"Kαλέσματα 2010" στην Ορεινή Σερρών

Στους ήχους της "γκάιντας", του αρχαίου αυτό μουσικού οργάνου, θα παραδοθεί, σήμερα και αύριο, η κοινότητα Ορεινής. Ένα μικρό ορεινό χωριό των Σερρών, που βρίσκεται σε ύψος 900 μ. στους πρόποδες του Λαϊλιά.

    Σύμφωνα με τον Πρόεδρο της Ορεινής, Αθανάσιο Γάτσιο, τα "Καλέσματα 2010" που οργανώνονται στις 20 και 21 Αυγούστου στην Ορεινή Σερρών, γίνονται το επίκεντρο ενός πολιτιστικού θεσμού που διοργανώνεται για δεύτερη χρονιά, με τη φιλοδοξία να αναπτυχθεί, όχι μόνο σε εθνικό αλλά και διεθνή επίπεδο. "Συνδέουν την τοπική παράδοση με την πολύπλευρη παρουσία της γκάιντας σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και του κόσμου με τις διάφορες παραλλαγές και ονομασίες της" τονίζει ο κ. Γάτσιος.

    Στην διήμερη φετινή διοργάνωση αναφορά στην γκάιντα θα γίνει από τον εισηγητή - Διδάκτωρ Εθνομουσικολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Χάρρη Σαρρή, ενώ αναφορά στην ιστορία της Ορεινής θα γίνει από τον πρώτο δάσκαλο της Κοινότητας, τον Βασίλη Χορτομάρη.

    Στις μουσικές ενότητες των εκδηλώσεων θα συμμετέχουν μουσικά παραδοσιακά συγκροτήματα από την Θράκη, την Πιερία, από τη Σάμο, τη Βουλγαρία, τον Πόντο και την Αλιστράτη Σερρών.

    Τα χορευτικά συγκροτήματα που θα πλαισιώσουν τις εκδηλώσεις είναι οι πολιτιστικοί σύλλογοι Αχλαδοχωρίου, Θρακική Εστία Σερρών, Ντόπιων Ορεινής, Σουλίου Πατρών, Εστία Πιερίδων Μουσών Κατερίνης και το βουλγάρικο συγκρότημα Ancemble Rodopa.

    Η "γκάιντα" είναι ένα μουσικό όργανο, που συνδέεται άμεσα με την Πολιτιστική Παράδοση και την ιστορία της Ορεινής. Όπως τόσα άλλα μουσικά όργανα, έτσι και η γκάιντα, έρχεται στην Ελλάδα από την Ασία, γύρω στον 1ο με 2ο μ.Χ αιώνα, σύμφωνα με αξιόπιστες μαρτυρίες του Σουετόνιου, του Δίωνα του Χρυσόστομου κ.ά.

    Έκτοτε, η παρουσία της στον ελλαδικό χώρο και στον ελληνισμό της Εγγύς Ανατολής τεκμηριώνεται από πολλές εικονογραφικές και φιλολογικές πηγές.


    Είναι ένα μουσικό όργανο διαδεδομένο στην ηπειρωτική Ελλάδα, κυρίως στη Μακεδονία και στη Θράκη, αλλά και στο νησιωτικό χώρο, με ορισμένες παραλλαγές.. Λέγεται γκάιντα, γκάιδα, γάιδα, γάδα ή κάιντα. Φτιάχνεται συνήθως από εκείνον που την παίζει, σε διάφορα μεγέθη και αποτελείται από το ασκί, το επιστόμιο και δυο αυλούς. Χρησιμοποιείται σε πανηγύρια και διασκεδάσεις, δίνοντας, με τη χαρακτηριστική φωνή της, ιδιαίτερο τόνο στα τραγούδια και τους χορούς. Οι γκαϊτατζήδες είναι λίγοι σήμερα και, κατά κανόνα, μεγάλης ηλικίας. Η παράδοση, όμως, δεν έχει σβήσει.

    Στην Ορεινή Σερρών, ο 81 ετών, σήμερα, Βαγγέλης Μπουρβάνης, αυτοδίδακτος κατασκευαστής γκάιντας, συνεχίσει να κατασκευάζει το περίφημο αυτό μουσικό όργανο και να το διδάσκει στα παιδιά του.

    "Το έμαθα από τους γονείς μου- εξηγεί- είναι δύσκολο όργανο και θέλει όχι μόνο τέχνη αλλά και πολύ μεράκι, πρέπει να το αγαπάς πολύ για να το μάθεις να κελαηδά".

    Στα προπολεμικά χρόνια χρησιμοποιούσαν, για την κατασκευή του, όταν το έβρισκαν, δέρμα γαϊδουριού λόγω του μεγέθους και της αντοχή τους. Σήμερα, χρησιμοποιείται κυρίως δέρμα κατσίκας ή προβάτου. Η γκάιντα είναι μεγαλύτερη σε σύγκριση με τη νησιώτικη τσαμπούνα.

    Τα εξαρτήματα της γκάιντας δεν δένονται κατευθείαν στο ασκί, αλλά προσαρμόζονται το καθένα, στο κεφαλάρι, μια βάση από ξύλο ή από κόκαλο. Το επιστόμιο, ένας κύλινδρος, από ξύλο ή κόκαλο ή και καλάμι, από τον οποίο φυσάει και γεμίζει με αέρα το ασκί, ο γκαϊντιέρης, έχει μήκος από 12 έως και 20εκ.

    Οι δυο αυλοί φτιάχνονται από διάφορα ξύλα, συνήθως από αμυγδαλιά και βερικοκιά, κτλ. Ο μακρύς αυλός, είναι τρία συνήθως κομμάτια. Χωρίς τρύπες και μ' ένα μπιμπίκι, με μονό επικρουστικό γλωσσίδι, προσαρμοσμένο στο κομμάτι που είναι κοντά στο ασκί, δίνει ένα μονό φθόγγο. Το εσωτερικό κυλινδρικό άνοιγμα αυτού του αυλού δεν είναι πάντα το ίδιο σε όλο το μήκος του. Στο τελευταίο του κομμάτι συχνά είναι πιο ανοιχτό και σχηματίζει μια χοάνη ή το αντίθετο.

    Ο άλλος ο αυλός, ο πιο κοντός, είναι για τη μελωδία και έχει συνήθως 7 τρύπες μπροστά και μία πίσω. Είναι κυλινδρικό και καταλήγει σε χοάνη και σχηματίζοντας αμβλεία γωνία με το σωλήνα του αυλού. Στο επάνω μέρος του, εκεί που ενώνεται με το ασκί, προσαρμόζεται κι εκεί ένα μπιμπίκι κι ένα επικρουστικό γλωσσίδι. Οι τρύπες του αυλού είναι σε ίση απόσταση ή μια από την άλλη, αλλά δεν έχουν το ίδιο μέγεθος και σχήμα.

    Για το παίξιμο της γκάιντας ισχύουν τα ίδια που ισχύουν για την τσαμπούνα, μόνο που ο μακρύς αυλός κρατιέται κάτω από την μασχάλη ή τον αφήνουν να ακουμπάει πάνω στον ώμο ή το μπράτσο. Δεν έχει τρύπες και δίνει μόνο ένα φθόγγο, που "ταιριάζεται" πάντα με το φθόγγο, που χρησιμοποιείται ως τονική στον αυλό της μελωδίας. Έτσι, στο παίξιμο συνοδεύει διαρκώς τη μελωδία με το φθόγγο της τονικής, μια οκτάβα συνήθως χαμηλότερα

    Την παράδοση της κατασκευής γκάιντας συνεχίζει, σήμερα, στην Ορεινή ο 65χρονος Σταύρος Τράκας και ο 30χρονος μουσικός Ζαχαρίας Μπουρβάνης που είναι και ο πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Ορεινής.
ΑΠΕ

Σχόλια