Μα και το τέλος το βαρύ, αρχή σημαίνει πάλι…

Μη φοβάσαι, μικρή μου. Γιατί εκεί που ήταν πόνος, παράξενο νέφος και δάκρυα, κάποτε θα γίνει χαρά, ουρανός και γέλιο. Γιατί ο χρόνος κάνει τον κόσμο να ξεχνά. Και τα αλγεινά, τα πονεμένα τα εκμηδενίζει. Κι αυτό που πρώτα θεωρούσες αρχή, τέλος θα γίνει. Μα και το τέλος το βαρύ, αρχή σημαίνει πάλι.
Ο Έρωτας, ο δύστυχος, κάποτε σου χτύπησε την πόρτα κι εσύ βλέποντάς τον αδύναμο,  τρεκλίζοντα τον λυπήθηκες και είπες «θα ανοίξω την πόρτα, τη δική μου πόρτα, την πόρτα του σπιτιού μου και θα βάλω στη ζεστή «φωλιά» μου τον γέρο αυτόν να ζεσταθεί. Να νιώσει γαλήνη, σιγουριά, ασφάλεια κι αγάπη. Εσύ, λοιπόν, μικρή μου, ήσουν δυνατή πριν γνωρίσεις τον έρωτα.
Ο Έρωτας δίσταζε να μπει. Πρώτη του φορά σε ξένο σπίτι, άλλωστε. «Έρωτα» του έλεγες, μικρή μου, «γιατί διστάζεις;». Κι ο έρωτας σε κοίταξε για μια ακόμη φορά με τα καστανά του μάτια. «Φοβάμαι μη σου κάνω κακό. Φοβάμαι μη μετανιώσεις». Κι εσύ, μικρή μου, αθώα μικρή μου, κόντευες να γελάσεις με τα λόγια του. «Πώς άραγε να μετανιώσω βοηθώντας αυτόν τον πενιχρά ντυμένο γέρο;» Κι απάντησες με δύναμη, αυτοπεποίθηση και σιγουριά «Μα, φυσικά και δε θα μετανιώσω..!»

Ο ηλικιωμένος Έρωτας θέλει βοήθεια για να περάσει το κατώφλι. Προτάσσεις το χέρι σου. Οικειοθελής κίνηση.. ή προσφορά ή…αργότερα, θυσία. Στηρίζεις τον έρωτα. «Είστε εντάξει;» του λες ανήσυχη.
«Εντάξει είμαι» απαντά λαχανιασμένος ο γέρος. «Όσο…έχω εσένα…δίπλα μου…εντάξει είμαι» ξαναλέει ο Έρωτας.
Η μικρή νιώθει περήφανη που προσφέρει βοήθεια. Περήφανη που αποφάσισε να βοηθήσει εκείνον τον ηλικιωμένο.
Η μικρή αφήνει απαλά τον γέροντα Έρωτα στο σκαμνί, μην τύχει και πονέσει. Του βάζει φαγητό, κρασί και ψωμί. Ο γέρος αισθάνεται ανακούφιση από την περιποίηση και αρχίζουν να μιλούν.
«Θυμήσου», της λέει, «κάποια μέρα του Οκτώβρη πόσο ωραία περάσαμε».
«Θυμάμαι», σκέφτεται εκείνη, «τις κρύες νύχτες που ενώ νόμιζα ότι πως με σκέπαζε η σκέψη σου και η δική σου επιθυμία με αγκάλιαζε, βουλιμικά και ωμά φιλούσες μια άλλη κοπέλα.»

«Θυμάμαι», αφαιρείται η απέναντί του κοπέλα, «πως τις μέρες ξυπνούσα με μια αύρα γλυκιά –συνέπεια του αθώου ύπνου- κι εσύ με ένα διαφορετικό κορίτσι στα χέρια σου».
«Θυμάμαι», πιέζει τον εαυτό της να ξεχάσει, «ότι μου έλεγες πως μ΄ αγαπάς κι ότι θες να είμαι ευτυχισμένη. Κι εγώ νόμιζα πως πραγματικά μ’ αγαπούσες… ενώ εσύ ήθελες μια απλή βραδιά μαζί μου».
«Θυμήσου…», της λέει ξανά….
… κι εκείνη αλλάζει κουβέντα.


Ποια προδοσία ξεχνιέται τα χειμωνιάτικα βράδια;
Ποια μελαγχολία φεύγει στις παραλίες του Αυγούστου;
Έρωτα… Τρέφεσαι ακόμα και από την προφορά του ονόματός σου!

Γιατί όλοι σε βλέπουμε γερασμένο, αδύναμο, μίζερο. Ξεχασμένο από την αγάπη, απαρνημένο από τη στοργή, μακριά από την ομορφιά, στηριζόμενο μόνο στο μεγάλο σου ραβδί: την τρέλα. Από κει παίρνεις δύναμη. Χάρις σ΄ αυτήν, στηρίζεις τα πόδια σου· την τρέλα των ανθρώπων.
Έρωτα, μόνο τη αίσθηση της λύπης και του οίκτου φέρνεις. Κι όταν όσοι σε λυπούνται, σε καλοδέχονται και σε ενδυναμώνουν, Εσύ –έχοντας κλέψει κάτι από τη δύναμη του Θεού – τους καταβαραθρώνεις. 
Έρωτα, γίνεσαι νέος, όμορφος και αντί να τους ευχαριστήσεις που σου χάρισαν νιάτα και μια νέα ζωή, τους καταδικάζεις να πονούν γι αυτόν που αγαπούν ή που αγάπησαν. Πρώτα τους τυφλώνεις, τους οδηγείς σε λάθος δρόμους κι ύστερα, τους κόβεις τα πόδια για να μη βρουν ποτέ τη δύναμη να γυρίσουν στην πρότερη ζωή τους.
Αλλά εσύ….
Μη φοβάσαι, μικρή μου. Γιατί εκεί που ήταν πόνος, παράξενο νέφος και δάκρυα, κάποτε θα γίνει χαρά, ουρανός και γέλιο. Γιατί ο χρόνος κάνει τον κόσμο να ξεχνά. Και τα αλγεινά, τα πονεμένα τα εκμηδενίζει. Κι αυτό που πρώτα θεωρούσες αρχή, τέλος θα γίνει. Μα και το τέλος το βαρύ, αρχή σημαίνει πάλι…
Γράφει η "μικρή" 
 

Σχόλια