Τα Ναζιστικά εγκλήματα στην Ελλάδα δεν σβήνονται με υποκριτικές συγγνώμες και επικοινωνιακές τελετές

Εικόνα: One Inch Productions/IMAGO

Η πρόσφατη επίσκεψη του Γερμανού Προέδρου Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ στην Κάνδανο, στην Κρήτη, όπου οι θηριωδίες των ναζιστικών στρατευμάτων άφησαν βαθιά τραύματα, προκάλεσε ευρεία συζήτηση στον ευρωπαϊκό Τύπο. Ειδικότερα, η εφημερίδα TAZ υπογράμμισε πως αυτή είναι η πρώτη φορά που Γερμανός Πρόεδρος επισκέπτεται την περιοχή, αποτίοντας φόρο τιμής στον τόπο όπου 180 άμαχοι έχασαν τη ζωή τους το 1941. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης, ο Σταϊνμάιερ εξέφρασε ντροπή και ζήτησε συγχώρεση, μιλώντας στα ελληνικά, σε μια προσπάθεια να δείξει ειλικρίνεια και σεβασμό.
«Επισκέπτομαι σήμερα αυτόν τον τόπο της γερμανικής ντροπής. Τέτοια μέρη υπάρχουν σε όλη την Ευρώπη. Κάποια είναι πιο γνωστά, άλλα είναι ξεχασμένα. Γι' αυτό είναι τόσο σημαντικό να βρίσκομαι σήμερα εδώ», ανέφερε ο Γερμανός Πρόεδρος. Ωστόσο, η συγγνώμη αυτή, αν και αξιοσημείωτη ως κίνηση, επισκιάστηκε από την απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στο φλέγον ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων. Παρά την πίεση της Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου και του Έλληνα Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για επίλυση των εκκρεμοτήτων, ο Σταϊνμάιερ περιορίστηκε να χαρακτηρίσει το θέμα «λήξαν», ακολουθώντας τη γνωστή πάγια τακτική της γερμανικής πλευράς.
Η TAZ αναφέρεται στην «ευαίσθητη» στάση της γερμανικής πολιτικής απέναντι στο θέμα των ελληνικών διεκδικήσεων, σημειώνοντας ότι οι ελληνικές θέσεις επανέρχονται συχνά στην επιφάνεια, κυρίως σε τέτοιες επετειακές στιγμές. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες της Ελλάδας να αναδείξει τη σημασία του ζητήματος, η Γερμανία συνεχίζει να επιμένει πως το θέμα έχει διευθετηθεί νομικά εδώ και δεκαετίες.
Η εφημερίδα Spiegel επισημαίνει πως η Κάνδανος αποτελεί μόνο ένα από τα 120 μαρτυρικά χωριά στην Ελλάδα που υπέστησαν σκληρές γερμανικές καταστροφές και ωμότητες κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Στο πλαίσιο αυτό, το Spiegel υπενθυμίζει και μια παλαιότερη δήλωση του Καθηγητή Ιστορίας Χάγκεν Φλάισερ το 2015, ο οποίος ανέφερε ότι «σε καμία άλλη μη σλαβική χώρα τα SS και η Βέρμαχτ δεν έδρασαν τόσο βάναυσα όσο στην Ελλάδα», υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι οι γερμανικές θηριωδίες στην Ελλάδα παραμένουν σχεδόν άγνωστες στο ευρύτερο γερμανικό κοινό. Αν και το 2014 ο πρώην Πρόεδρος της Γερμανίας, Γιόαχιμ Γκάουκ, ζήτησε συγγνώμη με «ντροπή και πόνο» εκ μέρους της Γερμανίας, η ιστορική μνήμη αυτών των γεγονότων συχνά λησμονείται.
Παρά την έντονη επιθυμία των Ελλήνων να κλείσει οριστικά αυτό το τραύμα με μια αίσθηση δικαιοσύνης, ορισμένοι πιστεύουν ότι η γερμανική συγγνώμη παραμένει «υποκριτική». Στην Κάνδανο, οι ντόπιοι εξέφρασαν τη δυσαρέσκειά τους για την απουσία κάποιας ουσιαστικής δέσμευσης από τη γερμανική πλευρά. Όπως τόνισε και η ελβετική εφημερίδα NZZ, οι κάτοικοι απαίτησαν «δικαιοσύνη και αποζημιώσεις», κρατώντας πανό κατά τη διάρκεια της επίσκεψης. Ο Ευτύχης Παπαδοπετράκης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πατρών και κάτοικος Κανδάνου, δήλωσε πως η Κάνδανος, ως ο πρώτος τόπος στην Κρήτη που ισοπεδώθηκε από τους Γερμανούς, δεν μπορεί να «ξεπλυθεί» με απλές χειρονομίες και συγγνώμες. Κατά τη γνώμη του, είναι επιτακτική ανάγκη η Γερμανία να αναγνωρίσει τα εγκλήματά της όχι μόνο με λόγια, αλλά και με πράξεις, ώστε να αποδοθεί η δικαιοσύνη που αρμόζει.
Η περίπτωση της Κανδάνου, καθώς και άλλων μαρτυρικών περιοχών στην Ελλάδα, συνεχίζει να παραμένει ζωντανό μνημείο της τραγικής περιόδου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν από το ναζιστικό καθεστώς. Ενώ η επίσκεψη του Σταϊνμάιερ και η συγγνώμη του θεωρούνται βήμα προς την κατεύθυνση της συμφιλίωσης, η αίσθηση του «μη ολοκληρωμένου» παραμένει, ειδικά για εκείνους που εξακολουθούν να απαιτούν μια ουσιαστική, πρακτική αναγνώριση των ιστορικών ευθυνών της Γερμανίας.

Η ένταση ανάμεσα στην ιστορική μνήμη και τη σύγχρονη πολιτική στάση αποτελεί μια περίπλοκη εξίσωση, στην οποία οι απλοί κάτοικοι των μαρτυρικών χωριών έχουν το δικό τους μερίδιο πόνου και προσδοκιών. Στην πραγματικότητα, η αναγνώριση του παρελθόντος ίσως να αποτελεί όχι μόνο ζήτημα ιστορικής δικαιοσύνης αλλά και ηθικής ευθύνης για τις επερχόμενες γενιές

Σχόλια