Η ελληνική εξωτερική πολιτική και διπλωματία του Ιωάννη Μεταξά έναντι της Ιταλίας (1936-1940)


γράφει ο Αρχιμανδρίτης κ. ΚΥΡΙΛΛΟΣ  ΚΕΦΑΛΟΠΟΥΛΟΣ σε πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στο http://www.istorikathemata.com/ )
 Το 1936, όταν ο Ιωάννης Μεταξάς κήρυξε την δικτατορία της 4ης Αυγούστου και εξ αιτίας του εσωτερικού κομμουνιστικού κινδύνου και της αναταραχής στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδος, στον διεθνή χώρο είχαν ήδη εκδηλωθεί τα πρώτα σημάδια του επερχομένου πολέμου ( ενσωμάτωση Ρηνανίας στην Γερμανία, κατάκτηση Αβυσσηνίας από τους Ιταλούς, ιταλική παρουσία στην Αλβανία, ισπανικός εμφύλιος). Οι επεκτατικές διαθέσεις της ιταλικής εξωτερικής πολιτικής στην ανατολική Μεσόγειο γίνονταν εύκολα αντιληπτές. Σε αυτές τις δυσμενείς διεθνείς συνθήκες κύριο μέλημα της εξωτερικής πολιτικής του Μεταξά ήταν να διατηρήσει την ουδετερότητα της Ελλάδος. Έτσι, προσπαθεί να αποφύγει τις ιταλικές προκλήσεις ώστε να αποτραπεί ο πόλεμος, και ταυτόχρονα επιζητεί την βρετανική υποστήριξη ως αντιστάθμισμα της ιταλικής διεισδυτικότητας στην νοτιοανατολική Ευρώπη, Βαλκάνια και Μεσόγειο. Επιπλέον, φροντίζει να προετοιμάσει πολεμικά την χώρα για το ενδεχόμενο ενός πολέμου. Είναι ενδεικτικό ότι την τετραετία 1936-1940 δαπανήθηκαν 12 δις δρχ. για τον εξοπλισμό και την οχύρωση της χώρας [i].

Η ελληνική εξωτερική πολιτική του Μεταξά, που δεν διέφερε ουσιαστικά από αυτήν που είχε ακολουθηθεί τα προηγούμενα έτη, είχε στόχο την διατήρηση της ελληνικής ουδετερότητας. Αυτή η ουδετερόφιλη πολιτική προς τις ξένες δυνάμεις είχε δύο κατευθύνσεις, την βαλκανική και την μεσογειακή. Θεμέλιο της πρώτης ήταν το Βαλκανικό Σύμφωνο του 1934 μεταξύ Ελλάδος, Τουρκίας, Γιουγκοσλαβίας και Ρουμανίας, που συσπείρωνε τις βαλκανικές χώρες σε μία συμμαχία που σκοπούσε στην εξασφάλιση της ειρήνης και την αντιμετώπιση της βουλγαρικής κατά κύριο λόγο επιθετικότητας. Ωστόσο, στρατιωτικές υποχρεώσεις δεν προέκυπταν για τις βαλκανικές χώρες σε περίπτωση επιθέσεως από μία εξωβαλκανική Μεγάλη Δύναμη. Έτσι, π.χ. σε μία ιταλική επίθεση κατά ενός βαλκανικού κράτους, τα άλλα κράτη θα παρέμεναν ουδέτερα. Έτσι όμως δεν διασφαλιζόταν πλήρως η ειρήνη ούτε και η Ελλάδα από την ιταλική απειλή, η οποία το 1934 δεν ήταν εμφανής.

Βασιλιάς Γεώργιος Β΄
Η έλλειψη σχετικής πρόβλεψης το 1934 θα δεσμεύει και την πολιτική Μεταξά, που δεν προσδοκά στρατιωτική ενίσχυση από τα βαλκανικά κράτη. Άλλωστε, η βαλκανική του πολιτική βασιζόταν στον άξονα φιλίας Ελλάδος και Τουρκίας, και στην πρόταξη της βουλγαρικής απειλής (πρβλ. αμυντική γραμμή οχυρών Μεταξά)[ii]. Έναντι των άλλων εξωβαλκανικών δυνάμεων και των επιδιώξεών τους στην Βαλκανική, η πολιτική της Ελλάδος θα ήταν εξισορροπητική και ίσων αποστάσεων. Ως προς την μεσογειακή πολιτική, ο Μεταξάς επιζητούσε την ναυτική συνεργασία της Βρετανίας για να αντισταθμίσει την ιταλική απειλή στην ανατολική Μεσόγειο. Ο ίδιος ο Μεταξάς από τον Ιούλιο του 1936 είχε σπεύσει να διαβεβαιώσει τους Βρετανούς ότι η Ελλάδα θα τηρήσει όμοια πολιτική με την βρετανική στον χώρο της Μεσογείου. Αλλά και μετά την 4η Αυγούστου διαβεβαίωνε τον Βρετανό πρέσβυ Waterlow  για την φιλοβρετανική του στάση. Ανάλογες ήσαν και οι θέσεις του βασιλέως Γεωργίου Β' [iii]. To 1937 o Μεταξάς θα δώσει έμπρακτο δείγμα της στάσης του όταν υπογράφθηκαν ή αναθεωρήθηκαν συμβάσεις της ελληνικής κυβερνήσεως με βρετανικές εταιρίες, στις οποίες είχαν παραχωρηθεί προνόμια στον τομέα των τηλεπικοινωνιών.

Αλλά και αργότερα, το 1938 ο Μεταξάς επαναλαμβάνει ανάλογες βεβαιώσεις. Συγκεκριμένα, τον Σεπτέμβριο δήλωνε ότι ''σε περίπτωση πολέμου η Ελλάδα θα τηρούσε στάση φιλικής ουδετερότητας προς την Βρετανία'', ενώ τον Οκτώβριο του ιδίου έτους έλεγε στον Waterlow ότι θα ήθελε πιο στενές διμερείς σχέσεις. Στα τηλεγραφήματα του Βρετανού πρέσβεως προς την κυβέρνησή του αναφέρονται τα επιχειρήματα του Μεταξά υπέρ μιας διακρατικής συμμαχίας ( γεωγραφική θέση της Ελλάδος, δυνατότητα ελιμενισμού του βρετανικού στόλου στα ελληνικά ύδατα, παροχή βρετανικής οικονομικής ενίσχυσης σε αντιστάθμισμα της γερμανικής οικονομικής διείσδυσης στην Ελλάδα κ.ά.).

Ευλόγως  τίθεται το ερώτημα γιατί ο Μεταξάς εμφανίζεται να ακολουθεί φιλοβρετανική πολιτική, ενώ πιο αναμενόμενη θα ήταν μία φιλοαξονική στάση, την στιγμή μάλιστα που και οικονομικές δεσμεύσεις υπήρχαν προς την Γερμανία και ιδεολογικές συγγένειες με το καθεστώς της. Η συμπάθεια του Μεταξά προς την Γερμανία υπήρξε αναμφισβήτητη. Ο ίδιος είχε εκπαιδευθεί στην Ακαδημία Πολέμου του Βερολίνου, και το καθεστώς της 4ης Αυγούστου είχε ως πρότυπο το εθνικοσοσιαλιστικό γερμανικό κράτος και το ιταλικό φασιστικό, των οποίων η ιδεολογία και οι θεσμοί έγιναν προσπάθειες να εφαρμοσθούν στην Ελλάδα. Παρά τις ιδεολογικές συγγένειες των καθεστώτων, ο Μεταξάς ήταν υποχρεωμένος εκ των πραγμάτων να ακολουθήσει φιλοβρετανική πολιτική. Η βρετανική επιρροή στην Ελλάδα ήταν μεγάλη και βασικός της προωθητής ήταν ο βασιλεύς Γεώργιος ο Β', αγγλόφιλος, για την παλινόρθωση του οποίου το 1935 ο βρετανικός παράγων υπήρξε καίριος. Ο Μεταξάς δεν διέθετε ισχυρά ερείσματα στον λαό και τον στρατό και ουσιαστικά βρισκόταν σε μειονεκτική θέση έναντι του βασιλέως [iv]. Πάντα φοβόταν μήπως οι Βρετανοί αποσύρουν την υποστήριξη στο καθεστώς του και τον ανατρέψουν[v]. Ο φόβος αυτός θα τον διακατέχει ως το 1940. Επιπλέον, Βρετανοί ομολογιούχοι ήλεγχαν μέρος του ελληνικού δημοσίου εξωτερικού χρέους και έτσι ασκούνταν πίεση οικονομική, όπως συνέβη το 1937.

Ο κυριότερος όμως λόγος της φιλοβρετανικής στάσης του Μεταξά ήταν γεωπολιτικός. Ήδη από το 1934, πριν δηλ. ανέλθει στην εξουσία, είχε διατυπώσει το δόγμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής για τον μεσογειακό χώρο. Σε σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών την 3η Μαρτίου 1934 (για τις διαβουλεύσεις για το περιεχόμενο του Βαλκανικού Συμφώνου) είχε πει: ''Η Ελλάς δεν είναι μία χερσόνησος περιβρεχομένην από θάλασσαν, αλλά μία θάλασσα περιβαλλομένη υπό ξηράς…η Ελλάς δεν δύναται λοιπόν να τα βάλη ως εκ της γεωγραφικής της θέσεως με καμμίαν απολύτως ναυτικήν Δύναμιν Μεγάλην. Είναι πράγμα το οποίον ουδέ δύναται να σκεφθή… Αν και είναι βεβαίως παράτολμον εις την πολιτικήν να δημιουργή κανείς δόγματα, η Ελλάς δύναται να θέση ως δόγμα πολιτικόν ότι εν ουδεμία περιπτώσει δύναται να ευρεθή εις στρατόπεδον αντίθετον εκείνου, εις το οποίον θα ευρίσκεται η Αγγλία. Δυνάμεθα τούτο ν ατο θεωρήσωμεν ως δόγμα. Εγώ τουλάχιστον το ασπάζομαι''[vi]. Εξετάζοντας επίσης συσχετικά το ενδεχόμενο μιας πολεμικής αντιπαράθεσης στην ευρύτερη περιοχή με την Ιταλία, που ήταν μία ναυτική δύναμη, πρότεινε πολιτική ουδετερότητας έναντι αυτής.

Ταυτόσημη ήταν τότε και η πολιτική που πρότεινε ο Ελευθ. Βενιζέλος, και την οποία είχε ακολουθήσει ως τότε: ''η πολιτική αύτη συνίστατο εις την αποκατάστασιν σχέσεων με την μεγάλην μεσογειακήν Δύναμιν, την γείτονά μς Ιταλία, σχέσεων όσον είναι δυνατόν εγκαρδίων και αναλόγων με εκείνας τας οποίας έχει η Ελλάς επί έναν όλον αιώνα με την Γαλλίαν και την Αγγλίαν''[vii]Θα μπορούσε να ειπωθεί συμπερασματικά ότι η φιλοβρετανική πολιτική του Μεταξά δεν ήταν απλώς μία επιβεβλημένη εκ των πραγμάτων ακολουθητέα πολιτική, αλλά και μία συνειδητή επιλογή βασισμένη στην εκτίμηση των στρατηγικών και γεωπολιτικών δεδομένων, ενταγμένη στην συνολικότερη ελληνική εξωτερική πολιτική στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου, που ελάμβανε υπ' όψιν της τον ιταλικό παράγοντα. Το δόγμα αυτό διακηρυγμένο από το 1934, τμήμα της πολιτικής Βενιζέλου, θα ακολουθήσει με συνέπεια ο Ιω. Μεταξάς. Επομένως, η φιλοβρετανική του στάση διαμορφώνεται σε σχέση με την ιταλική παρουσία και επιθετικότητα, και στοχεύει αφ' ενός στην αμυντική εξασφάλιση της Ελλάδος και αφ' ετέρου στην διατήρηση των λεπτών ισορροπιών στις σχέσεις ενός κράτους που επιθυμεί να παραμείνει ουδέτερο στον μεσογειακό ανταγωνισμό των δύο ναυτικών δυνάμεων, της Βρετανίας και της Ιταλίας. Η μεσογειακή πολιτική της Ελλάδος εξηρτάτο από την στάση των δύο αυτών δυνάμεων και τις μετξύ τους σχέσεις.

Σχόλια