Μαυροζαχαράκης Μανόλης
Κοινωνιολόγος –Πολιτικός Επιστήμονας
Ο νέος πανικός που έχει καταβάλει τις χρηματοπιστωτικές αγορές, η κατάφορη πτώση των χρηματιστηρίων και η ατελείωτη σπέκουλα γύρω από πτωχεύσεις χωρών, δεν καταμαρτυρούν τίποτα άλλο από την αποτυχία της παγκόσμιας πολιτικής και την ήττα της μπροστά στην δύναμη των αγορών.
Ενώ λοιπόν οι αποκαλούμενοι κερδοσκόποι για άλλη μια φορά οδηγούν την παγκόσμια οικονομία στο χείλος της αβύσσου, η πολιτική σε παγκόσμια κλίμακα, δεν φαίνεται να έχει διδαχτεί τίποτα απολύτως από την κρίση που εξελίσσεται ανενόχλητα μπροστά στα μάτια μας, με τους πρωταγωνιστές της να δίνουν καθημερινές παραστάσεις αποτυχίας στις μεγάλες οθόνες.
Η πολιτική ως διαδικασία και οι κυβερνήσεις ως αντιπροσωπευτικοί θεσμοί, αντί να ρυθμίσουν τον χρηματοπιστωτικό τομέα και να τον θέσουν αποτελεσματικά στην υπηρεσία της πραγματικής οικονομίας, συνέχισαν να υποτάσσονται στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Αντί να φροντίσουν για ένα δίκαιο εισόδημα του κόσμου και μια συνετή αναδιανομή υποβάλλοντας παράλληλα τις χρηματοπιστωτικές αγορές σε έναν αποτελεσματικό μηχανισμό ελέγχου (ένα ΚΤΕΟ αγορών), ο οποίος θα απαγόρευε κάθε είδους κερδοσκοπίας με ύποπτα παράγωγα και χρηματιστηριακά προϊόντα και θα φορολογούσε αποτελεσματικά τις οικονομικές συναλλαγές στα χρηματιστήρια, οι κυβερνήσεις ξαναζέσταναν, σε παγκόσμιο επίπεδο μόνο το παλιό συνονθύλευμα νεοφιλελεύθερων συνταγών. Και δεν ευθύνεται μόνο η νεοφιλελεύθερη δεξιά. Συνυπεύθυνη είναι και η σοσιαλδημοκρατία.
Υπενθυμίζουμε ότι όταν κάποτε ο σοσιαλδημοκράτης Υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Όσκαρ Λαφονταίν ζήτησε την επιβολή αυστηρών ρυθμίσεων και φορολόγηση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, αναγκάστηκε να παραιτηθεί από το κόμμα του. Το 1999 ο Λαφονταίν είχε προτείνει την ρύθμιση βραχυπρόθεσμων συναλλαγών για να συγκρατηθεί η κερδοσκοπία των Hedge Funds και ζώνες σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών μετά από διεθνής συμφωνίες.
Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτών των ιδεών προήλθαν από τον πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, Πολ Βόλκερ
Εκείνο το διάστημα ωστόσο του λεγόμενου τρίτου δρόμου η σοσιαλδημοκρατία και οι ηγέτες της Σρέντερ, Μπλέρ και λιγότερο ο Ζοσπέν, έδωσαν έδαφος στην επέλαση του νεοφιλελευθερισμού, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις να υιοθετηθεί η φιλοσοφία των αγορών ως στρατηγική ολόκληρου του πολιτικού φάσματος εξουσίας. Διαφοροποιήσεις υπήρξαν μόνο στον βαθμό που το απαιτούσαν οι κοινωνικές αναφορές των κομμάτων. Σήμερα πλέον ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί δομικό στοιχείο της πολιτικής απέναντι στο οποίο η σοσιαλδημοκρατία αναπτύσσει μόνο ελάχιστες άμυνες. Ο λόγος είναι ότι η σοσιαλδημοκρατία αποστασιοποιείται από την φιλοσοφία του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους. Έτσι αντί να αγωνίζεται υπέρ ισχυρών υπερεθνικών θεσμών και υπέρ ενός ισχυρού πανευρωπαϊκού κράτους με μεγάλες ρυθμιστικές ικανότητες, ένα υψηλό επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού, μηδενική ανεργία , ολοκληρωμένη ανάπτυξη με κέντρο τον άνθρωπο παραδίδεται στον κοσμοπολιτισμό των αγορών.
Αποτέλεσμα όλων αυτών των εξελίξεων σήμερα είναι η επιβολή μιας κατηγορηματικής προστακτικής λιτότητας σε όλη την Γηραιά Ήπειρο, τάχα για την διάσωση των οικονομιών.
Αντί όμως οι οικονομίες να σώζονται, πνίγονται στην ύφεση ενώ αυξάνεται η εισοδηματική και κοινωνική ανισότητα μέσα από την συμπίεση μισθών συντάξεων και κοινωνικών παροχών.
Το όφελος αποκομίζεται από τους εύπορους διεθνής παίκτες των αγορών που κατά κάποιο τρόπο έχουν εγκαθιδρύσει την δική τους παγκόσμια κερδοσκοπική διακυβέρνηση του πλανήτη, η οποία δεν χρειάζεται απολύτως καμία νομιμοποίηση μέσω εκλογών αλλά λειτουργεί με την μοναδική ορθολογική αρχή μεγέθυνσης του κέρδους και μείωσης του κόστους.
O έγκριτος οικονομολόγος Barry Eichengreen βλέπει πάντως τρεις σημαντικές προκλήσεις που οφείλει να αντιμετωπίσει η πολιτική, ειδικότερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πρώτον πρέπει να αντιμετωπιστεί επειγόντως η κρίση ρευστότητας των τραπεζών για να μην βρεθούν ξαφνικά στο επίκεντρο μιας καταιγίδας. Η αναχρηματοδότηση των τραπεζών κατά την άποψη του μπορεί να γίνει, εάν το ταμείο διάσωσης EFSF δανείσει τις χώρες που έχουν κεφαλαιακή ανεπάρκεια προς ενίσχυση των τραπεζών τους. Εάν όμως χρειαστούν περαιτέρω κεφάλαια, θα μπορούσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να δημιουργήσει ειδικά εργαλεία αναχρηματοδότησης των τραπεζών μέσα από πόρους του ΔΝΤ αλλά και αντλώντας κεφάλαια προερχόμενα από τις Ασιατικές κυβερνήσεις ή άλλα εύρωστα ταμεία.
Η δεύτερη σημαντική πρόκληση κατά τον Eichengreen είναι να παρασχεθεί επιτέλους ένα πεδίο αναπνοής στην Ελλάδα. Οι Έλληνες πολίτες καταβάλουν κατά την άποψη του μια υπεράνθρωπη προσπάθεια για να σταθεροποιηθούν τα δημοσιονομικά τους και να αναδιαρθρωθεί η οικονομία τους.
Επειδή όμως η κυβέρνηση αδυνατεί να πιάσει τους δημοσιονομικούς της στόχους περισσότερο λόγω της τεράστιας εσωτερικής ύφεσης και λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κατάρρευσης παρά αποκλειστικά από δικά της λάθη , πρέπει να υπάρξει ένας ορισμένος χρόνος ανοχής.
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να αποτραπεί μια διάθεση ανάσχεσης της παρεχόμενης βοήθειας προς την χώρα λόγω δημοσιονομικής αστοχίας. Ειδάλλως η Ελλάδα θα οδηγηθεί σε μια άτακτη χρεοκοπία και σε κοινωνικοπολιτικό χάος.
Ήδη η πολιτική και κοινωνική σταθερότητα στην Ελλάδα τονίζει ο οικονομολόγος είναι αμφίβολη. Η παραμικρή σπίθα αρκεί κατά τον Eichengreen για να μετατρέψει την επόμενη διαδήλωση σε εκτεταμένο εμφύλιο πόλεμο.
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον ότι ο Eichengreen ανάγει πλέον το ελληνικό πρόβλημα σε κεντρικό ζήτημα προς επίλυση μέσα στην διεθνή πολιτική ατζέντα, προτείνοντας μάλιστα και συγκεκριμένα μέτρα όπως η χαλάρωση των δημοσιονομικών στόχων από τους δανειστές της χώρας και η άμεση έναρξη του λεγόμενου σχεδίου Μάρσαλ για την Ελλάδα.
Η τρίτη πρόκληση είναι η επανεκκίνηση της οικονομικής ανάπτυξης από την οποία τελικά εξαρτάται και η οικονομική και κοινωνική σταθερότητα σε όλη την Ευρώπη. Χωρίς ανάπτυξη τα φορολογικά έσοδα θα παραμείνουν μειωμένα και η ικανότητα ικανοποίησης των χρεών θα συρρικνώνεται. Χωρίς ανάπτυξη τονίζει ο οικονομ9ολόγος η λιτότητα θα καταστεί απολύτως μη ανεκτή.
Με λίγα λόγια ο Εichengreen προτείνει ένα διαφορετικό στίγμα πολιτικής που στον όρο βιωσιμότητα εντάσσει και τους ανθρώπους και όχι μόνο τους αριθμούς.
Σε μία όμοια κατεύθυνση αναπτύσσει τα επιχειρήματα του ο Γερμανός οικονομολόγος Heiner Flassbeeck, επικεφαλής οικονομολόγος του οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών για το παγκόσμιο εμπόριο και την Ανάπτυξη (UNCTAD). Όποιος ισχυρίζεται ότι η Ελλάδα έχει χρεoκοπήσει δεν έχει ιδέα απ οικονομία γράφει ο Flassbeck. H Ελλάδα έχε κάνει πολλά και ακόμη πιο πολλές περιστολές για να απελευθερωθεί από την κρίση. Είναι όμως αδύνατον μια χώρα να κάνει περιστολές και να εφαρμόζει λιτότητα σε μια περίοδο ύφεσης χωρίς βλάψει τραγικά την οικονομία της. Σχολιάζοντας τις αναφορές εκείνων των Γερμανών πολιτικών που προτείνουν την έξοδο της χώρας από το ευρώ, οι οικονομολόγος είπε ότι “ με τέτοιους εταίρους θα μπορούσα να συστήσω σε όλες της χώρες να αποσυρθούν από την ζώνη του ευρώ. Τώρα όμως είναι σημαντικό “να παραμείνουν όλοι οι δρώντες ήρεμοι και να δώσουν χρόνο στην Ελλάδα για να ανακάμψει Απαιτείται μια περίοδο για την Ελλάδα εσωτερικής ενίσχυσης όλων των εθνικών διαδικασιών. Αυτό σημαίνει ότι για ένα διάστημα θα πρέπει όλοι να κλείσουν απλά το στόμα τους “ . Είναι ευκόλως εννοούμενος ο υπαινιγμός του Flassbeck . Οι δηλώσεις των Γερμανών αξιωματούχων και πολιτικών έχουν ήδη προκαλέσει τεράστια ζημιά στην χώρα μας οδηγώντας τηνς σχεδόν στο απόλυτο αδιέξοδο. ΄Δεν θα ήταν επομένως καθόλου ανόητο η πολιτική ηγεσία της χώρας μας αντί να ζητάει συνεχώς οικονομικές ενισχύσεις από τους Γερμανούς να τους ζητήσει απλά να το βουλώσουν.
Με βάση τα προηγούμενα έχει νόημα να παραπέμψουμε σε σε αυτό που λέει ο έγκριτος Γερμανός πολιτικός επιστήμονας Herfried Muenkler , ότι “όποιος θέλει να ρίξει μια ματιά στο μέλλον καλά θα κάνει να εξοικειωθεί πρώτα με το παρόν. Επιπλέον είναι σκόπιμο οι πολιτικές προγνώσεις να προβαίνουν σε συγκρίσεις των καταστάσεων του παρόντος με αυτές του παρελθόντος , για να έχουμε μια ιδέα τι άλλαξε και τι παρέμεινε στάσιμο. Διότι κατά κανόνα μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι εξελίξεις που παρουσιάστηκαν στο πρόσφατο παρελθόν θα συνεχιστούν και στο άμεσο μέλλον, πράγμα που θα μας διευκολύνει σε μια σχετικά ασφαλή πρόβλεψη”.
Στο πρόσφατο παρελθόν είχαμε λοιπόν την κρίση του 2008, Αυτή απλά συνεχίζεται σήμερα και έχει γίνει κρίση των κρατών. Σε τί συνίσταται η κ΄ριση των κρατών;
Όπως εξηγεί o νομπελίστας Stiglitz σε πρόσφατο άρθρο του στο Project Syndicate με τον άκρως εύστοχο τίτλο “ η εξημέρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών την εποχή της λιτότητας”, τα γεράκια των ελλειμμάτων που εδρεύουν στις χρηματοπιστωτικές αγορές επιθυμούν το κράτος να επικεντρωθεί στην προσπάθεια αποδιάρθρωσης των ελλειμμάτων , μέσα από την μείωση των δαπανών. Η μείωση των ελλειμμάτων κατά την άποψη τους θα αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των αγορών και ως εκ τούτου θα τονωθεί η επενδυτική δραστηριότητα. Όπως αναφέρει ο Stiglitz , την τελευταία φορά που ασκήθηκε με συνέπεια αυτή η πολιτική από τον Hoover, το κράχ του 1929 ,μετατράπηκε σε παγκόσμια οικονομική κρίση, που αρχικά εκφράστηκε με τον αποπληθωρισμό και στην συνέχεια με την ραγδαία ύφεση.
Μπροστά στο παρόμοιο δίλημμα στο οποίο βρισκόμαστε σήμερα, η πολιτική δεν έχει καν προσδιορίσει ποιο είναι το αντικείμενο της στις νέες συνθήκες και τελικά εάν προτίθεται να υπηρετήσει εκείνους από τους οποίους εκπορεύεται η εντολή της, δηλαδή τους πολίτες.
Δεν είναι επομένως περίεργο ότι οι πολιτικοί σε όλη την Ευρώπη παίζουν με την φράση « να σώσουμε την Ελλάδα για να ζωθεί η Ευρώπη » χωρίς όμως να ξεκαθαρίζουν τι ακριβώς θέλουν να σώσουν τελικά.
Εάν πάντως πράγματι το κίνητρο της πολιτικής στην ζώνη του ευρώ είναι η διάσωση της ευρωπαϊκής οικονομίας και κατά επέκταση του πολιτικού ονείρου που συνάδει με αυτή, τότε είναι σαφές ότι χρειάζεται επέκταση των κονδυλίων του λεγόμενου ευρωπαϊκού ταμείου για την αντιμετώπιση κρίσεων (EMSF).
Χωρίς αύξηση των κονδυλίων έκτακτης ανάγκης δεν μπορούν να υλοποιηθούν τα μέτρα που αποφασίστηκαν στην τελευταία σύνοδο κορυφής για την αναχαίτιση των κερδοσκοπικών επιθέσεων που δέχονται η Ιταλία, η Ισπανία και η Ελλάδα και άλλες χώρες.
Αυτή την λογική παρουσίασε άλλωστε και ο Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τίμοθυ Γκάιτνερ στο τελευταίο Eurogroup δυσανασχετώντας προφανώς ειδικά τους Γερμανούς οι οποίοι για κάποιον λόγο κάνουν τα πάντα για να βαθύνει μη κρίση και κατόπιν εορτής εμφανίζονται θλιμμένοι στηλιτεύοντας την ανικανότητα κάποιων κυβερνήσεων ή την νοοτροπία των λαών.
Μία συγκροτημένη ωστόσο πολιτική πρόταση που ανταποκρίνεται στις ανάγκες των κρατών και των λαών που τα συγκροτούν, θα είχε το πολιτικό σθένος να προτείνει την απαγόρευση των στοιχημάτων κατά κρατικών ομολόγων.
Το γεγονός ότι δεν υπάρχει μια σοβαρή τέτοια πρόταση στο τραπέζι αποδεικνύει ότι η ίδια η πολιτική έχει εγκαταλείψει τον συστατικό της χώρο που είναι δημόσιος και ονομάζεται κράτος.
Οι κυβερνήσεις, εάν θέλουν να προστατεύσουν τον δημόσιο χαρακτήρα της πολιτικής εν δυνάμει, θα πρέπει να φροντίσουν την υπόσταση των λαών τους. Αυτό γίνεται μόνο μέσω του κράτους.
Ως εκ τούτου οι λαοί της Ευρώπης ενωμένοι θα πρέπει να φροντίσουν με δημοκρατικό τρόπο να παύσουν οι επιθέσεις κατά του κράτους ως οντότητα. Αυτό μπορεί να γίνει μέσα από την θέσπιση ενιαίων ευρωομολόγων και την δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Τράπεζας Δημόσιων Ομολόγων, η οποία θα ανταγωνιστεί στην χρηματοδότηση κρατών τις ιδιωτικές τράπεζες, διασφαλίζοντας έτσι την χρηματοδότηση των κρατικών δαπανών.
Μια στρατηγική του είδους αυτού, θα διασφάλιζε σε μακροπρόθεσμη βάση την βιωσιμότητα των κρατών αφαιρώντας παράλληλα ουσιαστικά κίνητρα από τους κερδοσκόπους.
Τι γίνεται όμως με την προοδευτική αριστερά συμπεριλαμβανομένης της σοσιαλδημοκρατίας; Θα ταυτιστεί με το άρμα του νεοφιλελευθερισμού ή θα επιστρέψει στις αγκυλώσεις του παρελθόντος;
Όπως έχει επισημάνει ένας από τους κορυφαίους κοινωνιολόγους, ο Clauς Offe για την πλειονότητα του ευρωπαϊκού πληθυσμού μεγαλώνει η ανασφάλεια για την κατοικία, την εργασία, την υγεία, το μέλλον των νέων γενεών. Ως εκ τούτου επισημαiνει ο Offe xρειάζεται μια πολιτική δύναμη να επανεξεταστεί το ζήτημα της ταξικής πολιτικής στην Ευρώπη. “Πολλοί άνθρωποι αντιλαμβάνονται την κατάστασή τους όχι σε σύνδεση με μια προβληματική αναδιανομής του εισοδήματος μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας ή διαφοράς ανάμεσα σε εκείνους που ελέγχουν τους πόρους και σε εκείνους που εξαρτώνται από αυτούς. Το νέο πρόβλημα είναι, αντίθετα, ασφάλεια εναντίον ανασφάλειας. Αυτό σημαίνει ότι η κοινωνική σύγκρουση δεν γεννιέται πλέον από τη μισθωτή εργασία αλλά από την επισφαλή εργασία.” Εντυπωσιάζει το γεγονός λέei o Offe ότι “η δεξιά μπόρεσε από προγραμματική άποψη να κατανοήσει τα νέα στοιχεία αυτού του ζητήματος καλύτερα από την αριστερά. Πράγματι, η εθνικιστική δεξιά διάφορων χωρών κατόρθωσε να απευθυνθεί στους επισφαλώς εργαζόμενους και να κερδίσει τις ψήφους ομάδων όπως οι προσωρινά απασχολούμενοι, οι μικροί επιχειρηματίες, οι νέες μητέρες κ.ά., με μια σειρά συνθήματα που επικαλούνταν το αίσθημα ανασφάλειας αυτών των ομάδων: την ξενοφοβία, τους δασμολογικούς φραγμούς, τα όρια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης”
Το ζητούμενο επομένως είναι η νέα αριστερά να επεξεργαστεί ένα πρόγραμμα για την προώθηση της οικονομικής ασφάλειας ως δικαίωμα του πολίτη σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει να αγωνιστούν ενωμένοι οι λαοί της Ευρώπης απαιτώντας μια επιστροφή της πολιτικής από την ατάκτως ειλημμένη φυγή της.
Οι Έλληνες βιώνουμε σήμερα ως κοινωνία, σε όλα τα επίπεδα, μια πολύ δύσκολη κατάσταση, την οποία χρεώνουμε σε μεγάλο βαθμό στο πολιτικό σύστημα και τους πολιτικούς.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι ορίζουμε, όμως, ως πολιτική;
Κατά καιρούς έχουν δοθεί πάρα πολλές απαντήσεις με πρωτότυπο ή κοινότοπο περιεχόμενο. Ο Φρανσουά Μιτερά, για παράδειγμα, είχε μιλήσει για διαχείριση των συμβόλων, ενώ έχουμε ακούσει και ορισμούς που παραπέμπουν σε διαχείριση προσωπικών φιλοδοξιών ή σε συμμετοχή των πολιτών στα κοινά.
Ο προσεγγίζων όμως, με μεγαλύτερη επάρκεια και περισσότερο αντικειμενικά την πολιτική ορισμός, έχει δοθεί από τον Max Weber.
Πολιτική κατά τον Weber, όπως περιγράφεται στην πραγματεία του «Η πολιτική ως επάγγελμα», είναι η προσπάθεια του ατόμου να μετάσχει στη νομή της εξουσίας, αποκτώντας τον έλεγχο του κράτους, το οποίο από τη φύση του έχει το δικαίωμα της νόμιμης βίας.
Ο πολιτικός, λοιπόν, επιδιώκει μέσω του κράτους, την απόκτηση δύναμης, την οποία θέλει να χρησιμοποιήσει, είτε στην υπηρεσία κάποιων ιδανικών, είτε στη συνδυαζομένη μαζί της απόλαυση του γοήτρου και της δόξης. Έτσι η δύναμη, χωρίς από τη φύση της να είναι έννοια με κακό περιεχόμενο, καταλήγει να χρησιμοποιείται με τρόπο ικανό να οδηγήσει σε εξαιρετικού ήθους ή σε καταστρεπτικά αποτελέσματα, ανάλογα με την ποιότητα του χαρακτήρα και την ηθική των επιδιώξεων του ατόμου.
Σήμερα οι Έλληνες βιώνουμε ως κοινωνία, μια πολύ δύσκολη κατάσταση, την οποία χρεώνουμε σε μεγάλο βαθμό στο πολιτικό σύστημα και τους πολιτικούς. Με αφετηρία αυτήν την άποψη, θεωρούμε ότι αυτόματα προκύπτει η ανάγκη για αλλαγές, με στόχο τη δημιουργία ενός νέου μοντέλου και την ταυτόχρονη μετατροπή του όρου Νέα Μεταπολίτευση από μια πρωτότυπη και ελκυστική θεωρία σε ένα σύνολο δεδομένων, ικανού να διαχειρισθεί τις καθημερινές προκλήσεις προς όφελος των πολιτών.
Οι αλλαγές θα δρομολογηθούν είτε από τη βάση των κομμάτων και τους ανένταχτους πολίτες είτε από την κορυφή με κύρια ευθύνη των κομματικών ηγεσιών.
Στην πρώτη περίπτωση, υπάρχει ο κίνδυνος της πλήρους ανατροπής του πολιτικού σκηνικού και της ανάδειξης νέων δυνάμεων, εξέλιξη μη αποτελούσα κατ’ ανάγκη πρόοδο, αλλά έχουσα αντίθετα πολλές πιθανότητες να αποτελέσει και οπισθοδρόμηση. Να μην ξεχνούμε, άλλωστε, ότι μέσα στις μεγάλες οικονομικές κρίσεις οι πολίτες μπορεί οδηγούμενοι από την ανάγκη αναζήτησης καταφυγίου ελπίδος, να πέσουν στην παγίδα οποιουδήποτε λαϊκισμού.
Στη δεύτερη περίπτωση, οι κομματικές ηγεσίες έχουν τη δυνατότητα μεθοδευμένα να προχωρήσουν στην αναγέννηση των κομμάτων, να δημιουργήσουν νέες δομές, αλλά και να αναδείξουν νέο πολιτικό προσωπικό ικανό να ανταποκριθεί στις επικρατούσες σήμερα συνθήκες.
Οι πολίτες από την άλλη πλευρά, έχοντας υπηρετήσει και εμείς το πολιτικό σύστημα, είτε ως πελάτες είτε ως μέλη, ας αναλάβουμε τις δικές μας ευθύνες.
Απαιτείται, δηλαδή, η αναζήτηση ενός διαφορετικού τρόπου επιλογής πολιτικών προσώπων, οι ικανότητες και η ποιότητα του χαρακτήρα των οποίων, φυσιολογικά επηρεάζουν όλες τις πολιτικές ενέργειες. Θεωρούμε όμως ότι για να έχει επιτυχία η προσπάθεια αυτή, πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην ουσία έναντι της επικοινωνίας και να ενεργοποιηθούν πολιτικά οι ικανοί έναντι των «κολλητών και των φίλων». Έτσι, θα επιτευχθεί η αναβάθμιση της λειτουργίας των κομμάτων και της βουλευτικής ιδιότητος, μια αναβάθμιση η οποία δεν είναι δυνατόν να μην περιλαμβάνει τις κομματικές νεολαίες και θεσμούς όπως είναι η γυναικεία ποσόστωση.
Οι Έλληνες βιώνουμε σήμερα ως κοινωνία, σε όλα τα επίπεδα, μια πολύ δύσκολη κατάσταση, την οποία χρεώνουμε σε μεγάλο βαθμό στο πολιτικό σύστημα και τους πολιτικούς.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι ορίζουμε, όμως, ως πολιτική;
Κατά καιρούς έχουν δοθεί πάρα πολλές απαντήσεις με πρωτότυπο ή κοινότοπο περιεχόμενο. Ο Φρανσουά Μιτερά, για παράδειγμα, είχε μιλήσει για διαχείριση των συμβόλων, ενώ έχουμε ακούσει και ορισμούς που παραπέμπουν σε διαχείριση προσωπικών φιλοδοξιών ή σε συμμετοχή των πολιτών στα κοινά.
Ο προσεγγίζων όμως, με μεγαλύτερη επάρκεια και περισσότερο αντικειμενικά την πολιτική ορισμός, έχει δοθεί από τον Max Weber.
Πολιτική κατά τον Weber, όπως περιγράφεται στην πραγματεία του «Η πολιτική ως επάγγελμα», είναι η προσπάθεια του ατόμου να μετάσχει στη νομή της εξουσίας, αποκτώντας τον έλεγχο του κράτους, το οποίο από τη φύση του έχει το δικαίωμα της νόμιμης βίας.
Ο πολιτικός, λοιπόν, επιδιώκει μέσω του κράτους, την απόκτηση δύναμης, την οποία θέλει να χρησιμοποιήσει, είτε στην υπηρεσία κάποιων ιδανικών, είτε στη συνδυαζομένη μαζί της απόλαυση του γοήτρου και της δόξης. Έτσι η δύναμη, χωρίς από τη φύση της να είναι έννοια με κακό περιεχόμενο, καταλήγει να χρησιμοποιείται με τρόπο ικανό να οδηγήσει σε εξαιρετικού ήθους ή σε καταστρεπτικά αποτελέσματα, ανάλογα με την ποιότητα του χαρακτήρα και την ηθική των επιδιώξεων του ατόμου.
Σήμερα οι Έλληνες βιώνουμε ως κοινωνία, μια πολύ δύσκολη κατάσταση, την οποία χρεώνουμε σε μεγάλο βαθμό στο πολιτικό σύστημα και τους πολιτικούς. Με αφετηρία αυτήν την άποψη, θεωρούμε ότι αυτόματα προκύπτει η ανάγκη για αλλαγές, με στόχο τη δημιουργία ενός νέου μοντέλου και την ταυτόχρονη μετατροπή του όρου Νέα Μεταπολίτευση από μια πρωτότυπη και ελκυστική θεωρία σε ένα σύνολο δεδομένων, ικανού να διαχειρισθεί τις καθημερινές προκλήσεις προς όφελος των πολιτών.
Οι αλλαγές θα δρομολογηθούν είτε από τη βάση των κομμάτων και τους ανένταχτους πολίτες είτε από την κορυφή με κύρια ευθύνη των κομματικών ηγεσιών.
Στην πρώτη περίπτωση, υπάρχει ο κίνδυνος της πλήρους ανατροπής του πολιτικού σκηνικού και της ανάδειξης νέων δυνάμεων, εξέλιξη μη αποτελούσα κατ’ ανάγκη πρόοδο, αλλά έχουσα αντίθετα πολλές πιθανότητες να αποτελέσει και οπισθοδρόμηση. Να μην ξεχνούμε, άλλωστε, ότι μέσα στις μεγάλες οικονομικές κρίσεις οι πολίτες μπορεί οδηγούμενοι από την ανάγκη αναζήτησης καταφυγίου ελπίδος, να πέσουν στην παγίδα οποιουδήποτε λαϊκισμού.
Στη δεύτερη περίπτωση, οι κομματικές ηγεσίες έχουν τη δυνατότητα μεθοδευμένα να προχωρήσουν στην αναγέννηση των κομμάτων, να δημιουργήσουν νέες δομές, αλλά και να αναδείξουν νέο πολιτικό προσωπικό ικανό να ανταποκριθεί στις επικρατούσες σήμερα συνθήκες.
Οι πολίτες από την άλλη πλευρά, έχοντας υπηρετήσει και εμείς το πολιτικό σύστημα, είτε ως πελάτες είτε ως μέλη, ας αναλάβουμε τις δικές μας ευθύνες.
Απαιτείται, δηλαδή, η αναζήτηση ενός διαφορετικού τρόπου επιλογής πολιτικών προσώπων, οι ικανότητες και η ποιότητα του χαρακτήρα των οποίων, φυσιολογικά επηρεάζουν όλες τις πολιτικές ενέργειες. Θεωρούμε όμως ότι για να έχει επιτυχία η προσπάθεια αυτή, πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην ουσία έναντι της επικοινωνίας και να ενεργοποιηθούν πολιτικά οι ικανοί έναντι των «κολλητών και των φίλων». Έτσι, θα επιτευχθεί η αναβάθμιση της λειτουργίας των κομμάτων και της βουλευτικής ιδιότητος, μια αναβάθμιση η οποία δεν είναι δυνατόν να μην περιλαμβάνει τις κομματικές νεολαίες και θεσμούς όπως είναι η γυναικεία ποσόστωση.