Η αντι-αναπτυξιακή λογική του φορολογικού νομοσχεδίου



Μετά από μισό χρόνο αναποφασιστικότητας και αναβλητικότητας, τελικά η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έφερε το φορολογικό νομοσχέδιο στη βουλή. Εν μέσω της οικονομικής κρίσης, και της αναγκαιότητας λήψης μέτρων, η κυβέρνηση έγραφε και έσβηνε χάνοντας πολύτιμο χρόνο. Η πολύμηνη καθυστέρηση στην κατάθεση του νομοσχεδίου είχε προκαλέσει την αγανάκτηση και στελεχών του κυβερνώντος κόμματος.
Τα άσχημα νέα είναι, όμως, ότι τελικά το φορολογικό ν/σ αντί να κάνει τις αναγκαίες τομές για την αλλαγή πορείας της οικονομίας εισάγει αντι-αναπτυξιακά μέτρα που απειλούν να βυθίσουν την οικονομία σε διαρκή ύφεση.
Περιγραφικά θα λέγαμε ότι το φορολογικό νομοσχέδιο κτυπά κυρίως: 




Α. Τους μικρομεσαίους, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της κοινωνίας, καθώς είτε ως παραγωγοί είτε ως καταναλωτές συνιστούν το βασικό μοχλό της οικονομικής λειτουργίας. Και αυτό συμβαίνει, μεταξύ άλλων, με :
·         την επιβολή ενός ιδιαίτερα αυστηρού συστήματος «αυτοπεραίωσης» για 800.000 περίπου μικρομεσαίες επιχειρήσεις που θα οδηγήσει σε υπερδιπλασιασμό της φορολογικής τους επιβάρυνσης,
·         την υποχρεωτική έκδοση φορολογικών στοιχείων από επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ή ελεύθερους επαγγελματίες, όχι με την είσπραξη, αλλά με την ολοκλήρωση της παρεχόμενης υπηρεσίας,
·         την παρακράτηση ποσού 8% στο εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις για την παροχή κάθε είδους υπηρεσιών άνω των 300 ευρώ.
Επιπλέον, το φορολογικό νομοσχέδιο είναι κοινωνικά άδικο γιατί επιβάλει τεκμήρια όχι διαβίωσης αλλά ασφυξίας που πνίγουν τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, ενώ ευνοούν σκανδαλωδώς τα πολύ μεγάλα εισοδήματα.

Β. Την κτηματαγορά, η οποία κατά ένα τρόπο αποτελεί και την ατμομηχανή της ανάπτυξης στην Ελλάδα. Γύρω από τα ακίνητα δραστηριοποιούνται πάνω από 150 επαγγελματικοί κλάδοι. Το νομοσχέδιο θα δώσει καίριο κτύπημα με:
·         την επιβολή τεκμαρτού φόρου ιδιοκατοίκησης,
·         την κατάργηση της απαλλαγής από το «πόθεν έσχες» για την πρώτη κατοικία,
·         την ήδη νομοθετημένη επαναφορά καταργημένων φόρων, όπως των φόρων δωρεών, γονικών παροχών, κληρονομιών.
Με την αναμενόμενη αύξηση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων θα έχουμε φορολογική επιδρομή σε βάρος των μικρομεσαίων ιδιοκτητών ακινήτων.
Γ. Τέλος πλήττει τη ψυχολογία της αγοράς, η οποία είναι άκρως απαραίτητη για την εύρυθμη λειτουργία της.
Η αύξηση, για παράδειγμα, της φορολογίας των διανεμομένων κερδών (μερισμάτων) στις επιχειρήσεις στο 40%, που συνιστά το μεγαλύτερο φορολογικό συντελεστή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κινείται σε αυτήν την αντι-αναπτυξιακή κατεύθυνση.
Εν γένει, η καταιγίδα μέτρων μόνο φοροεισπρακτικού χαρακτήρα πολλαπλασιάζει τους φόβους για το αύριο και αναστέλλει τη διάθεση του επιχειρηματικού ρίσκου.
Πρόκειται λοιπόν για ένα φορολογικό νομοσχέδιο άτολμο, άνευρο με ανεπαρκείς, διαχειριστικές απλές αλλαγές που δεν μπορούν να του χαρίσουν τον τίτλο της φορολογικής μεταρρύθμισης, όπως προσπαθούν να μας πείσουν οι συντάκτες του.
Τεκμαρτό εισόδημα ή λογιστικός προσδιορισμός
Η γενική επιβολή λογιστικού προσδιορισμού του εισοδήματος ακόμη και σε μικρές επιχειρήσεις, στην παρούσα δύσκολη οικονομική συγκυρία, οδηγεί σε αυξημένη επιβάρυνση του λειτουργικού τους κόστους και της γραφειοκρατίας, χωρίς να έχει το αναμενόμενο αποτέλεσμα για τα φορολογικά έσοδα.
Γι’ αυτό προτείνουμε να εξετάσει το Υπουργείο Οικονομικών τη δυνατότητα επιλογής, ειδικά για τις μικρές επιχειρήσεις εμπορίας ή παροχής υπηρεσιών, κάτω από ένα συγκεκριμένο όριο εσόδων, μεταξύ αφενός του λογιστικού προσδιορισμού και αφετέρου ενός ορθολογικού τεκμαρτού καθεστώτος.
Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι οι επιλέγοντες το τεκμαρτό καθεστώς φορολόγησης απαλλάσσονται της τήρησης βιβλίων και στοιχείων ή της δυνατότητας, του φορολογικού μηχανισμού ελέγχου της περιουσιακής τους κατάστασης. Θα είναι όμως ένα σύστημα απλό, άμεσης και σίγουρης φορολογικής απόδοσης από μικρές επιχειρήσεις, που σε διαφορετική περίπτωση, πρακτικά δεν πρόκειται ποτέ να ελεγχθούν.

ΠΗΓΗ: Ν.Δ

Σχόλια