Ο Ανδρέας Κάλβος υπήρξε Έλληνας λόγιος και εθνικός ποιητής, βαθύτατα πατριώτης, αρχαιολάτρης και νεοκλασικιστής. Η ποίησή του επική, υμνεί το πάθος προς την ελευθερία.
Γεννήθηκε
στην Ζάκυνθο το 1792, πατέρας του ήταν ο Κερκυραϊκής καταγωγής Τζανέτος
Κάλβος ανθυπολοχαγός του ενετικού στρατού και μητέρα του η
αριστοκράτισσα Αδριανή Ρουκάνη.
Σε ηλικία 9 ετών, εγκαθίσταται με τον
πατέρα του στο Λιβόρνο της Ιταλίας μαζί με τον μικρότερο αδελφό του
Νικόλαο. Ο Ανδρέας υπήρξε φιλομαθέστατος και έλαβε εξαιρετική μόρφωση,
με σπουδές στην αρχαιοελληνική και λατινική λογοτεχνία.
Το 1812 μετά
το θάνατο του πατέρα του ο Ανδρέας μετακομίζει στην Φλωρεντία όπου
σπούδασε Ελληνική, Λατινική και Ιταλική φιλολογία παραδίδοντας
ταυτόχρονα μαθήματα για την εξασφάλιση των προς το ζην.
Το 1815
μετακομίζει στη Ζυρίχη όπου και μαθαίνει καθυστερημένα το θάνατο της
μητέρας του (η μητέρα του απεβίωσε το 1815 και ο Κάλβος το πληροφορήθηκε
το 1816). Κατόπιν μετακομίζει στο Λονδίνο όπου παραδίδει μαθήματα, ενώ
ταυτόχρονα μεταφράζει θρησκευτικά βιβλία στα ιταλικά και τα ελληνικά
και γράφει ποίηση, στην οποία συνενώνει με εκπληκτικό τρόπο την δημοτική
ελληνική γλώσσα με την αρχαϊζουσα.
Στις 18
Μαϊου 1819 νυμφεύθηκε την αγγλίδα Maria Tereza Thomas, η οποία όμως
πέθανε κατά το πρώτο εξάμηνο του 1820 μαζί με την κόρη τους που είχε
μόλις γεννηθεί.
Λυπημένος
βαθύτατα, εγκατέλειψε το καλοκαίρι του 1820 την Ζυρίχη και εγκαταστάθηκε
προσωρινά στο Παρίσι και κατόπιν τον Σεπτέμβριο του 1820 ξανά στην
Φλωρεντία.
Στην
Φλωρεντία εντάχθηκε στην μυστική οργάνωση των «Καρμπονάρων»
(«Carbonari») και εξαιτίας της δράσης του συνελήφθη και απελάθηκε στην
Ελβετία στις 23 Απριλίου 1821.
Στην Γενεύη
εντάχθηκε στο κίνημα των φιλελλήνων, εξασφαλίζοντας τα προς το ζην με
παραδόσεις μαθημάτων ξένων γλωσσών. Καθώς είχε ήδη ξεσπάσει στην Ελλάδα η
εθνική Επανάσταση κατά των Οθωμανών, προπαγάνδισε συστηματικά υπέρ του
αγώνα των συμπατριωτών του, με δημοσιεύματα και διαλέξεις.
Έπειτα από 2
χρόνια, το 1826, συμπλήρωσε τις «Ωδές» του με επιπλέον 10, τις οποίες
εξέδωσε αυτή την φορά από το Παρίσι όπου είχε εγκατασταθεί από τις αρχές
του 1825 συνεχίζοντας πάντα την πατριωτική του δράση. Στην τέταρτη ωδή
του «Εις Σάμον» καταθέτει συγκλονιστικές στροφές προς τιμή όλων των
αγωνιστών, όλων των τόπων και όλων των εποχών («Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται ζυγόν δουλείας, ας έχωσι - θέλει αρετήν και τόλμην / η ελευθερία».
Στις 16
Ιουνίου 1826 αναχώρησε από το Παρίσι και στο τέλος του μήνα έφθασε στο
Ναύπλιο, αποφασισμένος να συμμετάσχει στην προσπάθεια για μία ελεύθερη
Ελλάδα («Τρέξατε, αδέλφια, τρέξατε… – σύμμετρα ας αποθάνωμεν δια την
πατρίδα»), απογοητεύθηκε όμως πολύ σύντομα όταν είδε την τρομακτική
διχόνοια των Ελλήνων και την αγροικία τους που τους καθιστούσε ανίκανους
να εκτιμήσουν το ποιητικό του έργο («ως ξένου που πλησιάζει τα ελληνικά
και ως Έλληνα που ασπάζεται τα ξένα»). Ταυτόχρονα αηδιασμένος και
εξοργισμένος, κατέφυγε από τον Αύγουστο του 1826 στην Κέρκυρα, όπου
αρχικά εργάσθηκε ως οικοδιδάσκαλος και εν συνεχεία, δίδαξε συγκριτική
λογοτεχνία για δύο περίπου έτη, ως έκτακτος καθηγητής Φιλοσοφίας, στην
«Ιόνιο Ακαδημία». Μετά από λίγο όμως παραιτήθηκε από την θέση, για να
ασχοληθεί ξανά με ιδιαίτερα μαθήματα μεταφράζοντας παράλληλα αρκετά
ξενόγλωσσα βιβλία.
Στα τέλη του
1852 έφυγε για το Λονδίνο, νυμφεύθηκε στις αρχές του 1853 σε ηλικία 61
ετών την Charlotte Wadams και εγκαταστάθηκαν στο Louth του Linkolnshire,
όπου η Σαρλότ ίδρυσε παρθεναγωγείο, στο οποίο ο Κάλβος δίδαξε ξένες
γλώσσες και μαθηματικά μέχρι τον θάνατό του στις 3 Νοεμβρίου 1869, μετά
τον θάνατο της συζύγου του.
***************
Όπως συνέβη και με πολλούς ανεπιθύμητους
ήρωες του 1821 έτσι και η ποίηση του Ανδρέα Κάλβου για πολλές δεκαετίες
δεν έτυχε καν της στοιχειώδους αποδοχής από τους Έλληνες διανοούμενους.
Το έργο του
σκόπιμα αγνοημένο έτυχε τελικά μιας κάποιας στοιχειώδους αναγνώρισης
στην Ελλάδα μόνον μετά το 1889, όταν ο Κωστής Παλαμάς πρόβαλε για πρώτη
φορά τον Κάλβο σε μια διάλεξή του στην αίθουσα «Παρνασσός».
Η
αντιμετώπιση του Ανδρέα Κάλβου ήταν παρόμοια με αυτήν των περισσότερων
ηρώων – μορφών της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας……αμφισβήτηση στην εποχή
τους……αδιαφορία ή υποτονικές αναφορές σήμερα. Οι άνδρες αυτοί οι οποίοι
έπρεπε να αποτελούν πρότυπα για τις μετέπειτα γενεές, έχουν μετατραπεί
σε θαμπές αναμνήσεις οι οποίες ανασύρονται όταν γίνονται αναφορές σε
επιτεύγματα (πνευματικά – στρατιωτικά – Εθνικά) και αυτό ελλείψει
σύγχρονων συνεχιστών του έργου τους.
Όμως πώς να
υπάρξουν διάδοχοι προσωπικοτήτων τέτοιου βεληνεκούς όταν τα μόνα πρότυπα
που προβάλλονται είναι ετερόφωτοι διάττοντες αστέρες – αλαλάζουσες
εφήμερες προσωπικότητες και όταν οι περισσότεροι εξ ημών ανατρέχουμε και
επικαλούμεθα το ένδοξο παρελθόν όταν πλήττονται τα συμφέροντά μας,
επανερχόμενοι στην νεοελληνική νιρβάνα μας όταν παρέλθει ο κίνδυνος.
Παρακάτω παρατίθεται η δεύτερη Ωδή από το ομώνυμο έργο του.
Πηγή: http://www.rassias.gr
ᾨδὴ Δευτέρα. Εἰς Δόξαν
Ἔσφαλεν ὁ τὴν δόξαν
ὀνομάσας ματαίαν,
καὶ τὸν ἄνδρα μαινόμενον
τὸν πρὸ τοιαύτης καίοντα
θεᾶς τὴν σμύρναν.
Δίδει αὐτὴ τὰ πτερά·
καὶ εἰς τὸν τραχύν, τὸν δύσκολον
τῆς Ἀρετῆς τὸν δρόμον
τοῦ ἀνθρώπου τὰ γόνατα
ἰδοὺ πετάουν.
Μικρὰν ψυχήν, κατάπτυστον,
κατάπτυστον καρδίαν
ἔτυχ᾿ ὅστις ἀκούει
τῆς δόξης τὴν παράκλησιν
καὶ δειλιάζει.
Ποτέ, ποτὲ μὲ᾿ δάκρυα
δὲν ἔβρεξεν ἐκεῖνος
τῶν φίλων του τὸ μνῆμα,
οὔτε τὸ χῶμα ἐφίλησε
τῶν συγγενῶν του.
Εἰς τὸν ἠγριωμένον
βαθὺν ὠκεανόν,
ὅπου φυσάει μὲ᾿ βίαν
καὶ ὀργίζεται τὸ πνεῦμα
τῆς πικρᾶς τύχης·
Καθ᾿ ἡμέραν κυττάζει
τοὺς πολλοὺς τῶν δυστήνων
πνιγομένων θνητῶν,
καὶ ποῖος ποτὲ τὸν ἤκουσε
παραπονοῦντα;
Θερμότατον τὸν πόθον
ἐφύτευσας τῆς δόξης
εἰς τὴν καρδίαν τῶν τέκνων σου,
Ὦ Ἑλλάς, καὶ καλεῖσαι
μήτηρ ἡρῴων.
Καθὼς ἀπὸ τὸ σπήλαιον
ἐκβὰς ὁ λέων πληγώνει,
σκοτώνει, διασκορπίζει
τολμηρῶν κυνηγῶν
πλῆθος Ἀράβων·
Καθὼς εἰς τὸν χειμῶνα
τὸ νερὸν ὑπερήφανον
τοῦ χειμάρρου κυλίεται,
καὶ τὰ χωράφια χάνονται
βοσκοὶ καὶ ζῷα.
Ἢ καθὼς τὴν αὐγὴν
ἐξαπλώνετ᾿ ὁ Ἥλιος,
καὶ τ᾿ ἄστρα τ᾿ ἀναρίθμητα
ἀπὸ τὸν μέγαν Ὄλυμπον
πάντα ἐξαλείφει·
Οὕτως τὰ μύρια τάγματα
ἔχυσεν ὁ Ἀράξης,
ἀλλά, ὦ Ἀσπὶς Ἑλλάδος,
σὺ ἐπὶ τοὺς Πέρσας ἄστραψες,
κ᾿ ἔγινον κόνις.
Περίφημοι ψυχαὶ
τριακοσίων λακώνων,
ψυχαὶ αἱ ποὺ ἐδοξάσατε
τὸν Ἀσωπὸν καὶ τ᾿ ἄλσος
τοῦ Μαραθῶνος·
Εὔφραινε μὲ᾿ τὸ ἀθάνατον
μέτρον τὰς Ἀχαΐδας
χήρας ὁ θεῖος Ὅμηρος,
καὶ τὸ πνεῦμα σας ἄναπτε
τὸ ἴδιον μέλος.
Τοῦ καρτεροῦ Αἰακίδου
τὴν φήμην ἐζηλεύσατε,
(ἀείμνηστος, θαυμάσιος
ζῆλος) καὶ τ᾿ αἷμα ἐχύσατε
διὰ τὴν Ἑλλάδα.
Καιγώ, καἰγὼ τὸ σίδηρον
γυρεύω· ποῖος μοῦ δίδει
τὰς βροντὰς τοῦ πολέμου;
ποῖος μ᾿ ὁδηγεῖ τὴν σήμερον
εἰς τὸν ἀγῶνα;
Φοβερόν, μυσαρὸν
θρέμμα σκληρᾶς Ἀσίας,
Ὠθωμανέ, τί μένεις;
τί νοεῖς; τί δὲν φεύγεις
τὸν θάνατόν σου;
Ἔφθασ᾿ ἡ ὥρα· φύγε,
ἀνέβα τὴν ἀγρίαν
ἀραβικὴν φοράδα·
νίκησον εἰς τὸ τρέξιμον
καὶ τοὺς ἀνέμους.
Ἐπὶ τὸν Ὑμηττὸνὀνομάσας ματαίαν,
καὶ τὸν ἄνδρα μαινόμενον
τὸν πρὸ τοιαύτης καίοντα
θεᾶς τὴν σμύρναν.
Δίδει αὐτὴ τὰ πτερά·
καὶ εἰς τὸν τραχύν, τὸν δύσκολον
τῆς Ἀρετῆς τὸν δρόμον
τοῦ ἀνθρώπου τὰ γόνατα
ἰδοὺ πετάουν.
Μικρὰν ψυχήν, κατάπτυστον,
κατάπτυστον καρδίαν
ἔτυχ᾿ ὅστις ἀκούει
τῆς δόξης τὴν παράκλησιν
καὶ δειλιάζει.
Ποτέ, ποτὲ μὲ᾿ δάκρυα
δὲν ἔβρεξεν ἐκεῖνος
τῶν φίλων του τὸ μνῆμα,
οὔτε τὸ χῶμα ἐφίλησε
τῶν συγγενῶν του.
Εἰς τὸν ἠγριωμένον
βαθὺν ὠκεανόν,
ὅπου φυσάει μὲ᾿ βίαν
καὶ ὀργίζεται τὸ πνεῦμα
τῆς πικρᾶς τύχης·
Καθ᾿ ἡμέραν κυττάζει
τοὺς πολλοὺς τῶν δυστήνων
πνιγομένων θνητῶν,
καὶ ποῖος ποτὲ τὸν ἤκουσε
παραπονοῦντα;
Θερμότατον τὸν πόθον
ἐφύτευσας τῆς δόξης
εἰς τὴν καρδίαν τῶν τέκνων σου,
Ὦ Ἑλλάς, καὶ καλεῖσαι
μήτηρ ἡρῴων.
Καθὼς ἀπὸ τὸ σπήλαιον
ἐκβὰς ὁ λέων πληγώνει,
σκοτώνει, διασκορπίζει
τολμηρῶν κυνηγῶν
πλῆθος Ἀράβων·
Καθὼς εἰς τὸν χειμῶνα
τὸ νερὸν ὑπερήφανον
τοῦ χειμάρρου κυλίεται,
καὶ τὰ χωράφια χάνονται
βοσκοὶ καὶ ζῷα.
Ἢ καθὼς τὴν αὐγὴν
ἐξαπλώνετ᾿ ὁ Ἥλιος,
καὶ τ᾿ ἄστρα τ᾿ ἀναρίθμητα
ἀπὸ τὸν μέγαν Ὄλυμπον
πάντα ἐξαλείφει·
Οὕτως τὰ μύρια τάγματα
ἔχυσεν ὁ Ἀράξης,
ἀλλά, ὦ Ἀσπὶς Ἑλλάδος,
σὺ ἐπὶ τοὺς Πέρσας ἄστραψες,
κ᾿ ἔγινον κόνις.
Περίφημοι ψυχαὶ
τριακοσίων λακώνων,
ψυχαὶ αἱ ποὺ ἐδοξάσατε
τὸν Ἀσωπὸν καὶ τ᾿ ἄλσος
τοῦ Μαραθῶνος·
Εὔφραινε μὲ᾿ τὸ ἀθάνατον
μέτρον τὰς Ἀχαΐδας
χήρας ὁ θεῖος Ὅμηρος,
καὶ τὸ πνεῦμα σας ἄναπτε
τὸ ἴδιον μέλος.
Τοῦ καρτεροῦ Αἰακίδου
τὴν φήμην ἐζηλεύσατε,
(ἀείμνηστος, θαυμάσιος
ζῆλος) καὶ τ᾿ αἷμα ἐχύσατε
διὰ τὴν Ἑλλάδα.
Καιγώ, καἰγὼ τὸ σίδηρον
γυρεύω· ποῖος μοῦ δίδει
τὰς βροντὰς τοῦ πολέμου;
ποῖος μ᾿ ὁδηγεῖ τὴν σήμερον
εἰς τὸν ἀγῶνα;
Φοβερόν, μυσαρὸν
θρέμμα σκληρᾶς Ἀσίας,
Ὠθωμανέ, τί μένεις;
τί νοεῖς; τί δὲν φεύγεις
τὸν θάνατόν σου;
Ἔφθασ᾿ ἡ ὥρα· φύγε,
ἀνέβα τὴν ἀγρίαν
ἀραβικὴν φοράδα·
νίκησον εἰς τὸ τρέξιμον
καὶ τοὺς ἀνέμους.
ἐβλάστησεν ἡ δάφνη,
φύλλον ἱερόν, στολίζει
τὰ ἠριπομένα λείψανα
τοῦ Παρθενῶνος.
Νέοι, γυναῖκες, γέροντες,
Ἑλληνικὰ θηρία,
φιλοῦσιν, ἀποσπάουσι
τοὺς κλάδους, στεφανώνουσι
τὰς κεφαλάς των.
Ἀνέβα τὴν ἀράβιον,
Ὠθωμανέ, φοράδα·
τὴν φυγὴν κατεγκρήμνισον·
Ἑλληνικὰ θηρία
σὲ κατατρέχουν.
Τὴν λάμψιν τῶν ὀργάνων
ἀρειμανίων ἴδε·
ἄκουσον τὴν βοὴν
τῶν θάνατον πνεόντων
ἢ ἐλευθερίαν.
Νοεῖς; – Τρέξατε, δεῦτε
οἱ τῶν Ἑλλήνων παῖδες·
ἦλθ᾿ ὁ καιρὸς τῆς δόξης,
τοὺς εὐκλεεῖς προγόνους μας
ἂς μιμηθῶμεν.
Ἐὰν τὸ ἀκονίσῃ ἡ δόξα,
τὸ ξίφος κεραυνοί·
ἐὰν ἡ δόξα θερμώσῃ
τὴν ψυχὴν τῶν Ἑλλήνων
ποῖος τὴν νικάει;
Τί τρέμεις; τὴν φοράδα
κτύπα, κέντησον, φύγε
Ὠθωμανέ· θηρία
μάχην πνέοντα, δόξαν,
σὲ κατατρέχουν.
Ὦ δόξα, διὰ τὸν πόθον σου
γίνονται καὶ πατρίδος,
καὶ τιμῆς, καὶ γλυκείας
ἐλευθερίας καὶ ὕμνων
ἄξια τὰ ἔθνη.
Χείλων
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια δημοσιεύονται με μια καθυστέρηση και αφού τα δει κάποιος από τη διαχείριση...και όχι για λογοκρισία αλλά έλεγχο για: μη αναφορά σε προσωπικά δεδομένα, τηλέφωνα, διευθύνσεις, προσβλητικά, υποτιμητικά και υβριστικά μηνύματα ή δεσμούς (Link) με σεξουαλικό περιεχόμενο.
Η φιλοξενία και οι αναδημοσιεύσεις άρθρων τρίτων, τα σχόλια και οι απόψεις των σχολιαστών δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του ιστολογίου μας και δεν φέρουμε καμία ευθύνη γι’ αυτά. Προειδοποίηση: Περιεχόμενο Αυστηρώς Ακατάλληλο για εκείνους που νομίζουν ότι θίγονται προσωπικά στην ανάρτηση κειμένου αντίθετο με την ιδεολογική τους ταυτότητα ή άποψη, σε αυτούς λέμε ότι ποτέ δεν τους υποχρεώσαμε να διαβάσουν το περιεχόμενο του ιστολογίου μας.