Ιστορίες της ουράς…



Πάει κάμποσος καιρός αλλά ποτέ δεν ξεχνάω.  Είμαι ταμείο ανεργίας, βλαστημάω την ώρα και την στιγμή. Ατελείωτες ουρές κάθε μήνα, ταλαιπωρία, εκνευρισμός, να προσπαθεί ένα και δύο το πολύ ταμεία κάθε φορά να εξυπηρετήσουν εκατοντάδες ανθρώπους, τους έβλεπες όλους και είχαν ένα βάρος στους ώμους τους, μια έκφραση ξύλινη, ουδέτερη. Να πάρουν τα λεφτά και να φύγουν. Άτομα κάθε ηλικίας, νέα παιδιά σαν εμένα, τρομαγμένα, αμήχανα, κυρίως όμως όπως τους έκοβα, απο 35-40 και πάνω. Η καταραμένη γενιά, αυτή που λόγο ηλικίας, έχει ήδη διαγραφεί σαν εργατικό δυναμικό, στυμμένες λεμονόκουπες, ανάξιοι, αχρείαστοι.
Μας χώριζαν σε ομάδες λες και ήμασταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης  και αποφάσιζαν ποιοι θα μείνουν σε αυτό το υποκατάστημα τράπεζας  και ποιους θα μας διώξουν σε άλλα, πολλές φορές σε άλλες περιοχές  στου διαόλου τη μάνα, επειδή ήταν τόσα τα άτομα που δεν μπορούσαν να τους εξυπηρετήσουν όλους. Να χάνεις την μπάλα, να περπατάς απο εδώ και απο εκεί για 5 δεκάρες που όμως είναι ζωτικής σημασίας. Πάω Εθνική, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, κοντά στον σιδηροδρομικό. Στα ταμεία δύο θρεφτάρια, ένας βαριεστημένος γύρω στα 40, γραβάτα  και πουκάμισο, και ένας γέρος κατακόκκινος στη μούρη απο το πάχος, με ένα τσιγάρο στο στόμα (και με φιλτράκι μαύρο παρακαλώ, με ντεμέκ χρυσή διακόσμηση στην άκρη), λίγο πριν την  σύνταξη μάλλον. Φρεσκοξυρισμένος, μυρωδάτος, άσπρο πουκάμισο χαλαρό και έτσι να πούμε. Μας κοιτάει με φευγαλέα λύπηση, ανακατεμένη με βαρεμάρα, υποτιμητικά, δυσφορώντας για το πλήθος των ζητιάνων μπροστά του. Ο κόσμος τον παίρνει χαμπάρι, δεν λέει τίποτα, αλλά μπορείς να αισθανθείς την υπερένταση, ανακατεμένη με κούραση, αγανάχτηση. Τα πνεύματα αρχίζουν σιγά σιγά και ανάβουν.
Παραδίπλα μία θείτσα, σενιαρισμένη, οξυζενέ ξανθό, μας κοιτά απο το γραφείο με λύπηση. Στα μούτρα σου μωρή, δεν την θέλω. Μία μας κοιτάει, μία παλεύει με τον υπολογιστή που της έχει κρασάρει. Δεν ξέρει τι να κάνει. Τι να σου κάνω κακομοίρα που εγώ ξέρω τι πρέπει να κάνεις, γιατί το ρημάδι το pc το παίζω στα δάχτυλα και εσύ δεν ξέρεις που παν τα τέσσερα, αλλά εγώ είμαι εδώ και εσύ είσαι εκεί που είσαι. 


Ο ένας ο χοντρός ξεφυσάει, τον κουράζουμε, βαριέται, αλλά δεν λέει τίποτα. Το γέρικο θρεφτάρι όμως σκασίλα του. Αρχιζει αγκομαχάει, δυσφορεί. Λέει οτι ”πολλοί γίναμε” ”χαμός γίνεται με όλους αυτούς” αυτούς, εμείς, οι άνεργοι. Γι αυτόν ζητιάνοι και ξεπεσμένοι χαραμοφάηδες που τρώμε τα λεφτά του κράτους ΤΟΥ. Αγενής στο ταμείο, αρπάζει τις επιταγές, επιστρέφει απότομα τα χρήματα, σχεδόν τα πετάει. Οι περισσότεροι θέλουν να του δαγκώσουν την καρωτίδα μέχρι να πάει απο αιμορραγία, αλλά κρατιούνται και δεν μιλάνε. Να πάρουν τα λεφτά να φύγουν, έχουν πολλά στο κεφάλι τους, με τον μαλάκα θα ασχολούνται; Αυτός συνεχίζει, προκαλεί. Κάποιος δεν αντέχει και μιλάει και του την λέει, νομίζω ήταν μια κυρία μεγαλούτσικη σε ηλικία. Μόλις αρχίζει εκείνη, παίρνουν φόρα και οι άλλοι. Τον κράζουν. Τον αρχίζω. Ρεμάλια, θρεφτάρια, είμαστε όλοι χρήσιμοι άνθρωποι εδώ μέσα. Δεν είμαστε ζητιάνοι, δεν είμαστε κηφήνες, δεν είμαστε στρατευμένοι ούτε παρατρεχάμενοι. Απο δουλειά μείναμε. Άνθρωποι ξεκρέμαστοι, χρέη, παιδιά, νέοι άνθρωποι, εξέλιξη μηδέν. Χάλια δουλειές, χάλια μισθοί, χάλια όλα.
Ο μικρότερος σε ηλικία χοντρός το έχει βουλώσει, δεν λέει κουβέντα, σκύβει και εξυπηρετεί πιο γρήγορα. Να φύγουμε, να μη μας βλέπει. Το γέρικο μοσχάρι όμως δεν τα σηκώνει αυτά, τόσα χρόνια εκει μέσα, ποιοι είμαστε εμείς που θα την πούμε σε ΑΥΤΟΝ; Πάφα πούφα ξεφυσάει, πάφα πούφα το τσιγάρο, κοκκινίζει και άλλο, δαγκώνει το φιλτράκι του. ”Έλα, τελειώνετε δεν έχουμε όλη την μέρα”. Εξυπηρετεί πιο γρήγορα ανάμεσα σε μία βοή απο θυμωμένα μουρμουρητά και κουβέντες. Φτάνει η σειρά μου, του πετάω την επιταγή. Με κοιτάει και τον κοιτάω για μία φευγαλέα στιγμή. Αναμετριέμαι με το γέρικο θηρίο. Ενστικτωδώς δεν του αρέσει αυτό που βλέπει, θεριό ανήμερο εγώ  άνεργο και απελπισμένο δεν έχω τίποτα να χάσω και θέλω αφορμή.  Το αισθάνεται, τραβάει το βλέμμα του και σκύβει το κεφάλι να με εξυπηρετεί γρήγορα. Εξακολουθώ να τον κοιτάζω, να νιώθει τα μάτια μου επάνω του, κοκκινίζει πιο πολύ. Παίρνω θριαμβευτικά τα λεφτά ΜΟΥ και φεύγω. Αυτός αύριο θα έχει δουλειά και καλό μισθό, εγώ όχι, αλλά για εκείνη την μικρή, μικρούτσικη στιγμή είχα πάρει την μικρή, μικρούτσικη νίκη μου…
Και ας ήτανε και πύρρειος…
Δεν θα μας φάτε τόσο εύκολα μάγκες.

Aπό: ΒananiaGr

Σχόλια