AMYNA & AΠOTΡOΠH - H EΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ

Η πολιτική άμυνας και ασφάλειας οφείλει να είναι συμπληρωματική μιας ολοκληρωμένης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και σημαντικότατο εργαλείο αυτής. Το παγιωμένο σήμερα δόγμα άμυνας και ασφάλειας της χώρας, είναι αμυντικό - αποτρεπτικό και αναφέρεται στην «υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας, της κυριαρχίας και της ακεραιότητας της χώρας από οποιαδήποτε απειλή». Οι εθνικοί στόχοι στην άμυνα και την ασφάλεια, καθορίζονται σε δύο θεσμικά διαβαθμισμένα κείμενα, στην Πολιτική Εθνικής Άμυνας (ΠΕΑ) και την Εθνική Στρατιωτική Στρατηγική (ΕΘΣΣ). Τα προαναφερόμενα δύο θεσμικά κείμενα αναφέρονται  σε «εθνικούς αντικειμενικούς σκοπούς» και συνιστούν την εξωτερίκευση της κυβερνητικής πολιτικής για την εθνική άμυνα και ασφάλεια της χώρας.

Σήμερα, η Πολιτική Εθνικής Άμυνας στηρίζεται στην άμυνα και αποτροπή, με θεωρητικά εργαλεία, ανάμεσα σε άλλα, την αμυντική επάρκεια, την ευέλικτη αντίδραση, το ισοδύναμο τετελεσμένο και τη δυνατότητα κάλυψης του ενιαίου αμυντικού χώρου Ελλάδος - Κύπρου (ΕΑΧ).  Σταθμοί που διαμόρφωσαν αυτή την πορεία, ήταν η ελληνοτουρκική κρίση του 1987 (υιοθέτηση του δόγματος της αποτροπής), το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδος-Κύπρου (ΕΑΧ, 1993), και η κρίση των Ιμίων(1996), μετά την οποία διατυπώθηκαν τα της ευέλικτης ανταπόδοσης και του ισοδύναμου τετελεσμένου (1997).
Προβαίνοντας σε έναν συμπυκνωμένο απολογισμό, θα λέγαμε πως η αποτροπή, νοούμενη ως η συμβατική ικανότητα των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, λειτούργησε στην ελληνοτουρκική κρίση του 1987 μερικώς, όμως απέτυχε παταγωδώς στην κρίση των Ιμίων το 1996 και κατά την κρίση εγκατάστασης των ρωσικών αντιαεροπορικών συστημάτων S-300 στην Κύπρο, δυό χρόνια αργότερα.
Οι αποτυχίες αυτές δεν οφείλονταν σε κάποιες αδυναμίες των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων εκείνη την περίοδο, όπου το ισοζύγιο ένοπλης ισχύος προς τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις ήταν κατά πολύ ευνοικότερο για την Ελλάδα από ότι είναι σήμερα. Προκλήθηκαν από κακούς έως κάκιστους πολιτικούς χειρισμούς, οι οποίοι δεν επέτρεψαν στην αξιόπιστη ελληνική αποτροπή να δουλέψει  ως εργαλείο και υποθήκευσαν το μέλλον του Αιγαίου. Για να φθάσουμε σήμερα να έχουμε 14 φορές, εντός ενός και πλέον έτους, επίδειξη σημαίας και ισχύος από τους Τούρκους στο Σούνιο και το νότιο Ευβοικό, σε διελεύσεις καθ’ όλα επιβλαβείς (και όχι αβλαβείς όπως η Αθήνα ισχυρίζεται).
Θυμίζουμε πως στην κρίση των Ιμίων, ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, διατύπωνε, τις πλέον κρίσιμες ώρες, έλλειμμα στρατιωτικής ισχύος της Ελλάδας, περνώντας τα «κατάλληλα» μηνύματα στους απέναντι. Έκτοτε, το έλλειμμα αυτό απέναντι στην ένοπλη τουρκική ισχύ, όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν, όχι μόνο δεν φρόντισαν να το μειώσουν, αλλά παρακολούθησαν άνευ αντίδρασης την αύξησή του.
Αν προβούμε σε μια ενδοσκόπηση, σε οργανωτικό επίπεδο, με την τροποποίηση του Εθνικού Αμυντικού Σχεδιασμού (EAΣ), το 2007, μέσω του θα οποίου υλοποιούνταν τα Συστήματα της Αμυντικής Σχεδίασης Προγραμματισμού και Προϋπολογισμού (ΣΑΣΠΠ) και Προμήθειας Αμυντικού Υλικού (ΣΠΑΥ) αλλά και η προώθηση της κάθετης δομής διοίκησης, ο εθνικός αμυντικός σχεδιασμός φάνηκε να κινείται προς έναν ορθολογικότερο σχεδιασμό της ανάπτυξης των Ενόπλων Δυνάμεων.
Διασταλτικά προς τα παραπάνω, ο υπουργός Εξωτερικών Δημήτρης Δρούτσας, σε προ επταμήνου συνέντευξη τύπου (15 Σεπτεμβρίου 2010), είχε δηλώσει ότι η Ελλάδα επεξεργάζεται ένα νέο Πολιτικό Δόγμα στην εξωτερική Πολιτική. Ανακοίνωσε μάλιστα τη συγκρότηση επιτροπής, η οποία θα επεξεργαστεί το νέο αυτό  δόγμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Ειδικότερα στα της άμυνας, ο ΥΕΘΑ  Ευάγγελος Βενιζέλος είχε προωθήσει ως γνωστόν σημεία που έχρηζαν επικαιροποίησης, με σημαντικότερο εκείνο που καταργεί πλέον τον «από Βορρά κίνδυνο» και προτείνει προσανατολισμό των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στον «εξ ανατολών» κίνδυνο.
Η Πολιτική Εθνικής Άμυνας (ΠΕΑ) μπορεί σήμερα να εστιάζει θεωρητικά στην αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής όσο και ασύμμετρων, μη συμβατικών απειλών, σύμφωνα και με το Νέο Στρατηγικό Δόγμα του ΝΑΤΟ, πρακτικά όμως παραμένει ανολοκλήρωτη και δίχως «εργαλεία». Διότι αφ’ ενός οι πραγματικές εξοπλιστικές δαπάνες αποδεικνύονται εδώ και χρόνια συρικνούμενες επηρεάζοντας το αξιόμαχο και τις επιχειρησιακές δυνατότητες των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, αφ’ ετέρου δε οι κακές επιλογές στην εξωτερική πολιτική, ακυρώνουν εν πολλοίς την ό,ποια δυνατότατα αποτροπής προσφέρουν σήμερα οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας.

Εκτιμούμε πως αξιόπιστη εθνική άμυνα και αποτροπή, πρέπει να αναδειχθούν σε κύριο μέλημα της χώρας, απέναντι στην κύρια απειλή (τουρκική), όσο και τις δευτερεύουσες (συμβατικές ή ασύμμετρες). Για να συμβεί αυτό, πρέπει να υπάρξει μια ομοφωνία ανάμεσα στις πολιτικές (αλλά και οικονομικές και κοινωνικές) ελίτ της χώρας, για την αδήριτη ανάγκη η Ελλάδα να διατηρήσει μια σταθερή ισορροπία στρατιωτικών δυνάμεων με την Τουρκία. Ισορροπία που τείνει σήμερα να ανατραπεί.
Εμμένουμε σε αυτό, γιατί διαπιστώνεται με λύπη πως το τουρκικό κατεστημένο, ερντογανικό ή κεμαλικό,  συνεχίζει και επιδιώκει την πολιτική έντασης με Ελλάδα και Κύπρο, ενώ την ίδια ώρα Έλληνες επιτελείς εκτιμούν πως τους επόμενους μήνες υπάρχει  πιθανότητα κρίσης με την Τουρκία μεγαλύτερου μεγέθους από εκείνην των Ιμίων το 1996. Υπενθυμίζουμε τη δημοσιοποίηση στην Τουρκία, στα πλαίσια της σφοδρής σύγκρουσης ισλαμιστών – στρατογραφειοκρατίας, των σχεδίων «Βalyoz» και «Suga», που προέβλεπαν με κάθε λεπτομέρεια, το μεν πρώτο εισβολή των Τούρκων στην ελληνική Θράκη (βόρειο Έβρο), το δε δεύτερο εισβολή και κατάληψη των νησιών Λέρου, Οινουσσών και Φούρνων. Τα σχέδια αυτά δεν τα ενστερνίζονται ως γνωστόν μόνο οι στρατιωτικοί αλλά και η κυβέρνηση Ερντογάν. Το δόγμα της «αδικημένης στο Αιγαίο Τουρκίας» έχει διαποτίσει ολόκληρη σχεδόν την τουρκική πολιτική και στρατιωτική ιθύνουσα τάξη.
Συνιστά  θλιβερή πραγματικότητα η διαπίστωση πως, ενώ οι κίνδυνοι ασφάλειας για τη χώρα πολλαπλασιάζονται, η εθνική άμυνα και οι άνθρωποί της έχουν στοχοποιηθεί και απαξιώνονται, από συγκεκριμένους ιδεολογικούς, ή μάλλον ιδεοληπτικούς, πολιτικούς κύκλους. Είναι οι κύκλοι αυτοί που διατυπώνουν, με ύπουλη αφέλεια, το λαικίστικο και ψευδές δόγμα του «βούτυρο αντί για κανόνια»,  χαρακτηρίζοντας όλες συλλήβδην τις εξοπλιστικές ανάγκες ως «αντιπαραγωγικές». Είναι οι ίδιοι κύκλοι που στηλιτεύουν την «μιλιταροποίηση» της ελληνικής κοινωνίας ενώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Τι πρέπει και επιβάλλεται να γίνει, με δεδομένη και την οξύτατη οικονομική κρίση που έχει γονατίσει τη χώρα;
-Να ενισχυθεί, με σωστό σχεδιασμό και σεβασμό στην οικονομική δυσπραγία της χώρας, η συμβατική αποτροπή. Δηλαδή να ενισχυθούν οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις με οπλικά συστήματα-πολλαπλασιαστές ισχύος που θα προσδώσουν υπεροχή δια της ποιότητας.
-Ο νέος στρατηγικός σχεδιασμός ενισχυμένης αποτροπής θα πρέπει να εκπέμπει  σήματα  ισχυρών ανταποδοτικών πληγμάτων. Να μην επικρατήσει δηλαδή η εμμονή στην παθητική – στατική άμυνα, αλλά η προληπτική διαμήνυση στον αντίπαλο ότι θα υποστεί και στρατιωτικό αντεπιθετικό πλήγμα με σκοπό την καταστροφή των δυνάμεών του. Το νέο δόγμα ασφάλειας και άμυνας της χώρας, θα είναι αξιόπιστο, μόνο όταν η χώρα έχει να επιδείξει σαφείς και καθαρές αντεπιθετικές δυνατότητες.
-Να επικαιροποιηθούν και να ισχύσουν έργοις και όχι λόγοις, δια των κατάλληλων εξοπλιστικών προγραμμάτων, η ευέλικτη ανταπόδοση και το ισοδύναμο τετελεσμένο,  σε συνάρτηση και με την επαν-ενεργοποίηση του Δόγματος  του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου (ΕΑΧ) Ελλάδος - Κύπρου.
-Να απαιτηθεί από τις χώρες-προμηθευτές η μεγιστοποίηση στα αντισταθμιστικά οφέλη, την εγχώρια συμμετοχή και τη συμπαραγωγή, καθώς και ευνοικά προγράμματα στη χρηματοδότηση, λαμβανομένων υπ όψιν και των οικονομικών αδιεξόδων της χώρας. Αυτό ακριβώς πράττει η Τουρκία, έχοντας πετύχει 48-50% εγχώρια συμμετοχή στους εξοπλισμούς της. Έτσι, οι δικοί μας εξοπλισμοί θα λάβουν επενδυτικό-αναπτυξιακό παρονομαστή, κινώντας δια της αυξημένης εγχώριας συμμετοχή την σε τέλμα ευρισκόμενη ελληνική οικονομία.
-Τέλος, θα πρέπει να αναβαθμιστεί η λειτουργία και ο ρόλος του ΚΥΣΕΑ, με αυξημένη τη γνωμοδοτική ισχύ των τεχνοκρατών (επιτελεία, ΕΥΠ κτλ) επί των τελικών αποφάσεων που βεβαίως θα λαμβάνονται από την πολιτική ηγεσία.

Σχόλια