Από Γ.Ν. Φίλια: «Οι Θεομητορικές Εορτές στη Λατρεία της Εκκλησίας.» Εκδ. ΓΡΗΓΟΡΗ, Αθήνα 2002.
Οι περί της εορτής μαρτυρίες εκ των πανηγυρικών ή εγκωμιαστικών Ομιλιών
Η σταδιακή -μετά τον 5ο αι- διαμόρφωση της εορτής της Κοιμήσεως και η μετά τον 6ο αι. επισημοποίηση και καθολική ισχύ της έδωσαν το έναυσμα σε περισσότερο ή ολιγότερο γνωστούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς να εγκωμιάσουν το γεγονός. Αυτά τα εγκώμια ή πανηγυρικές Ομιλίες εξεφωνούντο κατά τη διάρκεια του εορτασμού, επομένως εντός του λειτουργικού πλαισίου επιτελέσεως της εορτής. Η συνάφειά τους αυτή με την εκκλησιαστική λατρεία υπήρξε, προφανώς, η αιτία του επισήμου χαρακτήρα, τον οποίο προσέλαβαν ήδη από την εποχή τους. Στις συγκεκριμένες Ομιλίες εκφράζεται με το δαψιλέστερο τρόπο η περί της Θεοτόκου θεολογία της ανατολικής Εκκλησίας. Γι αυτό, τα εν λόγω κείμενα αποτελούν πηγές μελετών συστηματικής θεολογίας περί του γεγονότος της Κοιμήσεως. Εκτός, όμως, από την πτυχή αυτή, οι Ομιλίες επί τη εορτή της Κοιμήσεως παρέχουν πλήθος μαρτυριών περί του λειτουργικού τους πλαισίου, δηλαδή του εορτολογικού τους περιεχομένου και των τελετουργικών τους παραμέτρων.
(Ι) Το εορτολογικό περιεχόμενο της Κοιμήσεως
Η σταδιακή -μετά τον 5ο αι- διαμόρφωση της εορτής της Κοιμήσεως και η μετά τον 6ο αι. επισημοποίηση και καθολική ισχύ της έδωσαν το έναυσμα σε περισσότερο ή ολιγότερο γνωστούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς να εγκωμιάσουν το γεγονός. Αυτά τα εγκώμια ή πανηγυρικές Ομιλίες εξεφωνούντο κατά τη διάρκεια του εορτασμού, επομένως εντός του λειτουργικού πλαισίου επιτελέσεως της εορτής. Η συνάφειά τους αυτή με την εκκλησιαστική λατρεία υπήρξε, προφανώς, η αιτία του επισήμου χαρακτήρα, τον οποίο προσέλαβαν ήδη από την εποχή τους. Στις συγκεκριμένες Ομιλίες εκφράζεται με το δαψιλέστερο τρόπο η περί της Θεοτόκου θεολογία της ανατολικής Εκκλησίας. Γι αυτό, τα εν λόγω κείμενα αποτελούν πηγές μελετών συστηματικής θεολογίας περί του γεγονότος της Κοιμήσεως. Εκτός, όμως, από την πτυχή αυτή, οι Ομιλίες επί τη εορτή της Κοιμήσεως παρέχουν πλήθος μαρτυριών περί του λειτουργικού τους πλαισίου, δηλαδή του εορτολογικού τους περιεχομένου και των τελετουργικών τους παραμέτρων.
(Ι) Το εορτολογικό περιεχόμενο της Κοιμήσεως
(α) Από τα αρχαιότερα κείμενα (αν όχι το αρχαιότερο), τα οποία αναφέρονται στο εορτολογικό περιεχόμενο της Κοιμήσεως είναι το Εγκώμιον εις την Κοίμησιν της υπεραγίας δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας του Μοδέστου, πατριάρχου Ιεροσολύμων (631-634). Αν και το συγκεκριμένο Εγκώμιο φέρεται ως μεταγενέστερο του Μόδεστου (έργο του τέλους 7ου-αρχών 8ου αι.) δεν παύει να μαρτυρεί περί της εορτής της Κοιμήσεως κατά την εποχή της καθολικής εξαπλώσεως της.
Τα υπό του Εγκωμίου περιγραφόμενα γεγονότα παραπέμπουν, κατά βάση, στην απόκρυφη διήγηση περί της Κοιμήσεως, χωρίς να ελλείπουν οι διαφορές: ο Θεός αποστέλλει «αγίους αγγέλους» (και όχι τον αρχάγγελο Γαβριήλ), προτρέψασθαι την Θεοτόκον επί την ουράνιον βασιλείαν.Η «προτροπή» της Θεοτόκου αποτελεί μία ακόμη διαφοροποίηση από την απόκρυφη παράδοση, εφόσον δεν υποδηλώνεται πρωτοβουλία της Θεοτόκου, αλλά του Θεού. Ίσως για το λόγο αυτό, στο Εγκώμιο του Μοδέστου δεν αναφέρονται τα σχετικά με τη χαρά της Θεοτόκου επί τη αναγγελία της επερχόμενης Κοιμήσεως και με τη γνωστοποίηση του επερχομένου γεγονότος στο συγγενικό της περιβάλλον. // Οι ουράνιες δυνάμεις «εξίστανται» ενώπιον του επερχομένου γεγονότος της Κοιμήσεως. // Εδώ ο Μόδεστος παραθέτει τα σχετικά με την έλευση των αποστόλων στα Ιεροσόλυμα, προκειμένου να παραστούν στην Κοίμηση και να κηδεύσουν τη Θεοτόκο. Το σημείο αυτό του εορτολογικού περιεχομένου της Κοιμήσεως είναι ενδιαφέρον διότι εμφανίζει παραλλαγές μεταξύ των εκκλησιαστικών συγγραφέων. Σύμφωνα με τη διήγηση του Μοδέστου, οι απόστολοι έσπευδον εκ πάσης της υφηλίου, οδηγούμενοι και συνεργούμενοι υπό της άνωθεν ροπής. Η επί του σημείου αυτού διήγηση του Μοδέστου κρίνεται ως λιτή, εφόσον ούτε η Θεοτόκος εμφανίζεται να παρακαλεί τον Υιό της περί προσελεύσεως των αποστόλων, αλλά ούτε και αναφέρεται ο τρόπος, με τον οποίο οι απόστολοι «μετεφέρθησαν» στα Ιεροσόλυμα προερχόμενοι από διαφορετικά μέρη της υφηλίου. // Οι απόστολοι εγκωμιάζουν εξοδιαστικώς τη Θεοτόκο, παρατίθεται δε ένα σύνολο «χαιρετισμών» προς τη Θεοτόκο. // Οι άγγελοι κατέρχονται ώστε να παραλάβουν την ψυχή της Θεοτόκου, το σώμα της οποίας κηδεύεται στη Γεθσημανή.
(β) Η διήγηση του Μοδέστου περί των γεγονότων των σχετικών με την Κοίμηση αντανακλά μια παράδοση, στην οποία η σημασία επικεντρώνεται στα περί παρουσίας των αποστόλων και ταφής της Θεοτόκου. Το στοιχείο αυτό παρατηρούμε ότι κυριαρχεί και στον σχεδόν σύγχρονο του Μοδέστου, τον Ανδρέα Κρήτης (+675), ο οποίος κατέλειπε τρεις Λόγους εις την Κοίμησιν της υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, τους IB', ΙΓ' και ΙΔ'.
Η παράδοση περί των γεγονότων της εορτής της Κοιμήσεως στις Ομιλίες του Ανδρέου Κρήτης υποδηλώνεται ως παλαιά. Και τούτο διότι ο Ανδρέας Κρήτης πληροφορεί ότι η μεν σύσταση της εορτής ήταν σχετικώς πρόσφατη επί εποχής του, αλλά ότι το περιεχόμενό της συνιστούσε «οικεία ευπρέπεια», δηλαδή ήταν γνωστό από παλαιότερους χρόνους• τονίζει, μάλιστα, ότι η άγνοια του παρελθόντος από κάποιους, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει τη θεώρηση της εορτής ως νεοφανούς. Αυτό το εορτολογικό περιεχόμενο της Κοιμήσεως, ο επίσκοπος Κρήτης θεωρεί ότι δε θα μπορούσε να είναι γνωστό μέσω των Ευαγγελίων -παρέχων τοιουτοτρόπως επεξήγηση του γεγονότος της άγνοιας κάποιων συγχρόνων του- αλλά μόνο μέσα από «διηγήσεις» και «πραγματείες» άλλης μορφής (εδώ, προφανώς, αιτιολογεί την ύπαρξη της αποκρύφου παραδόσεως).
Το ενδιαφέρον των Ομιλιών περί του εορτολογικού περιεχομένου είναι αυστηρώς περιορισμένο σε ειδικά γεγονότα, κυρίως δε στην έλευση των αποστόλων και στον εξόδιο προς τη Θεοτόκο θρήνο τους. Στα περί της ελεύσεως των αποστόλων, ο Ανδρέας Κρήτης υιοθετεί κάποια στοιχεία από μη απόκρυφη γραμματεία, με βάση τα οποία συνθέτει το εορτολογικό περιεχόμενο της Κοιμήσεως.
Τα στοιχεία αυτά προέρχονται κυρίως από τη «διήγηση Διονυσίου του Αρεοπαγίτου». Ο Ανδρέας Κρήτης εμφανίζει το Διονύσιο Αρεοπαγίτη να αναφέρει ότι, μαζύ με τους υπολοίπους αποστόλους συνεληλύθαμεν επί την θέαν του ζωαρχικού και θεοδόχου σώματος, αναφέροντας μάλιστα ιδιαιτέρως τους Ιάκωβο και Πέτρο. Η υπό του Ανδρέα παρατιθέμενη διήγηση γίνεται λεπτομερής ως προς το σκήνωμα της Θεοτόκου, αναλύοντας την προέλευση της λαμπρότητας του την οποία χαρακτηρίζει ως «φωτοειδή θέα». Η διήγηση του Αρεοπαγίτη καταχωρίζεται στο ψευδο-Αρεοπαγιτικό έργο Περί των θείων ονομάτων, όπου ο άγνωστος συγγραφέας διηγούμενος τα περί της Κοιμήσεως (στοιχεία διασωζόμενα στο IB' Λόγο του Ανδρέα) εξαίρει την παρουσία του Ιεροθέου Αθηνών κατά την κήδευση της Θεοτόκου. Η σχετική παράδοση παρατίθεται στην επιστολή του Διονυσίου προς τον Τιμόθεο (η οποία διασώζεται στο Περί των θείων ονομάτων), αλλά μόνο στο τμήμα εκείνο το οποίο εξυπηρετεί το σκοπό του έργου, δηλαδή την κατάδειξη του κλέους του επισκόπου Αθηνών Ιεροθέου. Η ψευδο-Αρεοπαγιτική διήγηση, βεβαίως, δεν αποτελεί τη μόνη πηγή πληροφοριών του Ανδρέα Κρήτης. Στό ΙΔ' Λόγο του καταγράφει λεπτομερώς τον εγκωμιαστικό θρήνο των «θεολήπτων εκείνων ανδρών» έμπροσθεν της νεκρικής κλίνης της Θεοτόκου, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνει τη διάσωση στο έργο του Ανδρέα ποικίλων παραδόσεων σχετικώς με την Κοίμηση.
Η νοηματοδότηση του εορτολογικού περιεχομένου της Κοιμήσεως με στοιχεία από τον Αρεοπαγίτη προσδίδει στις Ομιλίες του Ανδρέα Κρήτης μια βαθύτερη (μυστηριακή) πρόσβαση στην εορτή. Η αναφορά του Ανδρέα στο περιεχόμενο της εορτής της Κοιμήσεως αναδεικνύει την «μυστική» εορτολογική παράδοση της Εκκλησίας: Μυστήριον η παρούσα πανήγυρις, υπόθεσιν έχουσα της Θεοτόκου την κοίμησιν, και λόγων υπεραίρουσα δύναμιν. Μυστήριον, ου παρά πολλοίς μεν ήδη τελούμενον, παρά πάσι δε νυν και τιμώμενον και στεργόμενον. Και τούτο ημών εστιν η πανήγυρις, η του μυστηρίου φανέρωσις, ήτ’ ούν εξάπλωσις.Η έορτολογική ορολογία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως επιλήψιμη, εφόσον ο Ανδρέας αναφέρεται -περί του περιεχομένου της εορτής- σε «μυστικώς ιεροτελούμενα θεοπαράδοτα όργια». Ο επίσκοπος Κρήτης, όμως, διατυπώνει τη θεολογία της εορτής κατά τρόπο «μυστικό» (χαρακτηριστικό της αρεοπαγιτικής παραδόσεως)
και όχι «μυστικιστικό» (χαρακτηριστικό της αρχαιοελληνικής ειδωλολατρικής παραδόσεως).
(γ) Ο Ιωάννης Θεσσαλονίκης (7ος αι.) θα τολμούσαμε να ισχυρισθούμε ότι δημιουργεί ιδιαίτερη παράδοση ως προς τα γεγονότα της εορτής της Κοιμήσεως. Στο έργο του Κοίμησις της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας παρέχει πληροφορίες περί του εορτολογικού περιεχομένου της Κοιμήσεως, οι διαφορετικές πτυχές των οποίων δεν ευρίσκουν αναλογία σε αντίστοιχες Ομιλίες εκκλησιαστικών συγγραφέων. Το γεγονός αυτό υπήρξε, προφανώς, συνείδηση του ιδίου του Ιωάννου, ο οποίος σε κάποιο σημείο της Ομιλίας του αισθάνεται την ανάγκη να επιχειρηματολογήσει υπέρ της αληθείας των πληροφοριών του. Το κέντρο της επιχειρηματολογίας του δεν είναι σαφές: διατείνεται ότι δεν συμπεριέλαβε στη διήγησή του τα αναγραφόμενα «σε διάφορα βιβλία», αλλά μόνο εκείνα τα οποία «μαρτυρούνται ως αληθινά». Επιτίθεται, μάλιστα, εναντίον εκείνων οι οποίοι «ενόθευσαν» την παράδοση περί των γεγονότων της Κοιμήσεως. Δεν αναφέρεται, όμως, στο κριτήριο περί της αληθείας των πληροφοριών.
Σύμφωνα με τη διήγηση του Ιωάννου Θεσσαλονίκης: α) Η Θεοτόκος μετά το «πάθος του Υιού της» παρέμεινε «για αρκετό χρόνο» (χρόνον ου βραχύν) στην Ιουδαία και τα Ιεροσόλυμα μαζύ με τους αποστόλους και τον «ηγαπημένο μαθητή», τον Ιωάννη, β) Ολίγο χρόνο αφού οι απόστολοι εξόρμησαν εις το κηρύττειν το ευαγγέλιον εν ολω τω κόσμω, η Θεοτόκος την γην φυσικώ τέλει κατέλιπεν. Στο σημείο αυτό διαπιστώνουμε ότι ο Ιωάννης προαναγγέλλει το γεγονός της Κοιμήσεως, στο οποίο πρόκειται να αναφερθεί διεξοδικώς, γ) Όταν επρόκειτο να αποθάνει, ήλθε ο άγγελος και την παρότρυνε «να λάβει το βραβείο, το όποιο έδωσε ο Θεός» και να το παραδώσει στους αποστόλους, ώστε κρατώντας το να την υμνήσουν διότι σε τρεις ημέρες «θα απέθετε το σώμα». Προσέθεσε, επίσης, ότι ο Θεός θα της απέστελλε τους αποστόλους για να την κηδεύσουν και να «θεωρήσουν τη δόξα της», δ) Η Θεοτόκος παραπονείται διότι ο άγγελος δεν προσεκόμισε ένα «βραβείο» για τον κάθε απόστολο, αλλά μόνο ένα και μοναδικό, ώστε να φοβείται η Θεοτόκος μήπως λυπηθούν οι απόστολοι οι οποίοι δεν θα κρατούσαν το «βραβείο». Η Θεοτόκος ερωτά, επίσης, περί του ονόματος του αγγέλου και του ζητά να της υποδείξει το πρακταίο. ε) Ο άγγελος δεν αποκαλύπτει το όνομά του (θαυμαστόν γαρ ακούσαι), την προτρέπει να παραλάβει το «βραβείο» διότι με αυτό «θα θεραπευθούν πολλοί» και να «μεταβεί στο όρος». στ) Η Θεοτόκος μεταβαίνει στο όρος των Ελαιών, καθοδηγούμενη από το «φως του αγγέλου» και κρατώντας στο χέρι το «βραβείο». Κατά την είσοδό της στην περιοχή του όρους των Ελαιών, τα δένδρα και τα φυτά «υποκλίνονται» ως να την προσκυνούν. Η Θεοτόκος διερωτάται μήπως είναι παρών αοράτως ο Χριστός, σκεπτόμενη ότι προς εκείνον απευθυνόταν ο σεβασμός της φύσεως . Στο σημείο αυτό η διήγηση εξαίρει την ταπεινοφροσύνη της Θεοτόκου, η οποία δεν θεωρεί την ίδια αλλά το Θεό ως άξιο τιμής. ζ) Η ταπείνωση της Θεοτόκου γίνεται αντιληπτή από τον άγγελο, ο οποίος
της επιβεβαιώνει ότι τα «σημεία» αυτά προέρχονται από το Θεό, προσθέτει δε ότι ο ίδιος είναι ο τας ψυχάς των ταπεινούντων εαυτούς τω Θεώ παραλαμβάνων και μεταφέρων εις τον τόπον των δικαίων εν εκείνη τη ημέρα, εν η εξέρχονται από του σώματος.Ο άγγελος καταλήγει απευθυνόμενος προς τη Θεοτόκο: Και συ ουν εάν αποτιθή το σώμα, εγώ αυτός έρχομαι επί σε. Στο σημείο αυτό η διήγηση εξαίρει εκ νέου την ταπείνωση της Θεοτόκου, κυρίως όμως προαναγγέλλει την Κοίμησή της, χωρίς να επιτρέπει υπονοούμενα περί μη μετοχής της Θεοτόκου στο γεγονός του θανάτου. η) Προέκταση των προηγουμένων διαπιστώσεων αποτελεί το ερώτημα της Παναγίας προς τον άγγελο περί του υπ'αυτής πρακταίου, ώστε εκείνος να παραλάβει την ψυχή της. Ο άγγελος, όμως, της γνωστοποιεί ότι κατά την ώρα της Κοιμήσεώς της δεν θα παρίσταται μόνος για να συνοδεύσει την ψυχή της, αλλά θα περιβάλλεται από «στρατιές αγγέλων». Την προτρέπει να διαφυλάξει το «βραβείο» και χάνεται «ως φως στον ουρανό».θ) H Θεοτόκος επιστρέφει στην οικία της, η οποία «σείεται» λόγω «της δόξας του βραβείου» το οποίο κρατούσε. Εισέρχεται στο «ταμείο» της (στο ιδιαίτερο δωμάτιό της και χώρο προσευχής) και τοποθετεί το «βραβείο» σε σινδόνη. (ι) Τότε απευθύνει θερμή προσευχή προς τον Κύριο να εισακούσει την προσευχή της μητέρας του, ώστε κατά την ώρα του θανάτου να αποφύγει «τας εξουσίας, τας ερχομένας εναντίον της ψυχής της». Ο Κύριος απαντά, υποσχόμενος ότι την ψυχή της δεν θα παραλάβουν άγγελοι αλλά ο ίδιος. Η Θεοτόκος δοξολογεί τον Υιό της για την απάντηση αυτή. Στο σημείο αυτό καταγράφεται μία εκ των πλέον αξιομνημόνευτων ιδιαιτεροτήτων της διηγήσεως του Ιωάννου: ο φόβος της Θεοτόκου μήπως η ψυχή της παραληφθεί από αγγέλους, προφανώς δε όχι από τους αγγέλους του Θεού (περί αυτού δεν θα υπήρχε φόβος), αλλά από τους αγγέλους του Διαβόλου. Ο ίδιος φόβος θα εκφρασθεί από τη Θεοτόκο στη συνέχεια της διηγήσεως. Η αιτία του συγκεκριμένου φόβου δεν ευρίσκεται, σίγουρα, σε κάποια αίσθηση αμαρτωλότητας της Θεοτόκου, αλλά στην αρετή της ταπεινοφροσύνης η οποία δεν της επέτρεπε να θεωρεί δεδομένη και αυτονόητη την παραλαβή της ψυχής της από τον ίδιο τον Κύριο.
ια) Ακολούθως, η Θεοτόκος εξέρχεται από το «ταμείο» της και παραγγέλλει στην «παιδίσκη» να ειδοποιήσει συγγενείς και γνωστούς ότι επιθυμούσε να τους συναντήσει. Όταν εκείνοι προσέρχονται, η Θεοτόκος αναγγέλλει τα της επικείμενης Κοιμήσεώς της και τους προτρέπει να «ποιήσουν μετ'αυτής μεγάλην φιλανθρωπίαν». Εξηγεί ότι δεν εννοεί τη φιλανθρωπία των χρημάτων, αλλά το να παραμείνουν κοντά της για τις δύο επόμενες νύχτες και έκαστος να κρατήσει αναμμένο ένα λυχνάρι, ώστε να τους ευλογήσει προ της Κοιμήσεως. Η συγκεκριμένη προτροπή της Θεοτόκου υποδηλώνει την επιτέλεση κάποιας «προσευχητικής αγρυπνίας», στοιχεία της οποίας παρέχονται στη συνέχεια της διηγήσεως. ιβ) Όλοι συμμορφώνονται με τις υποδείξεις της Θεοτόκου, ενώ διαδίδεται ήδη η φήμη περί του επικείμενου θανάτου της. H Θεοτόκος τους προτρέπει να ανάψουν τις λυχνίες τους και να «γρηγορήσουν», διότι -όπως επεξηγεί- υπάρχουν κάποιοι άγγελοι οι οποίοι «περιγίγνονται» (υπερισχύουν) των αμαρτωλών, ενώ στους δικαίους δεν έχουν εξουσία. Αναφέρεται, μάλιστα, στον τρόπο με τον οποίο ο «άγγελος της δικαιοσύνης» παραλαμβάνει τις ψυχές των δικαίων, ενώ ο «άγγελος της πονηρίας» τις ψυχές των αδίκων. Στο σημείο αυτό της διηγήσεως διαφαίνεται ο σκοπός της προμνημονευθείσας «προσευχητικής αγρυπνίας», δηλαδή η προσπάθεια κατατάξεως των παρισταμένων μεταξύ των δικαίων. Αντιλαμβανόμαστε ότι η Θεοτόκος διδάσκει τους παρισταμένους περί θεμάτων σχετικών με τη σωτηρία. Το γεγονός αυτό αποκαλύπτει τη σημαντική θέση της Θεοτόκου στην πρώτη Εκκλησία, ως διδασκάλου των πιστών, ιγ) Οι παριστάμενες γυναίκες απαντούν προς τη Θεοτόκο ότι αυτή είναι η μητέρα τους και δεν πρέπει να φοβείται. Οι ίδιες, όμως, εκφράζουν το φόβο τους ενώπιον της κρίσεως του θανάτου. Η Θεοτόκος τις παρηγορεί και τις προτρέπει να ψάλλουν και να μην θρηνούν. Προσκαλεί, επίσης, όλους να προσευχηθούν η προτροπή της πραγματοποιείται και οι παριστάμενοι κάθονται, προσεύχονται και διηγούνται «τα μεγαλεία του Θεού».
ιδ) Τη στιγμή εκείνη προσέρχεται ο ευαγγελιστής Ιωάννης, πρώτος από όλους τους αποστόλους εφόσον -όπως επισημαίνεται στη συνέχεια- οι υπόλοιποι φθάνουν όλοι μαζύ αργότερα. Η Παρθένος με δάκρυα τον παρακαλεί να μην ξεχάσει τους λόγους του Κυρίου στο Σταυρό και την εκφρασθείσα επιθυμία του ώστε ο Ιωάννης να προστατεύει τη Θεοτόκο. Του υπενθυμίζει, επίσης, ότι ο Κύριος τον αγάπησε περισσότερο από κάθε άλλον και τον παρακαλεί να μην την εγκαταλείψει. Ο Ιωάννης, ο οποίος δεν γνωρίζει τα της επικείμενης Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ταράσσεται από τους λόγους και έρωτα μήπως στενοχώρησε ο ίδιος τη Θεοτόκο ή μήπως έχει κάποια ανάγκη, ιε) Η Θεοτόκος τότε του αναγγέλλει τα περί της Κοιμήσεώς της, τον παρακαλεί να φροντίσει τα της ταφής της και τα της διαφυλάξεως του σκηνώματός της από τους εβραίους αρχιερείς. Στο άκουσμα της επικείμενης Κοιμήσεως της Θεοτόκου ο Ιωάννης θρηνεί και εύχεται να απέθνησκε εκείνος και όχι η Θεοτόκος. ιστ) Η Θεοτόκος παρηγορεί τον Ιωάννη, τον εισάγει στο «ταμείο» της και του επιδεικνύει τα προετοιμασμένα για την κηδεία της. Του επιδεικνύει, επίσης, δύο χιτώνες παραγγέλοντας να δοθούν σε δύο χήρες, καθώς και το «βραβείο», προσθέτοντας ότι έχει προσταγή να το κρατήσει ο ίδιος μπροστά από τη νεκρική κλίνη. Ο Ιωάννης, όμως, διστάζει φοβούμενος μήπως θιγούν οι απόντες απόστολοι.
ιζ) Τη στιγμή εκείνη «εγένετο βροντή» και έφθασαν στη θύρα της οικίας οι απόστολοι, καθήμενοι έκαστος επί μιας νεφέλης. Η διήγηση αναφέρει ότι ήσαν συνολικώς ένδεκα, με πρώτο τον Πέτρο και δεύτερο τον Παύλο. Οι απόστολοι ασπάζονται αλλήλους και διερωτώνται περί του τρόπου και της αιτίας ένεκα της οποίας ευρέθησαν όλοι μαζύ. Παρατηρούμε, εν προκειμένω, ότι διασώζεται η παράδοση περί «βροντής» και «νεφελών» ως τρόπου μεταφοράς των αποστόλων στην οικία της Θεοτόκου, ιη) Ο Πέτρος προτρέπει τους υπολοίπους αποστόλους να προσευχηθούν ώστε ο Θεός να τους αποκαλύψει την αιτία για την οποία τους συγκέντρωσε. Ο Πέτρος και ο Παύλος προτρέπουν αλλήλους να προηγηθούν στην προσευχή. Οι υπόλοιποι απόστολοι χαίρονται για την ταπείνωση των δύο κορυφαίων και παρακαλούν, τελικώς, τον Πέτρο να προστεί της προσευχής. Ο Πέτρος απευθύνει ευχή δοξολογίας προς το Θεό.
ιθ) Μόλις ολοκληρώνεται η προσευχή του Πέτρου εξέρχεται της οικίας ο Ιωάννης και εξηγεί στους υπολοίπους αποστόλους ότι, ενώ ευρίσκετο στις Σάρδεις τον ήρπασε νεφέλη μεταφέροντας τον στην Ιερουσαλήμ. Ενημερώνει τους αποστόλους για τον επικείμενο θάνατο της Θεοτόκου και τους προτρέπει να μην θρηνήσουν ενώπιον της, κ) Οι απόστολοι εισέρχονται στην οικία και μακαρίζουν τη Θεοτόκο, η οποία τους ερωτά περί του ποιος ανήγγειλε σ' αυτούς την επικείμενη Κοίμησή της και περί της χώρας στην οποία ευρίσκοντο πριν από την αιφνίδια μεταφορά τους στα Ιεροσόλυμα. Η Θεοτόκος δοξολογεί το Θεό διότι επέτρεψε να παρίστανται κατά την Κοίμησή της οι απόστολοι. κα) Ακολούθως, τους εισάγει στο «ταμείο» της και τους επιδεικνύει τα της ταφής της. Ο Πέτρος προτείνει στους αποστόλους -καθώς δύει ο ήλιος της δεύτερης από τις τρεις ημέρες προ της Κοιμήσεως- να αγρυπνήσουν και να απευθύνουν παραινετικούς λόγους καθ'όλη τη διάρκεια της τελευταίας επίγειας νύχτας της Θεοτόκου. Οι απόστολοι του απαντούν ότι εκείνος πρέπει να απευθύνει τους παραινετικούς λόγους.
κβ) Ο Πέτρος απευθύνεται στους παριστάμενους και τους προτρέπει να έχουν πάντοτε αναμμένες τις λαμπάδες τους, έτοιμοι για το θάνατο και την αιωνιότητα. Την ώρα της ομιλίας του, η οικία της Θεοτόκου «λαμπρύνεται από φως» και ακούγεται φωνή η οποία προτρέπει τον Πέτρο να «λαλήσει την αλήθεια». Ο Πέτρος δοξολογεί το Θεό για την αποκάλυψη αυτή. κγ) Συνεχίζονται οι προτροπές του Πέτρου προς τους παριστάμενους. Ο λόγος του είναι εκτενής: τους συνιστά να αγωνίζονται για την παρθενία και την αρετή, αναφέρει παραδείγματα, ενώ απευθύνεται και στον «όχλο» (προφανώς σε κάποιους συγκεντρωμένους εκτός της οικίας) προτρέποντας προς αρετή και μετάνοια.
κδ) Ξημερώνει η τρίτη ημέρα, η της Κοιμήσεως. Η Θεοτόκος εξέρχεται της οικίας της, δοξολογεί το Θεό, εισέρχεται πάλι στην οικία και κατακλίνεται, ενώ οι απόστολοι περιβάλλουν την κλίνη της. Περί την τρίτη ώρα της ημέρας ακούγεται «βροντή μεγάλη από τον ουρανό» και όλοι αισθάνονται «οσμή ευωδίας». Ο Κύριος «παραγίνεται επί νεφελών, συνοδευόμενος από πλήθος αγγέλων». Ο Χριστός εισέρχεται στο «ταμείο» της Θεοτόκου, ενώ οι άγγελοι παραμένουν έξω από την οικία και υμνούν. Συναντά τους αποστόλους και τους ασπάζεται, όπως ασπάζεται και τη μητέρα του. Η Θεοτόκος τον ευλογεί και τον παρακαλεί να παραλλάβει ο ίδιος την ψυχή της και όχι οι άγγελοι. Ο Κύριος παραλαμβάνει την ψυχή της μητέρας του, κε) Οι απόστολοι παρατηρούν ότι η ψυχή της Θεοτόκου είναι «επτά φορές λευκότερη από τον ήλιο». Ο Πέτρος, μάλιστα, «περιχαρής» διερωτάται εάν υπάρχει άνθρωπος, του οποίου η ψυχή να είναι τόσο καθαρή όσο της Θεοτόκου. Στο συλλογισμό του Πέτρου απαντά ο ίδιος ο Κύριος, επισημαίνοντας ότι οι ψυχές των ανθρώπων έρχονται στον κόσμο λευκές, αλλά ακολούθως αλλοιώνονται από την αμαρτία. Του υποδεικνύει, επίσης, να ασφαλίσει το σώμα της Θεοτόκου, εξερχόμενος της πόλεως και ενταφιάζοντάς το σε μνημείο το οποίο έχει ήδη ετοιμασθεί. Ο Κύριος, τέλος, παραγγέλλει στους αποστόλους να παραμείνουν κοντά στο μνημείο.
κστ) Το σώμα της Θεοτόκου «βοά» προς τον Κύριο (Μνήσθητί μου βασιλεύ της δόξης), ο οποίος υπόσχεται ότι δεν θα το εγκαταλείψει και εξαφανίζεται, κζ) Οι απόστολοι κηδεύουν το σώμα. Ο Πέτρος επιδίδει το «βραβείο» στον Ιωάννη και τον προτρέπει να υμνήσει τη Θεοτόκο, ενώ ο Ιωάννης παραιτείται υπέρ του Πέτρου. Τελικώς θέτουν το «βραβείο» επί της κλίνης, την οποία βαστάζουν ενώ ο Πέτρος υμνεί. Παραλλήλως, υμνούν από τον ουρανό ο Κύριος και οι άγγελοι, ενώ δημιουργείται θόρυβος και στην πόλη των Ιεροσολύμων καθώς διέρχεται από τους δρόμους το σκήνωμα της Θεοτόκου. Οι εβραίοι αρχιερείς ανησυχούν για τις εξελίξεις αυτές και αποφασίζουν να φονεύσουν τους αποστόλους και να καύσουν το σώμα της Θεοτόκου. Οiί άγγελοι, όμως, πατάσσουν όλους όσοι εκινούντο απειλητικώς εναντίον της εξόδιας πομπής, πλην ενός ο οποίος επιτίθεται εναντίον της νεκρικής κλίνης αλλά αποκόπτονται τα χέρια του, κη) Ο επιτεθείς εβραίος μετανοεί, θεραπεύεται και κηρύσσει το Χριστό στους ομοεθνείς του. Οι απόστολοι εναπέθεσαν το σώμα στο μνημείο και το εφύλαξαν επί τριήμερον. Ακολούθως άνοιξαν το μνήμα, αλλά το σώμα δεν ευρίσκετο πλέον εκεί, διότι είχε «μετατεθεί από τον Κύριο της δόξης».
http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/filias_koimisi_2_1.html
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια δημοσιεύονται με μια καθυστέρηση και αφού τα δει κάποιος από τη διαχείριση...και όχι για λογοκρισία αλλά έλεγχο για: μη αναφορά σε προσωπικά δεδομένα, τηλέφωνα, διευθύνσεις, προσβλητικά, υποτιμητικά και υβριστικά μηνύματα ή δεσμούς (Link) με σεξουαλικό περιεχόμενο.
Η φιλοξενία και οι αναδημοσιεύσεις άρθρων τρίτων, τα σχόλια και οι απόψεις των σχολιαστών δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του ιστολογίου μας και δεν φέρουμε καμία ευθύνη γι’ αυτά. Προειδοποίηση: Περιεχόμενο Αυστηρώς Ακατάλληλο για εκείνους που νομίζουν ότι θίγονται προσωπικά στην ανάρτηση κειμένου αντίθετο με την ιδεολογική τους ταυτότητα ή άποψη, σε αυτούς λέμε ότι ποτέ δεν τους υποχρεώσαμε να διαβάσουν το περιεχόμενο του ιστολογίου μας.