Από τον «Πολωνό υδραυλικό» στον «Τούρκο εφέντη»
Μπορεί οι ενταξιακές συνομιλίες της Τουρκίας να κινούνται με σαφώς αργούς ρυθμούς, έχοντας ανοίξει μόλις 11 από τα 35 κεφάλαια τα τελευταία τέσσερα χρόνια, καμία όμως πρόθεση δεν έχει η Άγκυρα να τα βάλει κάτω. «Δεν θα εγκαταλείψουμε ποτέ την υποψηφιότητα ένταξης», τόνισε χαρακτηριστικά ο Ερντογάν σε πρόσφατες δηλώσεις του, αποκλείοντας με αυτό τον τρόπο την επιλογή, που ευθέως έχει εκφραστεί διά στόματος Μέρκελ και Σαρκοζί, για το εναλλακτικό καθεστώς της «προνομιακής σχέσης» με την Τουρκία.
Τι εννοούμε όμως με το περίφημο αυτό ζαργκόν «προνομιακή σχέση»; Τι σημαίνει ακριβώς να προχωρήσουν Τουρκία και ΕΕ σε ένα τέτοιο καθεστώς; Ποια είναι δηλαδή αυτή η σχέση που ενδέχεται να είναι ακόμα πιο προνομιακή από την σημερινή; Απροσδιόριστο! Όποια κι αν θα είναι ενδεχομένως η μορφή μιας τέτοιας σχέσης, αυτό που είναι σαφέστατα προσδιορισμένο είναι ότι η Άγκυρα δεν προτίθεται να εγκαταλείψει την ενταξιακή της πορεία. Και γιατί να το κάνει άλλωστε την στιγμή που η χώρα, ανελαστικά μεν αλλά επιτυχώς δε, φαίνεται να διαπραγματεύεται με τους δικούς της όρους και να περιστρέφεται στην τροχιά μιας Ευρώπης με όλα της τα δικαιώματα αλλά χωρίς τις υποχρεώσεις; Ποια χώρα θα επιθυμούσε να τεθεί εκτός τροχιάς σε μια τέτοια περίπτωση;
Εκτός αυτού, αξίζει να εξετάσουμε τις θέσεις που τηρούν σήμερα τα Κράτη Μέλη της ΕΕ σε σχέση με την Τουρκική ενταξιακή πορεία. Ποια κράτη δηλαδή την στηρίζουν και ποια είναι αυτά που θα προτιμούσαν να δουν τον «εκτροχιασμό» της και γιατί.
Γαλλο-γερμανικός έναντι ατλαντικού άξονα
Κάποτε ο Σιράκ εξέφραζε την κάθετη αντίθεσή του στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας, με τον Ντεβιλπέν να δηλώνει ότι είναι αδιανόητο για ένα υποψήφιο για ένταξη μέλος να μην αναγνωρίζει ένα κράτος που είναι πλήρες μέλος της ΕΕ. Σήμερα, παρόλες τις διακυμάνσεις που παρατηρούμε στις Γαλλικές θέσεις και τον καιροσκοπισμό που συχνά χαρακτηρίζει την πολιτική του Νικολά Σαρκοζί, είναι γνωστό ότι σε δύο θέματα έχει σταθερές θέσεις: Στην αντίθεση του στην Τουρκική ένταξη και στην προτίμηση του στην Κάρλα…
Οι συνεχείς προτροπές του Σαρκοζί για χάραξη των Ευρωπαϊκών συνόρων, σκοπό έχουν να μετριάσουν τους φόβους του Γαλλικού λαού για επικείμενο κύμα μουσουλμάνων μεταναστών που θα προκύψει από την Τουρκική ένταξη. Ταυτοχρόνως, είναι δεδομένο ότι η πληθυσμιακή υπεροχή μιας «Ευρωπαϊκής» Τουρκίας θα έχει επίσης ως συνεπακόλουθο και ένα μεγάλο αριθμό αντιπροσώπων που θα αποκτήσει η χώρα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αριθμός που θα είναι μεγαλύτερος από αυτό των Γάλλων κοινοβουλευτικών αντιπροσώπων. «Μια Ευρώπη χωρίς σύνορα είναι μια Ευρώπη χωρίς θέληση, χωρίς ταυτότητα, χωρίς αξίες», τονίζει ο Σαρκοζί, με τον Λελούς να επισημαίνει ότι, «επιθυμούμε να υπάρχει η Τουρκία στην Ευρώπη, αλλά όχι μέσα στην Ευρώπη».
Στο πλευρό του Σαρκοζί, τάσσεται και η Γερμανίδα Καγκελάριος, Άγκελα Μέρκελ, που επίσης εμμένει στην αντίθεση της προς την Τουρκική ένταξη, τονίζοντας ότι η Γερμανική οικονομία δεν μπορεί να υποστεί και πάλι το κόστος μιας πολυδάπανης διεύρυνσης, κυρίως εν μέσω της σοβαρής χρηματοπιστωτικής κρίσης από την οποία πλήττεται σήμερα. Τα κονδύλια που αναμένεται να απορροφήσει η Τουρκία, μέσω των κοινοτικών πλαισίων στήριξης, υπολογίζεται να αγγίξουν τα 45 δισεκατομμύρια ευρώ ανά τριετία ποσό που αντιστοιχεί στο 10% περίπου του ετήσιου προϋπολογισμού της ΕΕ για οικονομική βοήθεια.
Σε μια περίοδο που οι ενδείξεις για το παρόν και το μέλλον της Τουρκικής οικονομίας παρουσιάζονται δυσοίωνες, με την ανεργία να αυξάνεται με ποσοστά ρεκόρ της τάξης του 16% και την Παγκόσμια Τράπεζα να προβλέπει την περαιτέρω μείωση της οικονομίας κατά 6% ως το τέλος του έτους, το κόστος μιας τέτοιας ένταξης φαντάζει ακόμα πιο «διαστημικό» στους Γερμανούς, που για ακόμη μια φορά θα κληθούν να συνεισφέρουν την «μερίδα του λέοντος». Με αυτά τα δεδομένα, ούτε η πολιτική Γκιουλ, με στόχο την συνεχή Τουρκική θυματοποίηση, αλλά ούτε και οι δεσμεύσεις Μπαγκίς, για επίσπευση των οικονομικών μεταρρυθμίσεων στην χώρα, πείθουν την Χριστιανοδημοκράτισσα Καγκελλάριο.
Με τον γαλλο-γερμανικό άξονα να ενισχύεται ακόμα περισσότερο με την Αυστρία και τις πρόσφατες δηλώσεις του Φάιμαν ότι σε περίπτωση επικείμενης Τουρκικής ένταξης θα διεξάγει δημοψήφισμα στην χώρα, η φωνή των κρατών που επιθυμούν μια πιο αυτόνομη «Ευρωπαϊκή» Ευρώπη και την σύναψη ειδικής σχέσης με την Τουρκία έχει ενδυναμωθεί.
Με αυτά τα δεδομένα, το αντίθετο στρατόπεδο που τάσσεται υπέρ της πλήρους ένταξης της χώρας έχει να αντιμετωπίσει ένα ισχυρό ρεύμα. Του στρατοπέδου αυτού ηγείται βέβαια η Βρετανία, υποβοηθούμενη από την Ουάσιγκτον, η οποία μέσω του στρατηγικού της υπόβαθρου εξασκεί και πάλι ρόλο ηγεμόνα, καταβάλλοντας προσπάθειες υπονόμευσης του Ευρωπαϊκού ενοποιητικού εγχειρήματος, στοχεύοντας με αυτό τον τρόπο στην εις το διηνεκές «υπαγωγή» της ΕΕ στην Αμερική. Χώρες όπως η Σουηδία και η Φινλανδία φαίνεται να ακολουθούν πιστά την ιδέα οικοδόμησης μιας «ατλαντικής» Ευρώπης. Έτσι, με μέγιστο κίνητρό τους την αναδιανομή της πολιτικής ισχύος και την εξισορρόπηση του γαλλογερμανικού άξονα, οι χώρες του ατλαντικού άξονα βλέπουν την Τουρκία ως ένα εταίρο με τον οποίο θα δουλέψουν για να κρατηθεί η Ευρώπη εντός της βορειο-ατλαντικής κοινότητας.
Quo Vadis?
Εμείς πού στεκόμαστε σε όλα αυτά; Γύρω από ποιον άξονα περιστρεφόμαστε σε όλη αυτή την διαμάχη; Η Κύπρος ακολουθεί την πολιτική του «καλού κλίματος» και της «καλής θέλησης». Η Ελλάδα από την άλλη το δικό της βιολί, με την πολιτική του «ζεϊμπέκικου» και της «κουμπαριάς». Δεν λέω, σίγουρα είναι καλό να χρησιμοποιούμε την πορεία ένταξης της Τουρκίας ως ένα μοχλό πίεσης προς αυτή, καλό όμως είναι να γνωρίζουμε και πώς να τον χρησιμο-ποιούμε ορθά. Όχι και να τασσόμαστε αναφανδόν και άνευ όρων υπέρ της Τουρκικής ένταξης, διότι αυτό αγγίζει πλέον τα όρια της φαιδρότητας. Πού πήγε η πολιτική του «καρότου» και του «μαστιγίου»; Ή καλύτερα μάλλον που πήγαν τα «μαστίγια»; Με τα «καρότα» πάντως εν πλήρη αφθονία, η Τουρκική ενταξιακή πορεία καλά κρατεί. Και όχι μόνο καλά κρατεί αλλά η χώρα έχει παντελώς αποθρασυνθεί, με την συνεχιζόμενη αρνητική της στάση στο άνοιγμα των λιμανιών και των αεροδρομίων της προς την Κυπριακή Δημοκρατία, προφασιζόμενη την περίφημη πια «απομόνωση» των Τουρκοκυπρίων.
Κάπως έτσι, με άγνωστη την απάντηση στο σχεδόν ρητορικό πλέον για την Ευρώπη ερώτημα «quo vadis», κινούμαστε στην πορεία μιας Ευρώπης χωρίς εξωτερικά σύνορα, ενώ άγνωστο παραμένει επίσης και το ερώτημα αν η Ευρώπη έχει όντως μια τέτοια δυνατότητα ενσωμάτωσης (integration capacity). Και εκεί που ο Ευρωπαίος πολίτης ζούσε μέχρι τώρα με τον φόβο του «Πολωνού υδραυλικού», θα ζει και με τον τρόμο του «Τούρκου εφέντη». Αυτού που κατά τα άλλα έχουμε πια άνευ όρων προσκαλέσει, με υποκλίνουσα στάση στην διπλωματική και όχι μόνο υπεροχή του, αγνοώντας πλήρως ότι η Ευρώπη δεν αποτελεί για την Άγκυρα παρά μια «άγκυρα» στο καταποντιζόμενο πλοίο της Τουρκικής οικονομίας.
Με την σειρά της, η άγνοια αυτή μετατρέπεται σε ανοχή, αφού η Τουρκία παραμένει σε ένα παιχνίδι που αυτή ορίζει τους όρους του. Ως εκ τούτου, θέλοντας και μη, γινόμαστε μάρτυρες μιας, κατά τα άλλα ξεπερασμένης, Οθωμανικής αυτοκρατορικής νοοτροπίας, που ανέκαθεν χαρακτήριζε και χαρακτηρίζει την άρχουσα και όχι μόνο Τουρκική κάστα. Έτσι, με την ιδιοσυγκρασία σουλτάνων και «εφέντηδων», οι Τούρκοι κινούνται τώρα στα κόκκινα χαλιά που εμείς με τόση ευκολία τους στρώνουμε.
Aπό: Σύγχρονη Αποψη, http://www.apopsi.com.cy/2009/12/1912
Μπορεί οι ενταξιακές συνομιλίες της Τουρκίας να κινούνται με σαφώς αργούς ρυθμούς, έχοντας ανοίξει μόλις 11 από τα 35 κεφάλαια τα τελευταία τέσσερα χρόνια, καμία όμως πρόθεση δεν έχει η Άγκυρα να τα βάλει κάτω. «Δεν θα εγκαταλείψουμε ποτέ την υποψηφιότητα ένταξης», τόνισε χαρακτηριστικά ο Ερντογάν σε πρόσφατες δηλώσεις του, αποκλείοντας με αυτό τον τρόπο την επιλογή, που ευθέως έχει εκφραστεί διά στόματος Μέρκελ και Σαρκοζί, για το εναλλακτικό καθεστώς της «προνομιακής σχέσης» με την Τουρκία.
Τι εννοούμε όμως με το περίφημο αυτό ζαργκόν «προνομιακή σχέση»; Τι σημαίνει ακριβώς να προχωρήσουν Τουρκία και ΕΕ σε ένα τέτοιο καθεστώς; Ποια είναι δηλαδή αυτή η σχέση που ενδέχεται να είναι ακόμα πιο προνομιακή από την σημερινή; Απροσδιόριστο! Όποια κι αν θα είναι ενδεχομένως η μορφή μιας τέτοιας σχέσης, αυτό που είναι σαφέστατα προσδιορισμένο είναι ότι η Άγκυρα δεν προτίθεται να εγκαταλείψει την ενταξιακή της πορεία. Και γιατί να το κάνει άλλωστε την στιγμή που η χώρα, ανελαστικά μεν αλλά επιτυχώς δε, φαίνεται να διαπραγματεύεται με τους δικούς της όρους και να περιστρέφεται στην τροχιά μιας Ευρώπης με όλα της τα δικαιώματα αλλά χωρίς τις υποχρεώσεις; Ποια χώρα θα επιθυμούσε να τεθεί εκτός τροχιάς σε μια τέτοια περίπτωση;
Εκτός αυτού, αξίζει να εξετάσουμε τις θέσεις που τηρούν σήμερα τα Κράτη Μέλη της ΕΕ σε σχέση με την Τουρκική ενταξιακή πορεία. Ποια κράτη δηλαδή την στηρίζουν και ποια είναι αυτά που θα προτιμούσαν να δουν τον «εκτροχιασμό» της και γιατί.
Γαλλο-γερμανικός έναντι ατλαντικού άξονα
Κάποτε ο Σιράκ εξέφραζε την κάθετη αντίθεσή του στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας, με τον Ντεβιλπέν να δηλώνει ότι είναι αδιανόητο για ένα υποψήφιο για ένταξη μέλος να μην αναγνωρίζει ένα κράτος που είναι πλήρες μέλος της ΕΕ. Σήμερα, παρόλες τις διακυμάνσεις που παρατηρούμε στις Γαλλικές θέσεις και τον καιροσκοπισμό που συχνά χαρακτηρίζει την πολιτική του Νικολά Σαρκοζί, είναι γνωστό ότι σε δύο θέματα έχει σταθερές θέσεις: Στην αντίθεση του στην Τουρκική ένταξη και στην προτίμηση του στην Κάρλα…
Οι συνεχείς προτροπές του Σαρκοζί για χάραξη των Ευρωπαϊκών συνόρων, σκοπό έχουν να μετριάσουν τους φόβους του Γαλλικού λαού για επικείμενο κύμα μουσουλμάνων μεταναστών που θα προκύψει από την Τουρκική ένταξη. Ταυτοχρόνως, είναι δεδομένο ότι η πληθυσμιακή υπεροχή μιας «Ευρωπαϊκής» Τουρκίας θα έχει επίσης ως συνεπακόλουθο και ένα μεγάλο αριθμό αντιπροσώπων που θα αποκτήσει η χώρα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αριθμός που θα είναι μεγαλύτερος από αυτό των Γάλλων κοινοβουλευτικών αντιπροσώπων. «Μια Ευρώπη χωρίς σύνορα είναι μια Ευρώπη χωρίς θέληση, χωρίς ταυτότητα, χωρίς αξίες», τονίζει ο Σαρκοζί, με τον Λελούς να επισημαίνει ότι, «επιθυμούμε να υπάρχει η Τουρκία στην Ευρώπη, αλλά όχι μέσα στην Ευρώπη».
Στο πλευρό του Σαρκοζί, τάσσεται και η Γερμανίδα Καγκελάριος, Άγκελα Μέρκελ, που επίσης εμμένει στην αντίθεση της προς την Τουρκική ένταξη, τονίζοντας ότι η Γερμανική οικονομία δεν μπορεί να υποστεί και πάλι το κόστος μιας πολυδάπανης διεύρυνσης, κυρίως εν μέσω της σοβαρής χρηματοπιστωτικής κρίσης από την οποία πλήττεται σήμερα. Τα κονδύλια που αναμένεται να απορροφήσει η Τουρκία, μέσω των κοινοτικών πλαισίων στήριξης, υπολογίζεται να αγγίξουν τα 45 δισεκατομμύρια ευρώ ανά τριετία ποσό που αντιστοιχεί στο 10% περίπου του ετήσιου προϋπολογισμού της ΕΕ για οικονομική βοήθεια.
Σε μια περίοδο που οι ενδείξεις για το παρόν και το μέλλον της Τουρκικής οικονομίας παρουσιάζονται δυσοίωνες, με την ανεργία να αυξάνεται με ποσοστά ρεκόρ της τάξης του 16% και την Παγκόσμια Τράπεζα να προβλέπει την περαιτέρω μείωση της οικονομίας κατά 6% ως το τέλος του έτους, το κόστος μιας τέτοιας ένταξης φαντάζει ακόμα πιο «διαστημικό» στους Γερμανούς, που για ακόμη μια φορά θα κληθούν να συνεισφέρουν την «μερίδα του λέοντος». Με αυτά τα δεδομένα, ούτε η πολιτική Γκιουλ, με στόχο την συνεχή Τουρκική θυματοποίηση, αλλά ούτε και οι δεσμεύσεις Μπαγκίς, για επίσπευση των οικονομικών μεταρρυθμίσεων στην χώρα, πείθουν την Χριστιανοδημοκράτισσα Καγκελλάριο.
Με τον γαλλο-γερμανικό άξονα να ενισχύεται ακόμα περισσότερο με την Αυστρία και τις πρόσφατες δηλώσεις του Φάιμαν ότι σε περίπτωση επικείμενης Τουρκικής ένταξης θα διεξάγει δημοψήφισμα στην χώρα, η φωνή των κρατών που επιθυμούν μια πιο αυτόνομη «Ευρωπαϊκή» Ευρώπη και την σύναψη ειδικής σχέσης με την Τουρκία έχει ενδυναμωθεί.
Με αυτά τα δεδομένα, το αντίθετο στρατόπεδο που τάσσεται υπέρ της πλήρους ένταξης της χώρας έχει να αντιμετωπίσει ένα ισχυρό ρεύμα. Του στρατοπέδου αυτού ηγείται βέβαια η Βρετανία, υποβοηθούμενη από την Ουάσιγκτον, η οποία μέσω του στρατηγικού της υπόβαθρου εξασκεί και πάλι ρόλο ηγεμόνα, καταβάλλοντας προσπάθειες υπονόμευσης του Ευρωπαϊκού ενοποιητικού εγχειρήματος, στοχεύοντας με αυτό τον τρόπο στην εις το διηνεκές «υπαγωγή» της ΕΕ στην Αμερική. Χώρες όπως η Σουηδία και η Φινλανδία φαίνεται να ακολουθούν πιστά την ιδέα οικοδόμησης μιας «ατλαντικής» Ευρώπης. Έτσι, με μέγιστο κίνητρό τους την αναδιανομή της πολιτικής ισχύος και την εξισορρόπηση του γαλλογερμανικού άξονα, οι χώρες του ατλαντικού άξονα βλέπουν την Τουρκία ως ένα εταίρο με τον οποίο θα δουλέψουν για να κρατηθεί η Ευρώπη εντός της βορειο-ατλαντικής κοινότητας.
Quo Vadis?
Εμείς πού στεκόμαστε σε όλα αυτά; Γύρω από ποιον άξονα περιστρεφόμαστε σε όλη αυτή την διαμάχη; Η Κύπρος ακολουθεί την πολιτική του «καλού κλίματος» και της «καλής θέλησης». Η Ελλάδα από την άλλη το δικό της βιολί, με την πολιτική του «ζεϊμπέκικου» και της «κουμπαριάς». Δεν λέω, σίγουρα είναι καλό να χρησιμοποιούμε την πορεία ένταξης της Τουρκίας ως ένα μοχλό πίεσης προς αυτή, καλό όμως είναι να γνωρίζουμε και πώς να τον χρησιμο-ποιούμε ορθά. Όχι και να τασσόμαστε αναφανδόν και άνευ όρων υπέρ της Τουρκικής ένταξης, διότι αυτό αγγίζει πλέον τα όρια της φαιδρότητας. Πού πήγε η πολιτική του «καρότου» και του «μαστιγίου»; Ή καλύτερα μάλλον που πήγαν τα «μαστίγια»; Με τα «καρότα» πάντως εν πλήρη αφθονία, η Τουρκική ενταξιακή πορεία καλά κρατεί. Και όχι μόνο καλά κρατεί αλλά η χώρα έχει παντελώς αποθρασυνθεί, με την συνεχιζόμενη αρνητική της στάση στο άνοιγμα των λιμανιών και των αεροδρομίων της προς την Κυπριακή Δημοκρατία, προφασιζόμενη την περίφημη πια «απομόνωση» των Τουρκοκυπρίων.
Κάπως έτσι, με άγνωστη την απάντηση στο σχεδόν ρητορικό πλέον για την Ευρώπη ερώτημα «quo vadis», κινούμαστε στην πορεία μιας Ευρώπης χωρίς εξωτερικά σύνορα, ενώ άγνωστο παραμένει επίσης και το ερώτημα αν η Ευρώπη έχει όντως μια τέτοια δυνατότητα ενσωμάτωσης (integration capacity). Και εκεί που ο Ευρωπαίος πολίτης ζούσε μέχρι τώρα με τον φόβο του «Πολωνού υδραυλικού», θα ζει και με τον τρόμο του «Τούρκου εφέντη». Αυτού που κατά τα άλλα έχουμε πια άνευ όρων προσκαλέσει, με υποκλίνουσα στάση στην διπλωματική και όχι μόνο υπεροχή του, αγνοώντας πλήρως ότι η Ευρώπη δεν αποτελεί για την Άγκυρα παρά μια «άγκυρα» στο καταποντιζόμενο πλοίο της Τουρκικής οικονομίας.
Με την σειρά της, η άγνοια αυτή μετατρέπεται σε ανοχή, αφού η Τουρκία παραμένει σε ένα παιχνίδι που αυτή ορίζει τους όρους του. Ως εκ τούτου, θέλοντας και μη, γινόμαστε μάρτυρες μιας, κατά τα άλλα ξεπερασμένης, Οθωμανικής αυτοκρατορικής νοοτροπίας, που ανέκαθεν χαρακτήριζε και χαρακτηρίζει την άρχουσα και όχι μόνο Τουρκική κάστα. Έτσι, με την ιδιοσυγκρασία σουλτάνων και «εφέντηδων», οι Τούρκοι κινούνται τώρα στα κόκκινα χαλιά που εμείς με τόση ευκολία τους στρώνουμε.
Aπό: Σύγχρονη Αποψη, http://www.apopsi.com.cy/2009/12/1912
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια δημοσιεύονται με μια καθυστέρηση και αφού τα δει κάποιος από τη διαχείριση...και όχι για λογοκρισία αλλά έλεγχο για: μη αναφορά σε προσωπικά δεδομένα, τηλέφωνα, διευθύνσεις, προσβλητικά, υποτιμητικά και υβριστικά μηνύματα ή δεσμούς (Link) με σεξουαλικό περιεχόμενο.
Η φιλοξενία και οι αναδημοσιεύσεις άρθρων τρίτων, τα σχόλια και οι απόψεις των σχολιαστών δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του ιστολογίου μας και δεν φέρουμε καμία ευθύνη γι’ αυτά. Προειδοποίηση: Περιεχόμενο Αυστηρώς Ακατάλληλο για εκείνους που νομίζουν ότι θίγονται προσωπικά στην ανάρτηση κειμένου αντίθετο με την ιδεολογική τους ταυτότητα ή άποψη, σε αυτούς λέμε ότι ποτέ δεν τους υποχρεώσαμε να διαβάσουν το περιεχόμενο του ιστολογίου μας.