, αποθήκες
και αποβάθρες, όπου ήταν αγκυροβολημένα τά εμπορικά πλοία, και λίγο πιό
πέρα έβλεπε κανείς σπίτια χτισμένα μέσα στό νερό απάνω σέ πασάλους. Πίσω
απ΄ όλ’ αυτά πολλές μικρές πύλες οδηγούσαν στίς εμπορικές συνοικίες.
Εκεί τό πλήθος των κατοικιών ήταν πολύ μεγαλύτερο.
Στή δυτική άκρη του τείχους υπήρχε τό
παλάτι των Βλαχερνών τό οποίο μαζί μέ τήν εκκλησία πού βρισκόταν εκεί
έδινε ένα τόνο αρχοντιάς σέ όλη τήν περιοχή. Στόν ενδιάμεσο χώρο
βρισκόταν τό κέντρο της εμπορικής δραστηριότητας της Πόλης, τά γραφεία
των πλοιοκτητών και των εξαγωγέων και τά καταστήματα των ξένων εμπόρων.
Η Μέση οδός πού ξεκινούσε από τήν είσοδο
του παλατιού ήταν ο κεντρικός δρόμος της πρωτεύουσας και διέσχιζε τήν
πόλη ως τή “Χρυσή πύλη”, σέ μία απόσταση τριών χιλιομέτρων, πρός τά
ανατολικά. Ηταν δρόμος πλατύς, μέ στοές και από τίς δύο πλευρές, και
περνούσε μέσα από δύο φόρους ή αγορές – μεγάλες πλατείες στολισμένες μέ
αγάλματα – τό φόρο του Κωνσταντίνου και τόν φόρο του Θεοδοσίου.
Στή συνέχεια ο κεντρικός αυτός άξονας
διακλαδίζονταν και η μία διαδρομή ακολουθούσε τήν πορεία πρός τό φόρο
του Βοός και του Αρκαδίου, περνούσε τήν συνοικία του Στουδίου και
κατέληγε στήν Χρυσή πύλη και τήν πύλη των Πηγών.
Ο άλλος άξονας προχωρούσε μπροστά από τήν
εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και έφτανε στίς Βλαχερνές και τή Χαρισία
πύλη, ή τήν πύλη του Πολυανδρίου. Στίς στοές της Μέσης ήταν τά πιό
σπουδαία μαγαζιά – χρυσοχοεία, αργυροχοεία, μεταξωτών, επιπλοποιεία κλπ.
Η βυζαντινή πολεοδομία όριζε τό πλάτος
των δρόμων νά είναι τουλάχιστον 3,60 μέτρα, τά μπαλκόνια νά απέχουν 3
μέτρα από τόν απέναντι τοίχο και νά βρίσκονται σέ ύψος 4,50 μέτρα. Όλοι
οι υπόνομοι έβγαζαν στήν θάλασσα και απαγορευόταν η ταφή εντός της
Πόλεως, μέ εξαίρεση τούς αυτοκράτορες.
Τό Μέγα Παλάτιον και ο περίβολός του
κατελάμβαναν τήν νοτιανατολική γωνία της Πόλεως, δίπλα ήταν τό μέγαρο
πού διέμενε ο Πατριάρχης και φυσικά υπήρχαν διάσπαρτα νοσοκομεία,
ορφανοτροφεία, πανδοχεία, βιβλιοθήκες, μοναστήρια, τά κτίρια του
Πανεπιστημίου, υδραγωγεία, δεξαμενές, δημόσια λουτρά. (είναι γνωστόν
τοις πάσι ότι οι Οθωμανοί χρησιμοποίησαν τά βυζαντινά λουτρά και τά
μετονόμασαν σέ χαμάμ). Ένα άγαλμα της Αφροδίτης έδειχνε τήν συνοικία των
οίκων ανοχής.
Οι δρόμοι και οι αγορές ήταν πραγματικά
μουσεία από τήν πληθώρα των αρχαίων αγαλμάτων και γλυπτών, τά οποία όμως
σχεδόν καταστράφηκαν ή λεηλατήθηκαν από τούς Λατίνους. Όπως επίσης
καταστράφηκαν ολοσχερώς ή εκλάπησαν τά μάρμαρα, τά ψηφιδωτά, οι
τοιχογραφίες και τά χρυσοϋφαντα παραπετάσματα στό Μέγα Παλάτιον και στό
Παλάτι των Βλαχερνών. Εκεί ευρίσκοντο αμύθητοι θησαυροί, κοσμήματα,
λάφυρα από τούς αμέτρητους πολέμους μέ τούς Γότθους, Άραβες, Πέρσες,
Βούλγαρους, Νορμανδούς, Σλάβους, κλπ. Στίς αυτοκρατορικές αίθουσες
υποδοχής όταν έκανε τήν εμφάνισή του κάποιος υψηλός απεσταλμένος
αντίκρυζε χρυσούς λέοντες και χρυσά πουλιά. Δυστυχώς οι Λατίνοι έγδυσαν
τήν Πόλη και οι Οθωμανοί, διακόσια χρόνια αργότερα τήν εβίασαν.
Τό ίδιο εντυπωσιακή είναι και η μορφή των
ηπειρωτικών τειχών της Κωνσταντινούπολης, όπως αυτά κατασκευάστηκαν
στήν εποχή του Θεοδοσίου Β’, των οποίων τό μήκος φτάνει τά 7 χιλιόμετρα.
Τό κυρίως τείχος ορθώνεται σέ ένα ύψος περίπου εννέα μέτρων, έχει
πλάτος περίπου 4,5 μέτρα και διακόπτεται από 96 οχυρωματικούς πύργους
τετράγωνους ή πολυγωνικούς. Η συνολική κατασκευή του τείχους αποτελείτο
από πέντε μέρη:
α) η τάφρος
β) ο περίβολος ή τό εξωτερικό παρατείχιον
γ) τό έξω τείχος, προτείχισμα, έξω κάστρον, ή μακρόν τείχος
δ) ο δεύτερος περίβολος
ε) τό εσωτερικόν τείχος, μέγα τείχος, τό μέγα κάστρο, τό έσω τείχος.
Οκτώ, ή έντεκα μεγάλες πύλες οδηγούσαν
στήν πόλη από τήν πλευρά της ενδοχώρας. Οι πύλες αυτές ήταν κατά σειρά η
Χρυσή πύλη, η πύλη του Ξυλόκερκου, η πύλη της Ζωοδόχου πηγής, η πύλη
του καλού Αγρού, ή του Καλαγρού, η πύλη του Πολυανδρίου, η πύλη του
Αγίου Ρωμανού, η πύλη του Πέμπτου, η πύλη του Χαρισίου και η Κερκόπορτα.
Από τήν περιοχή των Βλαχερνών ως τήν περιοχή του Ιερού Παλατίου, τό
τείχος ήταν απλό και είχε ύψος περίπου δέκα μέτρων.
Οι
πόρτες πού υπάρχουν στό τμήμα αυτό του τείχους είναι δεκατέσσερις. Κατά
σειρά είναι η Κυλιόμενη πόρτα, η πόρτα της Αναστάσεως, η πόρτα του
Κυνηγού, η Βασιλική πόρτα, η πόρτα του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, η
πόρτα του Φάρου, η πύλη των Πετριών, η πύλη της Αγίας Θεοδοσίας, η Πόρτα
εις Πηγάς, η Πόρτα της Πλατείας, η Πύλη των Δρουγαρίων, η Πόρτα της
Φυλακής, η πόρτα του Περάματος, η πύλη της Ικανατίσσης, η πύλη του
Νεωρίου, η πόρτα του Ευγενίου.
Από τήν περιοχή του παλατιού ως τήν Χρυσή
πύλη μεσολαβούν οκτώ χιλιόμετρα παραλιακού τείχους τό οποίο όπως και
στήν περίπτωση του τείχους του Κερατίου κόλπου είναι μονό. Τό ύψος των
τειχών προσδιορίζεται ανάμεσα στά δώδεκα και δεκαπέντε μέτρα. Κατά σειρά
αναφέρονται : η πύλη του Αγίου Μπάρμπου ή Αυτοκρατορική πύλη, η Σιδηρά
πύλη, η πύλη του Αγίου Λαζάρου, η μικρά πύλη της Οδηγητρίας, η πύλη του
Μιχαήλ του Πρωτοβεστιαρίου, πόρτα Λέοντος, τό Κοντοσκάλιον, η πόρτα του
Αγίου Αιμηλίου, πόρτα του Ψαμαθά.
Πηγή: http://www.agiasofia.com/http://wp.me/p1Op6Y-13C
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια δημοσιεύονται με μια καθυστέρηση και αφού τα δει κάποιος από τη διαχείριση...και όχι για λογοκρισία αλλά έλεγχο για: μη αναφορά σε προσωπικά δεδομένα, τηλέφωνα, διευθύνσεις, προσβλητικά, υποτιμητικά και υβριστικά μηνύματα ή δεσμούς (Link) με σεξουαλικό περιεχόμενο.
Η φιλοξενία και οι αναδημοσιεύσεις άρθρων τρίτων, τα σχόλια και οι απόψεις των σχολιαστών δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του ιστολογίου μας και δεν φέρουμε καμία ευθύνη γι’ αυτά. Προειδοποίηση: Περιεχόμενο Αυστηρώς Ακατάλληλο για εκείνους που νομίζουν ότι θίγονται προσωπικά στην ανάρτηση κειμένου αντίθετο με την ιδεολογική τους ταυτότητα ή άποψη, σε αυτούς λέμε ότι ποτέ δεν τους υποχρεώσαμε να διαβάσουν το περιεχόμενο του ιστολογίου μας.