Κάποτε ήμασταν πολεμιστές...

Είναι μια ταινία που είδα κάποτε, τυχαία, και δεν θέλω να την ξαναδώ. Προτιμώ να τη θυμάμαι έτσι όπως θέλω να τη θυμάμαι. Είναι μια ταινία γυρισμένη στη Νέα Ζηλανδία, αλλά χωρίς χόμπιτ, ορκ και βασιλιάδες, μόνο με ανθρώπους.

Είναι μια ταινία για τον ξεπεσμό των Μαορί, των άγριων αυτόχθονων που εξαθλιώθηκαν μέσα στον πολιτισμό που επέβαλαν οι Ευρωπαίοι κατακτητές.

Είναι μια ταινία όπου οι κουρελιασμένοι και λούμπεν απόγονοι των πολεμιστών πίνουν το επίδομα ανεργίας στα μπαρ, τσακώνονται στους δρόμους και δέρνουν τη γυναίκα τους, τα παιδιά τους.

Είναι μια ταινία όπου η κόρη έχει άσχημο τέλος κι ο πατέρας της, που κάποτε ήταν πολεμιστής, γονατίζει ανήμπορος μπρος στο άψυχο της σώμα.

Είναι μια ταινία που τη θυμάμαι έτσι όπως θέλω να τη θυμάμαι.

Κάποτε ήμασταν πολεμιστές κι εμείς.

Απόγονοι ανθρώπων που αγωνίζονταν, που διεκδικούσαν, που ματώναν, που ένιωθαν περήφανοι για κείνο το μικρό κομμάτι γης κι εκείνη τη χαμοκέλα. Που πήγαιναν να χτίσουν ένα καλύβι κι έπαιρναν μαζί τους τον βιολιτζή, να παίζει όσο μοχθούσαν. Άγριοι ήμασταν κι εμείς, κατσαπλιάδες φουστανελοφόροι, μας έβλεπαν οι Φράγκοι κι έκλειναν τη μύτη τους.

Κάποτε ήμασταν παιδιά κι εμείς.

Παίζαμε μπάλα στους δρόμους με τρύπια σκαρπίνια, διαβάζαμε δανεικά βιβλία του Βερν και του Καρκαβίτσα, κάναμε ποδήλατο εκ περιδρομής, αγαπούσαμε τη συμμαθήτρια με τα ξανθά μαλλιά, αλλά ντρεπόμασταν να της το πούμε. Κι η μάνα μας κοιτούσε με απόγνωση το μόνο μας καλό παντελόνι, που μόλις είχαμε σκίσει.

Κάποτε ήμασταν ονειρευτές κι εμείς.

Έφηβοι με λίγες τρίχες στο πηγούνι, έφηβοι που θέλανε ν” αλλάξουνε τον κόσμο, να τον φτιάξουνε απ” την αρχή. Μισούσαμε το σχολείο και τον επερχόμενο στρατό, κωφεύαμε στα κηρύγματα των βαρετών γονιών και των δασκάλων, συνομιλούσαμε με τους αυτόχειρες ποιητές -για τους ποιητές, κοιτούσαμε τις αφίσες των νεκρών ειδώλων μας στο δωμάτιο κι ορκιζόμασταν να γίνουμε σαν κι εκείνους. Ήρωες, όχι νεκροί. Οι έφηβοι είναι αθάνατοι, γι” αυτό ορκίζονται στους νεκρούς.

Κάποτε ήμασταν εραστές κι εμείς.

Ξυπνούσαμε και κάναμε έρωτα, τρώγαμε και κάναμε έρωτα, μεθούσαμε και κάναμε έρωτα. Κοιτιόμασταν στα μάτια το πρωί, κρατιόμασταν απ” το χέρι όλη μέρα. Χουφτωνόμασταν δημοσίως, κάνοντας τους γέρους ν” αναθεματίζουν τη νέα γενιά, που δεν σέβεται τίποτα. Κι έπειτα βρίσκαμε μια γωνιά, μια παραλία, ένα αυτοκίνητο, ένα δωμάτιο χωρίς κρεβάτι, για να πηδηχτούμε φωνάζοντας, λες και δεν υπήρχε τίποτα άλλο στον κόσμο απ” την ηδονή μας.

Κάποτε ήμασταν ταξιδευτές κι εμείς.

Μ” ένα σακίδιο στην πλάτη, λίγα λεφτά στην τσέπη και τα βιβλία του Κέρουακ στο χέρι. Παίρναμε το νυχτερινό τρένο, για να γλιτώσουμε το ξενοδοχείο και πλέναμε τις μασχάλες μας στα καφέ της Φλωρεντίας. Τρώγαμε φαλάφελ στον δρόμο και κοιμόμασταν στα youth hostel, μυρίζοντας τα πόδια όλων των λαών της οικουμένης. Μοιραζόμασταν το μπουκάλι και το τσιγάρο με άγνωστα χείλη, πού καιρός για ποτήρια κι αρρώστιες.

Κάποτε ήμασταν καλλιτέχνες κι εμείς.

Ξυπνούσαμε και δεν μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε τα όνειρα μας απ” τις ιστορίες μας, ζωγραφίζαμε με ό,τι είχαμε στο χέρι, απαθανατίζαμε την κάθε στιγμή, τραγουδούσαμε σαν να μην υπήρχε θάνατος. Μόνο μας μέλημα ήταν η τέχνη, πώς θα την εξελίξουμε και πώς θα εξελιχτεί ο κόσμος μ” αυτή. Πίναμε ως το ξημέρωμα μιλώντας για τον Χέμινγουεϊ, τον Μοντιλιάνι, τον Χέντριξ και τον Κουντέλκα.

Κάποτε ήμασταν γονείς κι εμείς.

Παίζαμε με το παιδί μας μέχρι που να πονέσουν τα γόνατα μας. Τρέχαμε στις παιδικές χαρές ξοπίσω τους και διαβάζαμε παραμύθια μέχρι να μας πάρει ο ύπνος. Και συνέχεια το αγκαλιάζαμε, το χαϊδεύαμε, το ταΐζαμε, το κοιτούσαμε, για να χορτάσει η ψυχή μας απ” τη δροσιά του.

Κάποτε ήμασταν άνθρωποι κι εμείς.

Παίζαμε, ονειρευόμασταν, κάναμε έρωτα, ταξιδεύαμε, κάναμε τέχνη, αγκαλιάζαμε το παιδί μας.

Είναι μια ζωή που τη θυμάμαι έτσι όπως θέλω να τη θυμάμαι. Η δική μου ζωή.

Τώρα, σ” αυτόν το χρόνο, εδώ, σ” αυτή τη χώρα, δεν έχουν μείνει και πολλά.

Δεν είμαστε άνθρωποι πια, είμαστε ποντίκια, τυφλά ποντίκια που τριγυρνάνε άσκοπα στον λαβύρινθο του εργαστηρίου.

Άγριοι χωρίς πολιτισμό, που μοχθούν για να πληρώνουν λογαριασμούς. Δίχως παιχνίδι, δίχως όνειρα, δίχως έρωτα, δίχως ταξίδια, δίχως τέχνη, δίχως παιδιά.

Για ποιο πράγμα μοχθούμε κι αγωνιούμε;

Για να πληρώσουμε όλους τους λογαριασμούς, όλους τους φόρους; Μα αυτοί ποτέ δεν τελειώνουν, όσα και να πληρώσεις.

Για να συντηρήσουμε τις τράπεζες και τις πολυεθνικές; Μα αυτές ποτέ δεν χορταίνουν, όσα κι αν πάρουν.

Για να πληρώσουμε τους διαχειριστές της καταστροφής μας, τους πολιτικούς; Μα αυτοί είναι αναλώσιμοι, κι άλλος καινούριος θα έρθει να πάρει τη θέση του παλιού.

Για να επιβιώνουμε; Μα αυτή δεν είναι ζωή.

Κάποτε ήμασταν πολεμιστές, παιδιά, ονειρευτές, εραστές, ταξιδευτές, καλλιτέχνες, γονείς, άνθρωποι.

Θα ξαναγίνουμε.

olympia.gr

Σχόλια