Η δημόσια διοίκηση, οι απολύσεις και τα πειθαρχικά

Του Αθανάσιου Κατσίμπελη*


Η ανάγκη εκσυγχρονισμού του ελληνικού δημοσίου και συγκεκριμένα της δημόσιας διοίκησης αποτελεί επιτακτική ανάγκη για τη δόμηση ενός σύγχρονου κυρίαρχου και δημοκρατικού κράτους. Με τον όρο Δημόσια Διοίκηση χαρακτηρίζεται γενικά το σύνολο μέσων και ενεργειών που αποσκοπούν στην επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος για την ικανοποίηση του γενικού συμφέροντος των πολιτών ενός κράτους.

 Η Δημόσια Διοίκηση μιας Χώρας αποτελεί μέρος του κρατικού μηχανισμού της και ειδικότερα της εκτελεστικής εξουσίας.
Στην Ελλάδα είτε θέλουμε να το παραδεχτούμε είτε όχι δημιουργήθηκε τα χρόνια της Μεταπολίτευσης ένας δημόσιος τομέας με χιλιάδες υπαλλήλους που διορίστηκαν και επιλέχθηκαν  με κομματικά κριτήρια ικανοποιώντας τις ανάγκες του πελατειακού συστήματος. Μόνο τα τελευταία χρόνια επιλέγονταν υπάλληλοι μέσω ΑΣΕΠ  και εξαίρεση αποτελούσαν κλάδοι δημοσίων υπαλλήλων με πανεπιστημιακή εκπαίδευση όπως οι εκπαιδευτικοί οι οποίοι είτε με την επετηρίδα είτε με τον ΑΣΕΠ διορίστηκαν στο δημόσιο με αξιοκρατικά κριτήρια και διαφάνεια.
Θεωρητικά (αλλά αντισυνταγματικά) μια πραγματική επανίδρυση του κράτους και της δημόσιας διοίκησης θα μπορούσε να γίνει αν καταγράφονταν οι πραγματικές ανάγκες των δημοσίων υπαλλήλων στην Ελλάδα κι έπειτα απολύονταν και επαναπροσλαμβάνονταν όσοι πραγματικά εξυπηρετούν τις ανάγκες της χώρας. Σε περίπτωση που γινόταν αυτό είναι σχεδόν βέβαιο πως θα χρειαζόταν να προσληφθούν παραπάνω δημόσιοι υπάλληλοι από αυτούς που ήδη υπηρετούν μιας και όλες οι υπηρεσίες έχουν ελλείψεις προσωπικού και πολλές υπολειτουργούν.
Ταυτόχρονα στο ελληνικό δημόσιο σήμερα με την εφαρμογή του ενιαίου μισθολογίου το 2011 έχουν δημιουργηθεί τεράστιες μισθολογικές διαφορές μεταξύ των υπαλλήλων που είχαν το 2011 κάτω από 20 χρόνια υπηρεσίας σε σχέση με αυτούς που είχαν πάνω από 20 χρόνια υπηρεσίας. Για παράδειγμα ένας υπάλληλος με πάνω από 20 χρόνια υπηρεσίας μπορεί να λαμβάνει ετήσιες αποδοχές 21.000 ευρώ και ένας νέος συνάδελφός του έστω κι αν έχει αυξημένα προσόντα μπορεί να λαμβάνει ως νεοδιόριστος 7.000 ευρώ. Αυτό συνέβη γιατί η εφαρμογή του ενιαίου μισθολογίου δεν θα μπορούσε να γίνει αν δεν είχαν «προστατευτεί» συγκεκριμένες ομάδες δημοσίων υπαλλήλων που ελέγχουν την πλειοψηφία των συνδικάτων γιατί πολύ απλά είναι περισσότεροι αριθμητικά.
Η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί όσο αξιοκρατικά κι αν γίνει, με δεδομένη την παγιοποίηση της βαθμολογικής κατάταξης των υπαλλήλων με βάση τα χρόνια υπηρεσίας τους. Πρόκειται περί αξιολόγησης στη βάση της επετηρίδας που απλά θα αναπαράγει το μοντέλο δημόσιας διοίκησης που έχουμε.
Οι πιέσεις της Τρόικας για απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων άκριτα και βεβιασμένα θα οδηγήσουν σε σύγχρονες Ιφιγένειες που θα θυσιαστούν και η θυσία τους δεν θα φέρει κανένα αποτέλεσμα απλά θα επιδεινώσει την ίδια τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης. Η προσπάθεια να απολυθούν δημόσιοι υπάλληλοι για να ικανοποιηθεί η Τρόικα χρησιμοποιώντας το «παραθυράκι» της δίωξης μέσω του πειθαρχικού δικαίου έχει πολλά προβλήματα, αφενός γιατί τίθενται σε διαθεσιμότητα υπάλληλοι που εξαιτίας της καθυστέρησης απονομής της δικαιοσύνης κατηγορούνται μεν ενώ μπορεί να είναι και αθώοι και αφετέρου τίθενται σε αργία με εφαρμογή του νόμου, παραβιάζοντας  ωστόσο το Συνταγματικά κατοχυρωμένο τεκμήριο της αθωότητας τους. Οποιαδήποτε άλλη απόλυση μόνιμου δημοσίου υπαλλήλου είναι αντισυνταγματική.
Ο ίδιος ο σημερινός  Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, κ. Αντώνης Μανιτάκης υποστήριζε σε άρθρο του στην Αυγή στις 17/04/2010 τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων που προκύπτει από το Σύνταγμά μας.
Συγκεκριμένα ανέφερε τότε ο Υπουργός και καθηγητής Συνταγματικού δικαίου : «Η συνταγματική εγγύηση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, όπως κατοχυρώνεται σήμερα στο άρθρο 103 παρ. 4, είναι πολύ παλιά και καθιερώθηκε με την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1911 με την έλευση του Ελευθερίου Βενιζέλου, ως δραστική αντιμετώπιση της κομματικής φαυλοκρατίας και ασυδοσίας, που επικρατούσε μέχρι τότε, σχετικά με τους διορισμούς και τις απολύσεις των δημοσίων υπαλλήλων. Κάθε πολιτική παράταξη που κέρδιζε τις εκλογές φρόντιζε να απολύει όλους τους υπαλλήλους που είχε διορίσει η προηγούμενη κυβέρνηση και να τους αντικαθιστά με τους δικούς της. Οι απολυμένοι συγκεντρώνονταν σε ένδειξη διαμαρτυρίας στην πλατεία της πόλεως των Αθηνών και έκλαιγαν απελπισμένοι τη μοίρα τους. Η πλατεία αυτή ονομάστηκε, εκ του λόγου αυτού, πλατεία Κλαυθμώνος.
Εκατό χρόνια ακριβώς μετά το σημαδιακό αυτό ιστορικό προηγούμενο, η μοίρα αυτού του τόπου μάς αναγκάζει, αντί να γιορτάσουμε την επέτειό του, να ξαναθυμηθούμε τη νομική και θεσμική σημασία του και να συμπυκνώσουμε το νόημά του, όπως μας το κληροδότησε η εκατονταετής εφαρμογής της μονιμότητας από τον νομοθέτη και τη διοίκηση και όπως το ερμήνευσε η συνταγματική μας νομολογία. Ήδη πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είχε διευκρινίσει ότι η κατάλυση της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσης, την οποία επιφέρει αναγκαστικά η ενδεχόμενη νομοθετική κατάργηση της οργανικής θέσης που κατέχει ο δημόσιος υπάλληλος ανατρέπεται και η απόλυση του δημοσίου υπαλλήλου αποτρέπεται, όταν ο νομοθέτης προβλέψει ταυτόχρονα με την κατάργηση τη δημιουργία νέων θέσεων όμοιων με τις καταργημένες. Τότε ο υπό απόλυση δημόσιος υπάλληλος έχει δικαίωμα διορισμού και αυτοδίκαιης ένταξης στις νέες οργανικές θέσεις. Στην απόφαση π.χ. 1725/1955, που επιβεβαιώνει προγενέστερη νομολογία, το ΣτΕ διακήρυξε ότι «οι δημόσιοι υπάλληλοι οι απολαύοντες της κατά το Σύνταγμα μονιμότητος διατηρούσι ταύτην […] και εις περίπτωσιν καθ' ην αι κατεχόμεναι υπ' αυτών θέσεις μεταφέρονται εκ της δημοσίας υπηρεσίας εις το υφιστάμενον ή νεοϊδρυόμενον νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου».
Έκτοτε, παγίως ο νομοθέτης όταν καταργούσε οργανικές θέσεις για διαφόρους λόγους, μεταξύ των οποίων και η αναδιάρθρωση υπηρεσιών, φρόντιζε να εντάσσει τους υπαλλήλους των οποίων οι θέσεις καταργούνταν στις νέες θέσεις που δημιουργούνταν. Όταν οι νεοϊδρυόμενες θέσεις ήταν κατ' ουσίαν όμοιες προς αυτές που καταργήθηκαν γινόταν παγίως δεκτό ότι αναβίωνε η συνταγματική προστατευόμενη μονιμότητα του απολυθέντος λόγω καταργήσεως της οργανικής θέσης. Η περίπτωση της αναβίωσης θα πρέπει να διακριθεί πάντως από τη διατήρησή της λόγω αυτοδίκαιης ένταξης, διότι είναι κάτι το διαφορετικό και το επιπλέον. Αυτό αποτελούσε μια πάγια πρακτική, η οποία λειτουργούσε ως έμπρακτη ερμηνεία της συνταγματικής εγγύησης της μονιμότητας και αποτέλεσε τη βάση για τη θεμελίωση ενός συνταγματικού πλέον δικαιώματος των δημοσίων υπαλλήλων στη μονιμότητα.
Έτσι μπορούμε σήμερα να ισχυριστούμε ότι από το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος απορρέει ένα συνταγματικό δικαίωμα των δημοσίων υπαλλήλων στη μονιμότητα, το οποίο αναβιώνει μόλις ανασυσταθούν μετά από συγχώνευση, αναδιάρθρωση ή ανασύνταξη δημοσίων υπηρεσιών ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου θέσεις όμοιες από άποψη αντικειμένου ή καθηκόντων με αυτές που καταργούνται. Δημιουργείται δηλαδή, ακόμη και αν έχουν εν τω μεταξύ απολυθεί, ένα δικαίωμα αυτοδίκαιου επαναδιορισμού τους. Η αναβίωση αυτή της μονιμότητας δεν αφορά συγκεκριμένα τις νέες θέσεις που ιδρύονται, που μπορεί να είναι και λιγότερες από τις καταργούμενες, αλλά γενικά και αφηρημένα τις δημόσιες υπηρεσίες ή τη δημόσια υπηρεσία με τη λειτουργική του όρου έννοια, που επιτελεί όμοια καθήκοντα και εξυπηρετεί τις ίδιες ανάγκες.
Οι υπό απόλυση δημόσιοι υπάλληλοι λόγω νομοθετικής κατάργησης της θέσης τους διαθέτουν άρα συνταγματικό δικαίωμα διορισμού ή επανένταξης ή μετάταξης γενικά στο Δημόσιο, ακόμη και σε άλλη ή παρεμφερή με την καταργούμενη δημόσια υπηρεσία, εφόσον μεταξύ των άλλων, όλα αυτά τα χρόνια, τους δημιουργήθηκε η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι το συνταγματικό τους δικαίωμα στη νομιμότητα δεν είναι δυνατόν να το θίξει ο κοινός νομοθέτης.
Το πόσο δίκαιη και δικαιολογημένη είναι αυτή η πεποίθηση των εν λόγω υπαλλήλων είναι πιστεύω περιττό να αναλύσω. Δεν τολμώ να φανταστώ ότι θα υπάρξει ελληνική κυβέρνηση που θα επιχειρήσει το αντίθετο, το οποίο θεωρώ ούτως ή άλλως απάνθρωπο: και μόνη η σκέψη του με ξεπερνά ως νομικό, ως συνταγματολόγο, ως δημοκρατικό πολίτη.»

Όπως έχω υποστηρίξει και παλιότερα : Η Νέα Μεταπολίτευση προϋποθέτει Συντακτική Βουλή, μόνο με μια ολοκληρωμένη διαδικασία Συνταγματικής αλλαγής και ρύθμισης του πολιτικού μας συστήματος θα αλλάξουμε αυτή τη χώρα και δεν θα κάνουμε απλά «μπαλώματα» για χάρη της Τρόικας και της ικανοποίησης των συμφερόντων του πελατειακού πολιτικού συστήματος.

*Δάσκαλος- M.Ed, Nομικός
eproini.gr

Σχόλια