Τον Χειμώνα ετούτο στον Πύργο Ηλείας


Του Αθανάσιου Κατσίμπελη

Θεωρητικά είμαστε ακόμα στη μέση του Φθινοπώρου αλλά ο Χειμώνας στην πόλη του Πύργου και στην Ηλεία είναι εδώ.Βλέπω στην πόλη μου ανθρώπους, να περπατούν και να παραμιλάνε. Έναν μεθυσμένο να περπατά το σούρουπο στη μέση κεντρικής οδού με κίνδυνο να τον χτυπήσουν τα διερχόμενα οχήματα. Τους αστυνομικούς να προσπαθούν να τον απομακρύνουν από το οδόστρωμα με υπομονή. Τα αυτοκίνητα ανάβουν αλαρμ για να τον προστατεύσουν.
Κανένας οδηγός δεν κορνάρει .Ένα πολυκατάστημα ρούχων κλειστό. Με τις βιτρίνες του άδειες, έρημες κι ας έσφυζε πριν λίγο καιρό από κόσμο.
Φοιτητές και φαντάρους δεν βλέπεις. Μάλλον λιγόστεψαν σε αυτή την πόλη. Σκουπίδια παντού και άσχημες μυρωδιές. Βουνά ολόκληρα. «Θα τα πάρουν» μου λέει κάποιος που με βλέπει να παρατηρώ το βουνό σκουπιδιών, «βρέθηκε λύση για άλλο ένα μήνα. Θα συνεχίσουμε να είμαστε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης με απόφαση του Νομάρχη».
Το παλιό Μανωλοπούλειο Νοσοκομείο έρημο. Ερείπιο πραγματικό. Μα σε ποιον ανήκει; Ποιος είναι υπεύθυνος για τη διαχείρισή του; Ποιος ήταν υπεύθυνος για τη φύλαξη των υλικών που χάθηκαν;Γιατί δεν έγινε σχολείο;
Παιδιά Ρομά ρακένδυτα, σε ομάδες κουβαλάνε καρότσια με παλιοσίδερα. Άλλα, ζητιανεύουν στα φανάρια. Κάποιες φορές κλέβουν και τους διερχόμενους οδηγούς. Κι άλλα παιδιά βιαστικά να πηγαίνουν στα φροντιστήρια τους με τα βιβλία στο χέρι. Βιαστικά περπατάνε κι ονειρεύονται να φύγουν. Αλλά να πάνε πού; Μάλλον στο εξωτερικό όσα τα καταφέρουν.
Και γονείς σκυθρωπούς και παππούδες με το βιβλιάριο ασθενείας στο χέρι, να κάνουν μόνοι τους περικοπές στα φάρμακά τους μπροστά στο ταμείο του Φαρμακείου. Και άλλα παιδιά από χωριά που αρχές Οκτώβρη κατάφεραν και πήγαν σχολείο γιατί μέχρι τώρα δεν είχε εξασφαλιστεί η μετακίνησή τους σε αυτό. Και σχολεία με προκατασκευασμένα κτήρια και άσχημα μικρά προαύλια. Να στοιβάζονται τα μικρά παιδάκια και να σχολάνε νωρίς γιατί ακόμα δεν τοποθέτησαν τους δασκάλους τους και τους καθηγητές τους. Αν και η απεργία τελείωσε χάνονται ώρες διδακτικές πολλές. Και έλεγαν πως φέτος δεν υπήρχαν κενά σε εκπαιδευτικούς. Δεν έλεγαν;
Στα περίπτερα ελλείψεις σε είδη που κάποτε υπήρχαν σε αφθονία. Σχεδόν άδεια τα ράφια σε πολλά από αυτά. Άλλα έκλεισαν οριστικά και άλλα ετοιμάζονται να κλείσουν. Λιγότερα και τα ψιλικαντζίδικα, δεκάδες μαγαζάκια κλειστά. Κι ακόμα λιγότερα αυτά που πουλάνε εφημερίδες και περιοδικά. Έπαψε ο κόσμος να διαβάζει. Αγοράζει μόνο κουπόνια την Κυριακή για έκπτωση στο σούπερ μάρκετ και παλιά αναγνωστικά, αυτά που έκρυβαν μια άλλη Ελλάδα που είχε μέσα την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον. Κρεμασμένες οι τοπικές εφημερίδες. «Υποσχέσεις των δημάρχων για οριστική λύση στο πρόβλημα της διαχείρισης των σκουπιδιών». Μα τον θυμάμαι αυτόν τον τίτλο. Τον είχα δει και πριν δέκα χρόνια στα τότε πρωτοσέλιδα. Τότε, την εποχή της αφθονίας, οι ίδιες υποσχέσεις… και δεν έγινε τίποτα. Και δεν φταίει κανένας για αυτό.
Κι όσο ο Χειμώνας προχωρά, τα βράδια ερημιά στην αγορά και στην πλατεία. Νωρίς, όλοι για ύπνο κι ας μην έχουν δουλειά το πρωί. Τέτοια κατάσταση επικρατούσε μετά τους σεισμούς του 2003 στην πόλη αν και τώρα δεν υπάρχουν σεισμόπληκτοι σκηνίτες. Υπάρχουν όμως άνθρωποι που δεν έχουν να πληρώσουν βασικές τους ανάγκες.Τώρα αναμένονται οι κατασχέσεις όσων δεν έχουν να πληρώσουν.
Τα τρένα που έφταναν από την εποχή του Τρικούπη στην πόλη αυτή, σήμερα δεν υπάρχουν. Στην απομόνωση θα εξακολουθήσει να μείνει η Ηλεία τόσο οδικά όσο και σιδηροδρομικά για πολλά χρόνια ακόμα. Δεν προβλέπεται ούτε οδός, ούτε σιδηρόδρομος για εδώ. Καταδικασμένοι στην υπανάπτυξη.
Κι όμως υπάρχουν κι αυτοί που παλεύουν ακόμα να αναπλαισιώσουν την κατάθλιψη που κυριαρχεί. Θα τα καταφέρουμε λένε. Τόσα χαράτσια αντέξαμε. Τώρα θα φοβηθούμε; Υπάρχει ελπίδα και θα τα καταφέρουμε. Αυτοί μου θυμίζουν ένα κείμενο από τον «Εκδικητή» στα "Λόγια της Πλώρης" του συγγραφέα μας Ανδρέα Καρκαβίτσα από τα Λεχαινά :
… «Εἴμαστε ἄντρες ἐμεῖς· ὅ,τι καὶ νὰ εἰπεῖς, εἴμαστε ἄντρες!» εἶπε ὁ ὑποναύκληρος καθισμένος ἀνάμεσα στὸ πλήρωμα. «Ἕλληνας, σοῦ λέει ὁ ἄλλος· δὲν εἶναι παῖξε γέλασε. Ἔχουμε τὰ κακά μας, δὲ λέω· πήραμε δρόμο στραβό, σὰν τὸ κακοκυβερνημένο πλεούμενο· μὰ δὲν εἴμαστε καὶ ντὶπ γιὰ πέταμα. Καὶ νὰ εἴμαστε γιὰ πέταμα, πάλι δὲ θὰ χαθοῦμε. Θέλουμε δὲ θέλουμε, θὰ ζήσουμε. Θὰ ζήσουμε καὶ θὰ θεριέψουμε καὶ θὰ δοξαστοῦμε, ὅπως καὶ πρῶτα. Τὸ σιδερόξυλο, σιδερόξυλο εἶναι, ὅσο κι ἂν τὸ κουτσουρέψεις· ὅσο κι ἂν τοῦ μαδήσεις τὴν κορφή, ἂν τοῦ ζεματίσεις τὰ φύλλα, ἂν τοῦ πριονίσεις τὰ κλαδιά. Ὁ λέοντας, λέοντας λέγεται, ὅσο κι ἂν τοῦ ψαλιδίσεις τὴ χήτη, ἂν τοῦ κόψεις τὴν οὐρά, ἂν τοῦ βγάλεις τὰ νύχια, ἂν τοῦ ξεριζώσεις τὰ δόντια. Φτάνει τὸ βρούχημά του νὰ σὲ πάει ριπιτί. Τὸ ἔχει τὸ σκαρί μας, ναί· τὸ θέλ᾿ ἡ τύχη μας νὰ εἴμαστε πάντα μεγάλοι. Ὅπου κι ἂν γυρίσεις, σὲ στεριὲς καὶ θάλασσες, σὲ νότο καὶ βοριά, σ᾿ ἀνατολὴ καὶ δύση, θὰ τὸ ἰδεῖς γραμμένο. Καὶ γραμμένο ὄχι μὲ ἀνθρώπινο κοντύλι, ἀλλὰ μὲ τὸ ἴδιο χέρι, τὸ παντοδύναμο χέρι τοῦ Δημιουργοῦ. Εἴμαστε ἄντρες, σοῦ λέω!»

Μα υπάρχουν κι αυτοί που ανησυχούν. Γιατί ο χειμώνας έρχεται βαρύς. Σαν τους βαριούς χειμώνες των χρόνων που δεν είχε ζήσει η δική μας γενιά.Κι ακούγεται το τραγούδι του Σαββόπουλου : «Τον χειμώνα ετούτο, άμα τον πηδήσαμε,γι’ άλλα δέκα χρόνια άιντε καθαρίσαμε».

Σχόλια