Τοπικά έθιμα εορτών ...(Βαλανίδα Ελασσώνος)

Χριστούγεννα
Από τα χαράματα της παραμονής των Χριστουγέννων οι νοικοκυρές ετοίμαζαν τις κουλούρες που θα έδιναν στα παιδιά όταν θα έρχονταν να πουν τα κάλαντα και κάποιες εξ αυτών στολισμένες τις κατέθεταν στην εκκλησιά την ημέρα των Φώτων.
Οι γυναίκες και τα παιδιά του χωριού το πρωινό της παραμονής έλεγαν κάλαντα πριν ακόμη φέξει η ημέρα.
Μόλις ξημέρωνε οι άντρες έσφαζαν το γουρούνι. Το χοιρινό κρέας ήταν το βασικότερο συστατικό
για όλα τα φαγητά του δωδεκαημέρου. Κατά την εκτέλεση της διαδικασίας οι άντρες διασκέδαζαν, έπιναν και τραγουδούσαν.
Μετά οι γυναίκες έπαιρναν το κρέας και ετοίμαζαν το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, έφτιαχναν λουκάνικα, ετοίμαζαν την τηγανιά, τα γιαπράκια, το «ψτάρι» και το «προσκέφαλο». Το «ψτάρι» ήταν το κάτω μέρος του κεφαλιού από το γουρούνι το οποίο ψήνονταν αφού πρώτα εμπλουτιζόταν με τα ανάλογα καρυκεύματα. Το «προσκέφαλο» ήταν το στομάχι του γουρουνιού το οποίο γέμιζαν με ψιλοκομμένο κρέας, ρύζι, εντόσθια και μπαχαρικά. Τα «γιαπράκια» είναι οι γνωστοί λαχανοντολμάδες στους οποίους τυλίγουν με λάχανο κιμά και ρύζι με τέτοια επιμέλεια όπως τυλίγει η μητέρα την πάνα του μωρού, συμβολίζοντας τα σπάργανα του μικρού Χριστού.
Τα παιδιά μετά την Θεία λειτουργία της παραμονής και τα κάλαντα που προηγηθήκαν γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και έλεγαν τα «κόλυντρα».
«Κόλυντρα μέλιντρα….Χριστός γεννιέται, το γρούνι γκυλιέται…δως μας θειά μια κλούρα μη σε σπασ’ την μσούρα.»
Στα σπίτια όπου πήγαιναν η νοικοκυρά έβαζε ένα κορίτσι να καθίσει πάνω σε ένα φουκαλι και να πει τις ευχές, οι οποίες ήταν διαφορετικές σε κάθε σπίτι.
Μετά την εκκλησία και την απαραίτητη βόλτα στην πλατεία για ανταλλαγή ευχών όλη η οικογένεια μαζεύονταν στο σπίτι για να φάνε και να διασκεδάσουν.
Πρωτοχρονιά
Από την παραμονή οι νοικοκυρές ετοίμαζαν την βασιλόπιτα, άλλες έκαναν κρεατόπιτα και άλλες τυρόπιτα ανάλογα με την επιθυμία τους. Τα φύλλα της πίτας τα έψηναν πρώτα και παρασκευάζοντας την πίτα έβαζαν μέσα ένα φλουρί, ένα φύλλο πουρνάρι και ένα κομμάτι άχυρο.
Το βράδυ της παραμονής της πρωτοχρονιάς μαζεύονταν όλη η οικογένεια και περιμένοντας το νέο έτος παίζανε στο τζάκι «τα σιτάρια». Κατά το παιχνίδι αυτό ο κάθε ένας πετούσε στο τζάκι ένα σπυρί σιτάρι το οποίο από την πυρά άναβε και έσκαγε.
Όποιου το σπυρί έκανε τον περισσότερο θόρυβο αυτός ήταν ο νικητής και θα είχε “το καλύτερο τυχερό απ όλους”.
Τα παιδιά πριν ακόμη ξημερώσει η πρώτη μέρα του χρόνου γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι και λένε τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα.
Ανήμερα όλοι πήγαιναν στην εκκλησία. Μετά το τέλος της λειτουργίας έξω από την εκκλησία έρχονταν τα μπαμπαλιούρια. Ήταν άντρες ντυμένοι με παραδοσιακές φορεσιές και με άλλα ρούχα παλιά, άλλοι ντυμένοι γέροι άλλοι ντυμένοι γυναίκες.
Μαζί τους ήταν και ο κουδουνάρης αυτός δηλαδή που είχε κρεμασμένα γύρω του κουδούνια και με τον πολύ θόρυβο που έκανε ξόρκιζε το κακό να φύγει μακριά. Τα μπαμπαλιούρια ξεκινούσαν απ την εκκλησία και γύριζαν σε όλα τα σπίτια του χωριού, ειδικά σε εκείνα που είχαν εορτάζοντα, έλεγαν κάλαντα και παινέματα και κατέληγαν στην πλατεία.
Εκεί γίνονταν γλέντι και χορός. Να σημειώσουμε εδώ ότι στις περισσότερες περιοχές του τόπου μας την Πρωτοχρονιά γινόταν καρναβάλι δηλαδή μεταμφιέζονταν ο κόσμος και υποδέχονταν το νέο έτος με γλέντια. Πολλές περιοχές δεν έχουν μεταφέρει αυτό το έθιμο στις Αποκριές και το διατηρούν μέχρι σήμερα (Καστοριά, Σοχός κ.λ.π). Έτσι και στην Βαλανίδα την πρωτοχρονιά γινόταν καρναβάλι με ξυλοπόδαρο που ήταν “μέχρι τον ουρανό ψηλός” και “βλάχικο γάμο” και φυσικά το γαϊτανάκι και τα μπαμπαλιούρια.
Το μεσημέρι μαζεύονταν όλοι στα σπίτια και έτρωγαν την βασιλόπιτα . Όποιος έβρισκε το φλουρί ήταν ο τυχερός της χρονιάς , όποιος έβρισκε το πουρνάρι θα γινόταν μεγάλος τσέλιγκας, ενώ όποιος έβρισκε το άχυρο θα γίνονταν γαιοκτήμονας.
Θεοφάνεια
Την ημέρα των Φώτων οι νοικοκυρές πήγαιναν από νωρίς στην εκκλησία με τις κουλούρες που είχαν φτιάξει τα Χριστούγεννα. Εκεί ο παπάς του χωριού τα ευλογούσε και στην συνέχεια αυτά τα στούμπιζαν μαζί με αλάτι και τάϊζαν τα ζώα για να έχουν καλή υγειά και καλή παραγωγή.
Ο παπάς, ή ο επίτροπος της εκκλησίας έβγαζε σε δημοπρασία τις εικόνες και όποιος πλειοδοτούσε τις έπαιρνε για να τις περιφέρει τρεις φορές γύρω απ την εκκλησία και κατόπιν σε όλο το χωριό. Όλες οι εικόνες της εκκλησίας έβγαιναν σε δημοπρασία και όλες περιφέρονταν.
Μετά τον αγιασμό των υδάτων που γινόταν στο κοντινό ποτάμι γύριζαν πίσω στην εκκλησία όπου και στήνονταν χορός.

Σχόλια