Πρακτικά της εξεταστικής επιτροπής για τα ομόλογα 24 Αυγ 2010 -Κατάθεση Σανιδά (μέρος 1ο)


Στην Αθήνα σήμερα, ημέρα Τρίτη, 24 Αυγούστου 2010 και ώρα 14.20΄ συνεδρίασε στην Αίθουσα «Προέδρου Ιωάννη Νικ. Αλευρά» (151) του Μεγάρου της Βουλής η Εξεταστική Επιτροπή για την πλήρη διερεύνηση της υπόθεσης των ομολόγων, υπό την προεδρία του Προέδρου αυτής κ. Κωνσταντίνου Ρόβλια, με θέμα ημερήσιας διάταξης: Εξέταση μαρτύρων.
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής, αφού διαπίστωσε την ύπαρξη απαρτίας, κήρυξε την έναρξη της συνεδρίασης και έκανε ανάγνωση του καταλόγου των μελών της Επιτροπής. Παρόντες ήταν οι Βουλευτές κ.κ. Αγάτσα Αριάδνη, Αντωνακόπουλος, Μίχου Μαρία, Παναρίτη Έλενα, Παπαχρήστος Ευάγγελος, Πρωτόπαπας Χρήστος, Τιμοσίδης Μιχάλης, Τσιαούση Ελένη, Χάιδος Χρήστος, Κόλλιας Κωνσταντίνος, Νικολόπουλος Νικόλαος, Παυλόπουλος Προκόπης, Τσουμάνη-Σπέντζα Ευγενία, Νικολαΐδου Βέρα, Πολατίδης Ηλίας, Μουλόπουλος Βασίλειος, Τσούκαλης Νικόλαος.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ (Κωνσταντίνος Ρόβλιας): Κύριες και κύριοι συνάδελφοι, αρχίζει η συνεδρίαση της Εξεταστικής Επιτροπής για την πλήρη διερεύνηση της υπόθεσης των ομολόγων.
Εάν δεν έχουμε κάτι, θα ήθελα να ευχηθώ «Καλό φθινόπωρο», καλή συνέχεια, καλή δύναμη σε όλους μας. Να καλέσουμε τον πρώτο μάρτυρα, τον κ. Σανιδά.
(Στο σημείο αυτό εισέρχεται στην Αίθουσα της Εξεταστικής Επιτροπής ο μάρτυς κ. Γεώργιος Σανιδάς)
Θα ήθελα να υπενθυμίσω και να παρακαλέσω πάρα πολύ να τηρηθούν τα είκοσι λεπτά από τον πρώτο ερωτώντα και τα δέκα λεπτά από τους υπόλοιπους ερωτώντες. Ήταν η ομόφωνη απόφασή μας στις 26 Ιουλίου του 2010.
Κύριε μάρτυς, σας καλωσορίζουμε στην Επιτροπή μας. Ευχαριστούμε πολύ που ήλθατε. Ήθελα να σας ρωτήσω εάν θα δώσετε θρησκευτικό ή πολιτικό όρκο.
ΜΑΡΤΥΣ (Γεώργιος Σανιδάς): Θρησκευτικό, κύριε Πρόεδρε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ (Κωνσταντίνος Ρόβλιας): Κύριε μάρτυς, βάλτε το χέρι σας στο Ευαγγέλιο για να δώσετε τον όρκο: «Ορκίζομαι ενώπιον του Θεού να πω ευσυνείδητα όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια χωρίς να προσθέσω ή να αποκρύψω τίποτα».
ΜΑΡΤΥΣ (Γεώργιος Σανιδάς): Ορκίζομαι.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ (Κωνσταντίνος Ρόβλιας): Ευχαριστώ.
Για τις ανάγκες των Πρακτικών, σας παρακαλώ πολύ να μας πείτε το ονοματεπώνυμο, όνομα πατρός, επάγγελμα και διεύθυνση. Όχι αριθμούς ταυτοτήτων, δεν χρειαζόμαστε.
ΜΑΡΤΥΣ (Γεώργιος Σανιδάς): Γεώργιος Σανιδάς του Χαραλάμπους. Και μητρώνυμο;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ (Κωνσταντίνος Ρόβλιας): Όχι.
ΜΑΡΤΥΣ (Γεώργιος Σανιδάς): Έτος γεννήσεως 1942, τόπος καταγωγής Λειβαδιά Βοιωτίας και διεύθυνση κατοικίας Δερβενακίων 31, Αγία Παρασκευή. Θα μου επιτρέψετε να βγάλω λίγο τα έγγραφά μου;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ (Κωνσταντίνος Ρόβλιας): Βεβαίως.
Σας καλέσαμε να μας διαφωτίσετε με ό,τι γνωρίζετε σχετικά με την υπόθεση των δομημένων ομολόγων, γιατί προέκυψαν κάτι θέματα με την κατάθεση του κ. Ζορμπά και μέλη της Επιτροπής μας ζήτησαν να έλθετε και εσείς, για να λυθούν οι όποιες απορίες έχουν δημιουργηθεί και κατόπιν αυτού ομόφωνα η Επιτροπή μας αποφάσισε να σας καλέσει και εάν προκύψει θέμα από τη δική σας την κατάθεση, εν συνεχεία θα κρίνει η Επιτροπή εάν θα εξεταστείτε σε αντιπαράσταση με τον κ. Ζορμπά. Προς το παρόν, θέλουμε να ακούσουμε τις απόψεις σας. Έχετε όσο χρόνο θέλετε στη διάθεσή σας να μας ενημερώσετε και θα ακολουθήσουν ερωτήσεις από τις κυρίες και τους κυρίους Βουλευτές.
ΜΑΡΤΥΣ (Γεώργιος Σανιδάς): Καταρχάς, ενόψει του ότι η συνεδρίαση είναι η πρώτη μετά τις διακοπές σας, θα ήθελα να ευχηθώ καλή δύναμη για το επίπονο και επίμοχθο έργο σας και καλή συνέχεια στο έργο σας αυτό.
Σε σχέση με την κατάθεσή μου, πριν αρχίσω την έκθεση των πραγματικών περιστατικών, νομίζω ότι είναι επιβεβλημένο και αναγκαίο να αναφερθώ στις διατάξεις τις συνταγματικές του Οργανισμού Δικαστηρίων, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και φυσικά του νόμου για το ξέπλυμα, οι οποίες απετέλεσαν το πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτούργησαν οι εισαγγελίες.
Δεν θα σας απασχολήσω πολύ πάνω σ' αυτό το θέμα, αλλά θα δείτε ότι αυτά τα οποία θα πω καταρχάς θα έχουν σχέση με την έκθεση των πραγματικών περιστατικών που θα ακολουθήσουν. Έχω και κάποια σχετικά τα οποία θα σας δίνω στη διάρκεια της καταθέσεώς μου εδώ και τα οποία θα επιβεβαιώνουν αυτά τα οποία λέω, βέβαια.
Καταρχάς, λοιπόν, θα πρέπει να υπενθυμίσω τα άρθρα 26, 87 παρ. 1, 88 παρ. 1 και 96 του Συντάγματος. Να δούμε τι λένε αυτά για να τα θυμόμαστε και κυρίως αυτό έχει αξία για τους κυρίους Βουλευτές οι οποίοι δεν έχουν νομική παιδεία και ίσως είναι ανάγκη να τα πω αυτά και μάλιστα, κάπως εκλαϊκευμένα και απλουστευμένα, για να γίνουν κατανοητά κάποια πράγματα.
Το άρθρο 26, λοιπόν, παρ. 3 λέει ότι η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια, το άρθρο 87 λέει ότι η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία, το άρθρο 88 ότι οι δικαστικοί λειτουργοί διορίζονται με Προεδρικό Διάταγμα, σύμφωνα με το νόμο που ορίζει τα προσόντα και τη διαδικασία της επιλογής τους και είναι ισόβιοι και το άρθρο 96 ότι στα τακτικά ποινικά δικαστήρια ανήκει η τιμωρία όλων των εγκλημάτων.
Τι προκύπτει από τις διατάξεις αυτές; Ότι η δικαιοσύνη έχει ανατεθεί σε ίδια όργανα, στους δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία, οι οποίοι είναι ισόβιοι και εκ τούτου παρέπιπτε ότι εάν υπάρχει διάταξη νόμου η οποία θα εκχωρεί δικαιοδοσία για απονομή δικαιοσύνης σε κάποιο άλλο όργανο ή θα υπάρξει διάταξη νόμου η οποία θα φαλκιδεύει δικαιοδοτικά δικαιώματα και λειτουργικά δικαιώματα των δικαστικών λειτουργών, αυτή η διάταξη νόμου θα είναι πρόδηλα αντισυνταγματική.
Όπως ξέρετε παραπέρα, οι εισαγγελικοί λειτουργοί μετά το 1974 έχουν καταστεί ισόβιοι δικαστικοί λειτουργοί. Στα καθήκοντα του εισαγγελέα πρωτοδικών υπάγεται η διεύθυνση και η εποπτεία της προανάκρισης. Αυτό προκύπτει από το άρθρο 25 του Οργανισμού Δικαστηρίων που λέει ότι στην αρμοδιότητα του εισαγγελέα υπάγεται μεταξύ των άλλων η διεύθυνση της προανάκρισης.
Υπενθυμίζω, επίσης και το άρθρο 24 του Οργανισμού Δικαστηρίων που λέει αυτό που είπα προηγουμένως, ότι η εισαγγελία είναι δικαστική αρχή ανεξάρτητη από τα δικαστήρια και την εκτελεστική εξουσία και επίσης, η δικαιοδοσία αυτή του εισαγγελέα προκύπτει από τα άρθρα 33 και 34 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Να τα δούμε λοιπόν και αυτά.

Το 33 λέει ότι η προανάκριση και η προκαταρκτική εξέταση του 31 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας γίνονται ύστερα από παραγγελία του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και υπό τη διεύθυνσή του από πταισματοδίκες και ειρηνοδίκες και από αστυνομικούς υπαλλήλους που έχουν βαθμό τουλάχιστον υπαρχιφύλακα. Και το 34 που αναφέρεται στους ειδικούς και ανακριτικούς υπαλλήλους ότι η προκαταρκτική εξέταση και η προανάκριση ορισμένων εγκλημάτων ενεργείται από ορισμένους υπαλλήλους όπου αυτό προβλέπεται σε ειδικούς νόμους πάντοτε υπό τη διεύθυνση και την εποπτεία του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών.
Την ανωτάτη διεύθυνση στην τακτική ανάκριση και στην προανάκριση έχει ο Εισαγγελέας Εφετών. Αυτό προκύπτει από το άρθρο 35 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο λέει ότι η ανώτατη διεύθυνση στην ανάκριση ανήκει στον Εισαγγελέα Εφετών, που έχει επιπλέον το δικαίωμα να ενεργεί προσωπικά ή με κάποιον από τους αντιεισαγγελείς προκαταρκτική εξέταση, ενώ από το 29 επίσης του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα να επιληφθεί η Ολομέλεια του Εφετείου και να αναθέσει σε εφέτη ειδικό ανακριτή την ενέργεια ανακρίσεων προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας Εφετών σε αυτήν την περίπτωση έχει όλα τα δικαιώματα και τα καθήκοντα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, το δε Συμβούλιο Εφετών όλα τα δικαιώματα και καθήκοντα του Συμβουλίου Εφετών.
Οι ανακριτικοί υπάλληλοι γενικοί και ειδικοί -και για τους μη γνωρίζοντες οι γενικοί είναι εκείνοι που μπορούν να κάνουν προανάκριση σε οποιοδήποτε αδίκημα ενώ οι ειδικοί κυρίως είναι οι κατώτεροι δικαστικοί λειτουργοί, οι πτεσματωδίκες και οι ειρηνοδίκες ή οι αστυνομικοί υπάλληλοι και μπορούν να κάνουν προανάκριση μόνο για ορισμένα αδικήματα, οι δασικοί για τα δασικά, οι τελωνιακοί για τις τελωνειακές παραβάσεις κλπ- ενεργούν, όπως είπαμε, μέσα στα πλαίσια των παραγγελιών του Εισαγγελέα χωρίς να έχουν το δικαίωμα να διαφωνήσουν σε σχέση με την παραγγελία του Εισαγγελέα είτε για λόγους νομιμότητας είτε για λόγους σκοπιμότητας.
Ο Εισαγγελέας στην προανάκριση είναι ο απόλυτος κυρίαρχος. Γι’ αυτόν το λόγο αποφαίνεται αυτός για τυχόν εξαίρεση των ανακριτικών υπαλλήλων, ενώ όπως ξέρετε για τους δικαστικούς λειτουργούς για την εξαίρεση αποφαίνονται ή τα δικαστήρια ή τα δικαστικά συμβούλια και επίσης αυτός κατευθύνει όλη την ανάκριση, την προανάκριση, με συνέπεια αν διαπιστώσει όποιες ακυρότητες κατά την ενέργεια της ανακρίσεως έχει το δικαίωμα εν όψει του ότι αυτός διευθύνει να παραγγείλει συμπλήρωση της ανακρίσεως, επανάληψη των άκυρων ανακριτικών πράξεων.
Το τελευταίο προκύπτει νομίζω αναμφίβολα από τη διάταξη του άρθρου 176 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο βεβαίως λέει ότι οι ακυρότητες κηρύσσονται από το δικαστήριο ή το Δικαστικό Συμβούλιο, αλλά αλίμονο εάν περιμέναμε να κηρύσσονται οι ακυρότητες από το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο για να γίνεται εν συνεχεία η επανάληψή τους.
Έχει προβλέψει το 176 στην παράγραφο 3 ότι μπορεί να γίνεται επανάληψη διαρκούσης της διαδικασίας. Και λέει λοιπόν ειδικότερα: Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου -που λέει πως κηρύσσονται οι ακυρότητες κλπ- ο δικαστής ή άλλος υπάλληλος που εκτελεί καθήκοντα στην ποινική διαδικασία αν αντιληφθεί κάποιον λόγο ακυρότητας για πράξη που τέλεσε ο ίδιος έχει υποχρέωση αν είναι δυνατόν να την επαναλάβει αμέσως. Είναι προφανές ότι ο πτεσματοδίκης, ο ειρηνοδίκης, ο ανακριτικός υπάλληλος, ο αστυνομικός έχουν υποχρέωση οι ίδιοι να επαναλάβουν τις τυχόν άκυρες πράξεις που έχουν μεσολαβήσει, όμως είναι πολύ περισσότερο προφανές ότι ο Εισαγγελέας ο οποίος έχει …
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΣ: Δεν καταλαβαίνω που απευθύνεται αυτή η επιχειρηματολογία σας, κύριε μάρτυς.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ (Κωνσταντίνος Ρόβλιας): Κύριε συνάδελφε, μην διακόπτετε για να ολοκληρώσει ο κύριος μάρτυς και μετά θα ρωτήσετε.
ΜΑΡΤΥΣ (Γεώργιος Σανιδάς): Θα δείτε, κύριε Βουλευτά, ότι δεν έχει λεχθεί τίποτα στον βρόντο.
Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών, λοιπόν, που έχει την ανωτάτη διεύθυνση στην προανάκριση και ο Εισαγγελέας Εφετών στην τακτική ανάκριση και προανάκριση έχει το δικαίωμα να παραγγείλει συμπλήρωση της ανακρίσεως για να επαναληφθούν όλες οι άκυρες πράξεις.
Το έργο των ανακριτικών υπαλλήλων περατώνεται με την παραγγελία για κυρία ανάκριση. Έκτοτε οι προανακριτικοί υπάλληλοι δεν μπορούν να ενεργήσουν ανακριτικές πράξεις, εκτός αν το ζητήσει ο ίδιος ο ανακριτής σύμφωνα με το 243 παρ. 2 και 3 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Όταν ενεργείται, δηλαδή, κύρια ανάκριση, ο τακτικός ανακριτής μπορεί να ζητήσει από τον ανακριτικό υπάλληλο τη βοήθειά του σύμφωνα με αυτήν τη διάταξη, να ενεργήσει κάποιες ανακριτικές πράξεις εντός ή εκτός της περιφέρειας του ανακριτού.
Το πότε περατώνεται επίσης η προανάκριση το ορίζει ρητά το 245 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο λέει ότι η προανάκριση είναι συνοπτική και αφού κληθεί ο κατηγορούμενος να απολογηθεί πριν από 48 τουλάχιστον ώρες περατώνεται, πρώτον, δεύτερον, τρίτον, τέταρτον, με παραγγελία του Εισαγγελέα στον ανακριτή εφόσον προκύπτει τέλεση κακουργήματος. Εν παρόδω αυτό το δέχεται και ο κ. Ζορμπάς, ότι δεν μπορεί να γίνονται συγχρόνως προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση και τακτική ανάκριση.
Ένα άλλο θέμα είναι ότι η ανάκριση ή η προανάκριση μπορεί να είναι με παραγγελία του Εισαγγελέα ή αυτεπάγγελτη. Αυτεπάγγελτη γίνεται, όπως ξέρετε, όταν υπάρχει αυτόφωρο έγκλημα, ή όταν υπάρχει κίνδυνος να χαθούν στοιχεία ενός αδικήματος που έχει τελεστεί. Στη δεύτερη περίπτωση δεν χρειάζεται παραγγελία, απλώς ο προανακριτικός υπάλληλος θα αναφέρει στον Εισαγγελέα την ενέργεια της προανακρίσεως.
Σε αυτήν την περίπτωση, λοιπόν, είχε κρατήσει κάποτε και οι ύποπτοι, οι άνθρωποι στους οποίους αποδιδόταν κάποια αξιόποινη πράξη, να εξετάζονται κατ’ αρχάς ως μάρτυρες και εν συνεχεία έτσι που να στερούνται τα βασικά τους δικαιώματα και εν συνεχεία αφού εξετάζονταν ως μάρτυρες, εξετάζονταν και ως κατηγορούμενοι ενδεχομένως.
Με τη διάταξη του 243 πια αυτό δεν επιτρέπεται. Σε αυτήν την περίπτωση οφείλει ο προανακριτικός υπάλληλος ο οποίος ενεργεί αυτεπάγγελτη προανάκριση να καλέσει εκείνον στον οποίο αποδίδονται ορισμένες αξιόποινες πράξεις και να τον εξετάσει ως κατηγορούμενο έτσι που να μην στερείται των δικαιωμάτων του.
Το ίδιο θεσπίστηκε και σε σχέση με την προκαταρκτική εξέταση με το 31 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με τη διαφορά ότι εκεί δεν έχουμε κατηγορούμενο. Εκεί όταν έχουμε υπόνοιες ότι σε κάποιον αποδίδεται μία αξιόποινη πράξη, καλείται ως ύποπτος και εξετάζεται ανωμοτί και αν τυχόν δεν γίνουν αυτά και στη μία και στην άλλη περίπτωση, η τυχόν ληφθείσα κατάθεση είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη. Αν δεν έχουν τηρηθεί αυτά και ασκηθεί ποινική δίωξη, αυτή η ποινική δίωξη που ασκήθηκε χωρίς να έχει ληφθεί απολογία εκείνου σε βάρος του οποίου υπάρχουν στοιχεία ή σε βάρος του υπόπτου, είναι άκυρη.
Μετά απ’ αυτά ας πάμε στο νόμο για το «ξέπλυμα» για να δούμε τις σχετικές διατάξεις του νόμου αυτού. Γι’ αυτά τα θέματα θέλω να σας πω ότι έχω σχετική βιβλιογραφία, κύριε Πρόεδρε, και του Μαργαρίτη και του Παπαδαμάκη και βεβαίως υπάρχει και μία απόφαση του Αρείου Πάγου εδώ. Αυτά θα τα δείτε στη συνέχεια.
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ: Μπορούμε να τα έχουμε αυτά;
ΜΑΡΤΥΣ (Γεώργιος Σανιδάς): Θα τα έχετε όλα αυτά. Ο κ. Τσούκαλης ξέρει ότι τα παραδίδω όλα.
Πάμε λοιπόν στον περίφημο νόμο. Μου είπαν εκεί ότι την αρχή την αποκάλεσα αυτόνομη διοικητική μονάδα και εν πολλοίς ότι δεν είπα ότι είναι στην εγκύκλιο που είχα βγάλει, ότι δεν είναι ανεξάρτητη αρχή. Για το ότι δεν είναι ανεξάρτητη αρχή του 101 του Συντάγματος, θα γνωρίζετε καλύτερα από μένα ότι έτσι είναι. Το 101 προβλέπει πέντε ανεξάρτητες αρχές. Δεν είναι μεταξύ των αρχών αυτών που προβλέπει το 101 του Συντάγματος.
Το ότι βεβαίως είναι απλώς αυτόνομη διοικητική μονάδα δεν ήταν δική μου εφεύρεση. Κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου στη Βουλή ο τότε Υφυπουργός κ. Αντώνιος Μπέζας είχε πει τα ακόλουθα: «Η ανεξάρτητη αυτή αρχή δεν είναι κατά την έννοια του Συντάγματος, μεταλλάσσεται όμως η Επιτροπή του άρθρου 7 σε μία αυτόνομη διοικητική μονάδα». Έτσι ήθελε ο απρόσωπος νομοθέτης και στη συγκεκριμένη περίπτωση εκφραζόμενος διά του Υφυπουργού των Οικονομικών.
Το ότι επίσης δεν ήταν ανεξάρτητη αρχή –και ειδικά το 101- δεν ήταν δικά μου λόγια, ήταν λόγια του κ. Καστανίδη, του νυν Υπουργού Δικαιοσύνης, που τα είχε πει στη Βουλή κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου, καθώς και του κ. Γείτονα. Θα σας διαβάσω τα λόγια του κ. Γείτονα: «Έρχομαι τώρα στις διατάξεις. Αντικαθιστάτε την Επιτροπή του άρθρου 7 με ανεξάρτητη αρχή. Δεν είναι ανεξάρτητη αρχή, αλλά δεν θα μείνουμε σ’ αυτό με την έννοια ότι δεν υπάγεται στο καθεστώς των πέντε ανεξάρτητων αρχών του Συντάγματος. Θριαμβολογείτε ότι πρόκειται περί ανεξάρτητης αρχής, αλλά όχι μόνο δεν πρόκειται περί ανεξάρτητης αρχής, αλλά μας γυρνάτε πίσω. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής του άρθρου 7 ήταν δικαστικός εν ενεργεία με απόφαση του Δικαστικού Συμβουλίου. Εσείς ορίζετε μόνο επί τιμή. Αποφεύγετε να ορίσετε ότι μπορεί να είναι και εν ενεργεία δικαστικός λειτουργός και αυτό έχει και σχέση με εκείνα τα οποία είχαν διαμειφθεί αν μπορεί να είναι εν ενεργεία ή συνταξιούχος δικαστικός λειτουργός». Δεν θα πω τίποτε άλλο. Άρα να μην μέμφονται εμένα γιατί ανέφερα αυτά στην εγκύκλιό μου ότι ήταν μία αυτόνομη διοικητική μονάδα και δεν ήταν ανεξάρτητη αρχή το 101 του Συντάγματος.
Είναι το άρθρο 7 εκείνο που καθιέρωσε την ανεξάρτητη αρχή. Θα αναγνώσω στη συνέχεια τις παραγράφους γιατί πιστεύω ότι διαβάζοντας τις διατάξεις του νόμου δεν χρειάζεται πολλές φορές να έχουμε νομική παιδεία για να αντιληφθούμε την έννοιά τους. Κάποια πράγματα στα νομικά σίγουρα επιδέχονται διαφορετικές απόψεις, αλλά υπάρχουν και πράγματα τα οποία δεν επιδέχονται διαφορετικές απόψεις. Λέει λοιπόν το άρθρο 7 παράγραφος 1 ότι συνιστάται ανεξάρτητη διοικητική αρχή με την επωνυμία τάδε. Δεύτερον, η αρχή συγκροτείται από Πρόεδρο με έντεκα μέλη.
Πάμε στο 8. Η αρχή υποστηρίζεται από επιστημονικό, διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό που αποσπάται από τα Υπουργεία και τους δημόσιους φορείς κλπ. Πιο κάτω: Οι αποσπάσεις του προσωπικού που αναφέρεται στα προηγούμενα εδάφια γίνονται κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του αρμοδίου Υπουργού ύστερα από πρόταση του Προέδρου της αρχής.
Πάμε στο 9. Για τα εγκλήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται από το νόμο αυτό και τα συναφή με αυτά οι υπάλληλοι της αρχής θεωρούνται ειδικοί προανακριτικοί υπάλληλοι. Οι υπάλληλοι αυτοί δεν κωλύονται να εξεταστούν ως μάρτυρες στο ακροατήριο εκ του ότι ενήργησαν ανακριτικές πράξεις για τα εγκλήματα τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του νόμου αυτού και τα συναφή με αυτά. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της αρχής κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 243 κπδ εποπτεύουν τους προαναφερόμενους ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους κατά τη διενέργεια προανάκρισης και προκαταρκτικής εξέτασης. Η εποπτεία αυτή συνίσταται ιδίως στο δικαίωμα να ενημερώνονται για όλες τις πληροφορίες ή καταγγελίες που έρχονται στις υπηρεσίες της αρχής, να λαμβάνουν γνώση όλων των υποθέσεων που χειρίζονται και να παρακολουθούν την πορεία τους, να δίνουν οδηγίες, να κατευθύνουν και να παρίστανται κατά την ενέργεια των ανακριτικών πράξεων. Κατά τη διάρκεια της προδικαστικής έρευνας επιτρέπεται, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, η προσαγωγή μαρτύρων και υπόπτων στην έδρα της αρχής για εξέταση. Η κατά τα ανωτέρω σχηματιζόμενη δικογραφία διαβιβάζεται μετά την περάτωσή της στον αρμόδιο για την ποινική δίωξη εισαγγελέα πλημμελειοδικών.
Το 10: Όταν η αρχή θεωρεί ορισμένη σύμβαση ή συναλλαγή ύποπτη νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, συντάσσει αιτιολογημένο πόρισμα και το αποστέλλει μαζί με το φάκελο της υπόθεσης στον αρμόδιο εισαγγελέα. Σε διαφορετική περίπτωση θέτει την υπόθεση στο αρχείο απ’ όπου είναι δυνατό να ανασυρθεί σχετιζόμενη με την ίδια ή με οποιαδήποτε άλλη υπόθεση.
Το 11: Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται τα ειδικότερα θέματα που αφορούν τη λειτουργία της αρχής.
Ας αρχίσουμε από το 9. Εδώ τίθεται το εξής ερώτημα: Με το 9 καταργήθηκε το δικαίωμα του εισαγγελέα να εποπτεύει των ειδικών ανακριτικών υπαλλήλων; Αν καταργήθηκε, είναι πρόδηλο ότι υπάρχει αντισυνταγματικότητα της διάταξης. Αν δεν καταργήθηκε, παραμένει τότε το δικαίωμα του εισαγγελέα, αλλά υπάρχουν βεβαίως κάποια άλλα…
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΣ: Την αντισυνταγματικότητα ποιος την κρίνει; Εσείς την κρίνετε;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ (Κωνσταντίνος Ρόβλιας): Σας παρακαλώ πάρα πολύ, μη διακόπτετε. Θα ολοκληρώσει ο μάρτυς και θα τον ρωτήσετε μετά.
Συνεχίστε, κύριε μάρτυς.
ΜΑΡΤΥΣ (Γεώργιος Σανιδάς): Αν όμως δεν καταργήθηκε το δικαίωμα αυτό του εισαγγελέα και προφανώς δεν τίθεται πια θέμα αντισυνταγματικότητας, έχει κάποια προβλήματα η διάταξη αυτή.
Οι καθηγητές Παύλου και Λίβος σε μελέτες που έχουν κάνει σε ανύποπτο χρόνο το 2006, λίγο μετά από την ψήφιση της αρχής, είχαν πει ότι η διάταξη είναι αντισυνταγματική και συνιστά συνταγματική εκτροπή. Δημιουργείται μία παραεισαγγελία κατά παράβαση των άρθρων 87, 88, 96 και 26 του Συντάγματος.
Λέει ο Παύλου, αυτή η Αρχή κατά συνταγματική εκτροπή, αφού το Σύνταγμα ρητά προβλέπει κατά το άρθρο 93 και 96 ότι στα Ποινικά Δικαστήρια ανήκει η απονομή της δικαιοσύνης κλπ., είναι πλέον μία πάνοπλη ανεξέλεγκτη παραεισαγγελία.
Και λέει και ο κ. Λίβος, αφού περιγράφει κάποια πράγματα παραπάνω: Αν τα παραπάνω περιγράφουν με ακρίβεια την πραγματικότητα, τότε αντιλαμβάνεται κανείς ότι δεν ήταν παρά ένα μόλις βήμα εκείνο που μας χώριζε από το να ανατεθεί στη Διοικητική Αρχή, η οποία διεξάγει την αυτεπάγγελτη προανάκριση, τόσο η παραγγελία προς διενέργεια της, όσο ακόμη χειρότερα αυτή καθ’ αυτή η εποπτεία της, κατά παρέκκλιση όχι πλέον του άρθρου 243 όπως παραπλανητικά αναφέρει το άρθρο 7, παράγραφος 9, αλλά του άρθρου 34. Και το αποσιωπά όχι ασφαλώς επειδή αυτού του είδους η ρύθμιση είναι πρωτοφανής, αλλά επειδή είναι προδήλως αντισυνταγματική, αφού κείται πέραν του γράμματος του άρθρου 96 και βάλλει ευθέως κατά του άρθρου 26 του Συντάγματος.
Ο ομιλών, επειδή την αντισυνταγματικότητα πρέπει να τη βλέπουμε πάντα με φειδώ και οπωσδήποτε έχει επιπτώσεις, δεν ακολούθησε, δεν στοιχήθηκε με τις θέσεις των κυρίων καθηγητών. Είπε στην εγκύκλιο που εξέδωσε, τη 12/2007, ότι η ρύθμιση αυτή είναι συνταγματική με την έννοια ότι εξακολουθεί να υπάρχει το δικαίωμα εποπτείας και διευθύνσεως των ανακριτικών υπαλλήλων από τον Εισαγγελέα. Υπάρχουν, βεβαίως, από εκεί και πέρα κάποια άλλα προβλήματα, αλλά ο πυρήνας της αντισυνταγματικότητας βρίσκεται εκεί.
Και είπα παραπέρα τότε -και θα παρακαλέσω εδώ να διαβάσω ολόκληρη την παράγραφο εκείνη, για να δείτε ποιες σκέψεις είχα κάνει τότε για να πω αυτά τα οποία είπα- ότι στην αντίθετη περίπτωση θα ήταν αυτή η διάταξη αντισυνταγματική. Είπα λοιπόν:
Η προανάκριση και προκαταρκτική εξέταση γίνεται κατόπιν παραγγελίας του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και υπό τη διεύθυνση και εποπτεία του από τους αναγραφόμενους στα άρθρα 33 και 34 γενικούς και ειδικούς ανακριτικούς υπαλλήλους. Δηλαδή, οι ανακριτικοί υπάλληλοι είναι βοηθητικοί υπάλληλοι του Εισαγγελέα και υποχρεούνται να ενεργούν μέσα στα πλαίσια των παραγγελιών του, δεσμευόμενοι απολύτως από τις οδηγίες και διαταγές του, χωρίς να έχουν το δικαίωμα να διαφωνήσουν σχετικά με την εκτέλεση της διατασσομένης προανάκρισης της συγκεκριμένης ανακριτικής πράξης. Τα ανωτέρω σημαίνουν ότι και στην περίπτωση της Αρχής, οι Εισαγγελικές Αρχές έχουν το δικαίωμα διευθύνσεως και εποπτείας των ειδικών προανακριτικών υπαλλήλων και γενικότερα του προανακριτικού έργου και των προανακριτικών πράξεων των προανακριτικών υπαλλήλων, αλλά και των μελών και του Προέδρου της Αρχής, ενόσω οι πράξεις τους έχουν και ποινικό, δικονομικό, προανακριτικό χαρακτήρα. Απλώς στην περίπτωση της ανωτέρω Αρχής παρέχεται δικαίωμα εποπτείας των προανακριτικών υπαλλήλων της Αρχής και στον Πρόεδρο και τα μέλη της, το οποίο χωρίς την ύπαρξη ρητής διατάξεως δεν θα είχαν.
Το δικαίωμα αυτό παρεσχέθη προφανώς –αυτό το δέχομαι κατ’ οικονομίαν και δέχομαι ότι είναι στα ακραία ανεκτά συνταγματικά όρια αυτή η ρύθμιση- ενόψει του σκοπού συστάσεως και λειτουργίας της Αρχής, της αμεσότερης σχέσεως μεταξύ των μελών της Αρχής και των προανακριτικών υπαλλήλων και του ευχερούς ως εκ τούτου εποπτεία.
Τα ανωτέρω επιβεβαιούνται και από τα ακόλουθα: Το άρθρο 7 δεν αναφέρει ότι ασκείται το δικαίωμα εποπτείας από τον Πρόεδρο και τα μέλη της Αρχής κατά παρέκκλιση των διατάξεων 33 και 34. Την εποπτεία ο Εισαγγελέας την έχει στους ανακριτικούς υπαλλήλους με το 33 και 34 -το 7 δεν λέει, κατά παρέκκλιση αυτών των διατάξεων, λέει του 243, το 243, όμως, ρυθμίζει άλλα θέματα, ρυθμίζει πότε μπορεί να γίνεται αυτεπάγγελτη προανάκριση και πότε κατά παραγγελία του Εισαγγελέα- στα οποία και μόνο γίνεται λόγος για το δικαίωμα του Εισαγγελέα να διευθύνει την εποπτεία και γενικώς τους ειδικούς ανακριτικούς υπαλλήλους. Αναφέρει κατά παρέκκλιση μόνο τις διατάξεις του άρθρου 243. Και η παρέκκλιση αυτή αφορά τη δυνατότητα ενέργειας προανακρίσεως χωρίς προηγούμενη παραγγελία και χωρίς να είναι ανάγκη να συντρέχουν οι αναφερόμενοι στην παράγραφο 2 του άρθρου 43 λόγοι. Δηλαδή, εδώ η Αρχή μπορεί να επιλαμβάνεται ανεξάρτητα αν υπάρχει αυτόφωρο αδίκημα και ανεξάρτητα αν υπάρχει κίνδυνος απωλείας κάποιων στοιχείων.
Άλλωστε, λέω, η διάταξη με το ανωτέρω περιεχόμενο, η εποπτεία του Προέδρου των μελών της Αρχής κατά παρέκκλιση των 33 και 34 με αποκλεισμό του δικαιώματος των Εισαγγελικών λειτουργών να εποπτεύουν και να διευθύνουν την προανάκριση, θα ήταν ευθέως αντισυνταγματική ως ερχόμενη σε αντίθεση με τα άρθρα 26 και 87 του Συντάγματος.
Οι Εισαγγελικές Αρχές αποτελούν σημείο αναφοράς και της Αρχής, αφού η τελευταία στις Εισαγγελικές Αρχές διαβιβάζει όλα τα στοιχεία. Θα ήταν παράδοξο, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι ο αποδέκτης, τελικός κριτής, ελεγκτής και αξιολογητής των εκ της διενεργηθείσας προανακρίσεως προεκυψάντων στοιχείων έχει στερηθεί του δικαιώματος της εποπτείας και ελέγχων των προανακριτικών πράξεων και του προανακριτικού έργου της Αρχής.
Με αυτές τις σκέψεις, λοιπόν, ο ομιλών δέχθηκε ότι μπορεί να θεωρηθεί συνταγματική αυτή η διάταξη, διατηρουμένου παράλληλα του δικαιώματος του Εισαγγελέα να εποπτεύει την Αρχή.
Υπάρχουν, βεβαίως, κάποια άλλα σημεία τα οποία είναι προβληματικά, αλλά δεν θα μείνω σε αυτά.
Νομίζω ότι από όλα τα πιο πάνω που είπαμε, είναι εμφανές ότι το πόρισμα δεν μπορούσε να συντάσσεται μόνο υπό του Προέδρου. Σας μίλησα και σας τόνισα προηγουμένως: Η Αρχή, λέει, συντάσσει πόρισμα. Το να ερχόμαστε να λέμε ότι όταν ο νόμος εκεί λέει Αρχή, εννοεί τον Πρόεδρο, είναι, νομίζω, αυθαίρετος συλλογισμός και για έναν ακόμη λόγο: Όπου ο νόμος θέλει τον Πρόεδρο, το λέει ρητώς. Σας διάβασα προηγουμένως την παράγραφο 8 που λέει ότι οι αποσπάσεις γίνονται κλπ. ύστερα από πρόταση του Προέδρου.
Θα σας αναγνώσω και άλλη μία διάταξη που ακριβώς δίνει προσωπικά στον Πρόεδρο, όταν θέλει ο νόμος, κάποια δικαιώματα. Και αυτή είναι η διάταξη του άρθρου 5, παράγραφος 5. Και λέει: Στις περιπτώσεις που η έρευνα για τη νομιμοποίηση εσόδων από βασικό έλλειμμα ή τον εντοπισμό περιουσίας γίνεται από την Ανεξάρτητη Αρχή του άρθρου 7, η απαγόρευση κίνησης λογαριασμών ή η απαγόρευση μεταβίβασης, εκποίησης οποιουδήποτε άλλου περιουσιακού στοιχείου μπορεί σε επείγουσες περιπτώσεις να διαταχθεί από τον Πρόεδρό της. Εδώ θέλει τον Πρόεδρο και το λέει ρητώς.
Όπου, λοιπόν, ο νόμος θέλει τον Πρόεδρο, το λέει. Όπου θέλει την Αρχή και το πώς συντίθεται η Αρχή, το λέει πάλι ο ίδιος ο νόμος.
Άρα, δεν μπορούμε να λέμε ότι όταν ο νόμος μιλάει για Αρχή, εννοεί τον Πρόεδρό του. Και νομίζω ότι αυτό είναι αυθαίρετο.
Όπως, όμως, σας είπα, σε εκτέλεση του νόμου αυτού, εκδόθηκε κάποια υπουργική απόφαση. Σε κάποια σημεία ίσως παρεκκλίνει και από το νόμο. Ο βασικός, όμως, πυρήνας της είναι ότι συλλογικά ενεργούν και τα μέλη της Αρχής και ο Πρόεδρός της, ότι λαμβάνουν αποφάσεις είτε ομόφωνες είτε κατά πλειοψηφία. Και αυτό επιβεβαιώνει αυτά τα οποία είπα.
Θα είναι χρήσιμο –δεν ξέρω αν τη γνωρίζετε την απόφαση αυτή- να σας διαβάσω -σας καθυστερώ λίγο και ζητώ συγνώμη γι’ αυτό- από την απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορισμένες παραγράφους.
Λέει, λοιπόν, το άρθρο 4…
ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ: Αυτή η απόφαση ποιας χρονολογίας είναι;
ΜΑΡΤΥΣ (Γεώργιος Σανιδάς): Είναι 23 Οκτωβρίου του 2006, μετά το νόμο.
ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ: Πριν από την επίμαχη περίοδο.
ΜΑΡΤΥΣ (Γεώργιος Σανιδάς): Ναι, βέβαια.
Λέει το άρθρο 4: Τα μέλη που παρίστανται στις τακτικές και έκτακτες συνεδριάσεις της Αρχής –σημειώστε, τα μέλη της Αρχής είναι ο Πρόεδρος και τα μέλη και υπάρχουν και οι υπάλληλοι της Αρχής, προέβλεπε και κάτι άλλα η απόφαση, ότι θα είχαμε κλιμάκια κλπ., φαίνεται, όμως, ότι αυτό δεν έγινε ποτέ και λειτουργούσε με τους υπαλλήλους- μελετούν τα στοιχεία της υποθέσεως που αναλαμβάνουν και αποφασίζουν συλλογικά, μαζί με τον Πρόεδρο, για την περαιτέρω πορεία των ερευνών ή για να τεθούν οι υποθέσεις στο αρχείο.
Πάμε στο άρθρο 10 της αποφάσεως, το οποίο ρυθμίζει τη διαδικασία διαχείρισης των πληροφοριών. Λέει ότι όποιες αναφορές έχει ο Πρόεδρος, χρεώνει την υπόθεση στην αρμόδια υπηρεσιακή μονάδα, διεύθυνση, γραφείο, και σε υπαλλήλους της μονάδας. Εδώ οι μονάδες μάλλον δεν υπήρχαν και χρεώνονταν κατευθείαν στους υπαλλήλους.
Αν παρίσταται ανάγκη, χρεώνονται με την υπόθεση περισσότερες μονάδες. Κρατήστε το αυτό, παρακαλώ, γιατί κάπου λέει ο κ. Ζορμπάς ότι δεν νοείται ενέργεια προανακρίσεως από περισσότερους του ενός.
Έρχεται η ίδια η απόφαση και αυτό λέει, να υπάρχουν περισσότεροι υπάλληλοι που να χρεώνονται τις υποθέσεις. Πιο κάτω: «Κάθε υπόθεση χρεώνεται από τον Πρόεδρο και σε μέλος ή μέλη κατά την πρώτη συνεδρίαση της Αρχής» – εδώ έχουμε περισσότερα, μπορεί περισσότερα του ενός να χρεώνονται – «μετά τη χρέωσή της σε υπηρεσιακή μονάδα».
Παρακολουθείστε παρακαλώ και θα τα βρούμε μπροστά μας όλα. Όταν θα αρχίσω να εκθέτω τα πραγματικά περιστατικά, αυτά που σας λέγω – δεν ξέρω αν τα έχετε ακούσει – θα τα βρούμε μπροστά μας. Και τότε πιστεύω ότι θα έχουν λυθεί όλες σας οι απορίες.
Λέει λοιπόν η παράγραφος 3 του άρθρου 10: «Ο υπάλληλος που χρεώθηκε την υπόθεση συλλέγει χωρίς καθυστέρηση τα πρώτα βασικά στοιχεία, φορολογικές δηλώσεις κ.λπ. και ενημερώνει σχετικά το μέλος που ανέλαβε την υπόθεση». Έχουμε υπάλληλο, έχουμε ένα μέλος της Αρχής που εποπτεύει. Και αυτό φυσικά, δεν το λέει ρητώς ο νόμος, αλλά μπορεί να είναι και ο Πρόεδρος. Αν χρειάζεται και άλλα στοιχεία, πρόσθετες πληροφορίες από το αναφέρον πρόσωπο, έρευνες κ.λπ., αυτά συλλέγονται από τη μονάδα και το γραφείο ερευνών μετά από οδηγίες του μέλους.
Στη συνέχεια ο υπάλληλος και ο επικεφαλής της μονάδας βοηθούν το μέλος στην κατάρτιση από αυτό της έκθεσης. Έκθεση: την κάνει κατ’ αρχάς ο υπάλληλος με το μέλος. Σε αυτήν περιέχεται η κατ’ αρχήν εκτιμώμενη σοβαρότητα της υπόθεσης σύμφωνα με μια κλίμακα Α΄ έως Δ΄. Α΄ σημαίνει μη ή ελάχιστα ενδιαφέρουσα, Β΄ σημαίνει αυτό, Γ΄ κ.λπ.
Η έκθεση που έχει συντάξει ο υπάλληλος και το μέλος ή το μέλος με τη βοήθεια του υπαλλήλου, αν θέλετε, υποβάλλεται από το μέλος στον Πρόεδρο, ο οποίος την εισάγει στην τακτική συνεδρίαση των μελών ή σε έκτακτη σε επείγουσες περιπτώσεις. Το μέλος που χρεώθηκε την υπόθεση, την παρουσιάζει και την αναλύει στη συνεδρίαση, η οποία αποφασίζει για τις περαιτέρω ενέργειες. Είναι δυνατόν να παρίστανται ο υπάλληλος και ο επικεφαλής της μονάδας.
Αν υπάρχει διαφωνία στο χειρισμό της υπόθεσης, αποφασίζει η απόλυτη πλειοψηφία των συμμετεχόντων μελών συν τον Πρόεδρο. Σε ισοψηφία υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου.
Η συνεδρίαση μπορεί να θέσει την υπόθεση στο αρχείο. Εδώ υπάρχει πρόβλημα συνταγματικότητας. Στο αρχείο τις υποθέσεις τις θέτει μόνο ο εισαγγελέας, σύμφωνα με το 43 ή στο 47 – το 43 κυρίως – του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Αλλά σε αυτό δεν ήθελα να σταθώ ούτε με ενδιέφερε τότε, άλλα ήταν τα ζητήματα.
Η συνεδρίαση μπορεί να κρίνει σκόπιμη τη συνέχιση των ερευνών και να παραπέμψει την υπόθεση στον Εισαγγελέα με πόρισμα του Προέδρου. Εδώ η απόφαση έρχεται λίγο και διαφοροποιείται από το νόμο και κατά τούτο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει ισχύ. Εφ’ όσον ο νόμος τροποποιείται πάντα με νόμο, δεν μπορεί να τροποποιηθεί με απόφαση.
Αλλά αν λέγατε στο τέλος-τέλος ότι εδώ συντάσσει ο Πρόεδρος ένα πόρισμα, και πάλι αυτό συντάσσεται στα πλαίσια της αποφάσεως της Αρχής, η οποία έχει συνεδριάσει και έχει αποφασίσει.
Αυτά, λοιπόν, λέει η απόφαση και να σας διαβάσω το 14, που λέει ότι οι συνεδριάσεις της Αρχής συγκαλούνται νόμιμα, αν υπάρξει απαρτία με συμμετοχή τουλάχιστον έξι μελών και του Προέδρου ή των αναπληρωτών τους. Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών, σε περίπτωση δε ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου.
Δεν νομίζω ότι υπάρχει και η ελάχιστη αμφιβολία ότι, όταν ο νόμος μιλάει για πόρισμα της Αρχής, εννοεί των μελών και του Προέδρου. Δεν είναι νοητό να υπάρχει πόρισμα μόνο του Προέδρου. Στην τελευταία περίπτωση θα πρέπει να υπάρχει απόφαση όλων των μελών της Αρχής, η οποία να επισυνάπτεται στο πόρισμα που έχει συντάξει ο Πρόεδρος. Και από κει και πέρα έτσι αποκτά ισχύ και νομιμότητα αυτή η έκθεση, αυτό το πόρισμα.
Και περιέργως, ενώ ο νόμος μιλάει για πόρισμα, ο κ. Ζορμπάς το έχει βαφτίσει έκθεση. Δεν ξέρω βεβαίως γιατί.
Έτσι αποκτά, λοιπόν, ισχύ, εγκυρότητα και νομιμότητα το πόρισμα και έτσι μπορεί να διαβιβαστεί και να ληφθεί υπ’ όψιν ως πόρισμα –επαναλαμβάνω- από τις δικαστικές αρχές.
Υποστηρίχθηκε ότι δεν νοείται συλλογική προανάκριση και επίσης ότι αν γινόταν κάτι τέτοιο, θα παραβιαζόταν η μυστικότητα της ανακρίσεως. Αυτά τα οποία υποστηρίχθηκαν δεν είναι απλώς αβάσιμα, είναι αυθαίρετοι συλλογισμοί και σοφίσματα, προκειμένου ο κύριος Πρόεδρος της Αρχής να ξεφύγει από τη μέγγενη των διατάξεων του νόμου και της αποφάσεως.
Λέει ότι δεν νοείται συλλογική προανάκριση. Όχι μόνο είναι νοητή η συλλογική προανάκριση, αλλά προβλέπεται πολλές φορές και από τον ίδιο το νόμο.
ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ: Η προανάκριση ή η προκαταρκτική εξέταση;
ΜΑΡΤΥΣ (Γεώργιος Σανιδάς): Και η προκαταρκτική. Και τα δύο. Αυτονόητο. Αυτή τη στιγμή θα πρέπει να ενημερώσω την Επιτροπή ότι η προκαταρκτική έχει εξομοιωθεί πλήρως με την προανάκριση με το άρθρο 31 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Όχι μόνο, λοιπόν, νοείται συλλογική προανάκριση, αλλά προβλέπεται και από τον ίδιο το νόμο. Αξιότιμοι κύριοι, κλασική περίπτωση και απτό παράδειγμα είστε εσείς. Συλλογικό όργανο: είτε ως εξεταστικές επιτροπές εδώ στη Βουλή είτε ως προανακριτικές επιτροπές, μπορείτε και κάνετε συλλογική προανάκριση. Πώς λοιπόν δεν νοείται;
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΣΟΥΚΑΛΗΣ: Το πόρισμα όμως δεν είναι συλλογικό.
ΜΑΡΤΥΣ (Γεώργιος Σανιδάς): Ας σταθούμε στην προανάκριση.
Δεύτερον, στο Εφετείο, όταν γίνεται η διαδικασία του άρθρου 29, κατά κανόνα ορίζονται δύο Εφέτες, ο τακτικός και ο επίκουρος. Και να θυμίσω ότι αυτό είχε ισχύσει τότε για την περίοδο του 1989, για την υπόθεση Κοσκωτά, που ήταν ο μακαρίτης ο Κρουσταλάκης και ο Σκαρλάτος. Να θυμίσω ότι υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις σήμερα που σε όλες τις διαδικασίες του άρθρου 29 υπάρχουν δύο Εφέτες. Άρα, να που έχουμε συλλογική και μάλιστα κυρία ανάκριση.
Να θυμηθούμε τις προκαταρκτικές εξετάσεις, που κατά κανόνα ανατίθενται – και αυτό γίνεται και στην πρακτική – σε δύο και τρεις Εισαγγελείς; Να θυμίσω ότι το πόρισμα για την υπόθεση Οτσαλάν είχαν συντάξει τρεις εισαγγελικοί λειτουργοί, οι οποίοι είχαν κάνει προηγουμένως όλη την προκαταρκτική εξέταση; Να θυμίσω ότι στην υπόθεση αυτήν, για την οποία ερευνάτε, υπήρχαν δύο εισαγγελικοί λειτουργοί, οι οποίοι έκαναν την προκαταρκτική εξέταση;
Και να θυμίσω ακόμη ότι ο ίδιος ο νόμος, όπως διάβασα προηγουμένως, και ειδικά στην απόφαση προβλέπει τη δυνατότητα διορισμού είτε δευτέρου μέλους ως εποπτεύοντος μέλους είτε δευτέρου υπαλλήλου ή και τρίτου, αν είναι σοβαρή η υπόθεση. Άρα, πώς δεν νοείται προανάκριση από περισσότερα όργανα;
Για το άλλο το θέμα, ότι δήθεν παραβιάζεται η μυστικότητα της διαδικασίας: παραβιάζεται, όταν τα πρόσωπα είναι τρίτα. Όταν ο ίδιος ο νομοθέτης, ο ίδιος ο νόμος τους δίδει το δικαίωμα να λαμβάνουν γνώση και να εκφέρουν την κρίση τους, τι είδους παραβίαση μυστικότητας μπορεί να γίνει; Ο ίδιος ο νόμος, όπως όρισε τα μέλη της Αρχής να εποπτεύουν τους υπαλλήλους της Αρχής, ο ίδιος ο νόμος τους δίνει το δικαίωμα να λάβουν γνώση όλων των στοιχείων και να συντάξουν το πόρισμα. Αυτό θέλει ο νομοθέτης, αυτό θέλει ο νόμος. Πώς θα λέμε, λοιπόν, ότι υπάρχει παραβίαση;
Και να πω και κάτι: στο τέλος-τέλος, εάν υποτεθεί ότι ήταν σωστός ο συσχετισμός αυτός, λογικά, όταν έχει ανατεθεί η εποπτεία σε κάποιον υπάλληλο της Αρχής – όχι να την έχει ο Πρόεδρος – τότε θα έπρεπε μόνο το μέλος της Αρχής μαζί με τον υπάλληλο να συντάξουν οτιδήποτε και να το στείλουν.
Θα ήταν σωστό αυτό, χωρίς να λάβουν τα υπόλοιπα μέλη της αρχής γνώση και να συμμετέχουν στη σύνταξη πορίσματος; Εδώ θα μου επιτραπεί να πω ότι -άλλο αν αυτό είναι συμβατό με το Σύνταγμα ή όχι- ουσιαστικά η Αρχή ενεργεί σαν ένα Συμβούλιο Πλημμελειοδικών ή Εφετών, αν θέλετε.
Έρχεται, λοιπόν, η Αρχή αξιολογεί τα στοιχεία που έχει συγκεντρώσει ο υπάλληλος με το μέλος της Αρχής και αν κρίνει ότι αυτά πράγματι στοιχειοθετούν κάποιο αδίκημα, τα στέλνει στον Εισαγγελέα. Αν κρίνει ότι δεν στοιχειοθετούν, τα βάζει στο αρχείο. Κακώς. Δεν είναι ρύθμιση αυτή σύμφωνα με το Σύνταγμα. Αν κρίνει ότι μπορεί να περιμένει, τα βάζει σε αναμονή και μπορεί να περιμένει. Αν κρίνει ότι χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση, διατάσσει περαιτέρω διερεύνηση.
Αυτά νομίζω ήταν τα νομικά θέματα που σας εξέθεσα. Σας ταλαιπώρησα λίγο, αλλά τώρα θα τα βρούμε μπροστά μας όλα αυτά. Όταν θα αρχίσω να εκθέτω τα πραγματικά περιστατικά, θα δείτε ότι αυτά που σας είπα θα πάρουν σάρκα και οστά.
Αρχίζω, λοιπόν, την έκθεση των πραγματικών περιστατικών. Εκεί θα δείτε αν η δικαιοσύνη, οι εισαγγελείς, οι ανακριτές, αλλά και συμβούλια που έχουν επιληφθεί, έχουν ενεργήσει όπως έπρεπε ή δεν έκαναν τη δουλειά τους και «κουκούλωναν», όπως τους κατηγορούσαν.
Στις αρχές Μαρτίου του 2007 η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έκανε αναφορά στον Εισαγγελέα Εφετών, τον κ. Κολιοκώστα και ο κ. Κολιοκώστας, με παραγγελία της 6ης Μαρτίου 2007, διέταξε προκαταρκτική εξέταση. Στις 15 Μαρτίου, με βάση πια τα δημοσιεύματα που είχαν αρχίσει μετά την πρώτη παραγγελία –και δεν είναι η αρχή εκείνη που κινητοποίησε τις δικαστικές αρχές- παραγγέλλει νέα προκαταρκτική εξέταση, με βάση δημοσιεύματα κυρίως της εφημερίδος ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ και ορίζει -και στη μια και στην άλλη περίπτωση- τον Αντιεισαγγελέα Εφετών τότε κ. Λιόγα να κάνει την προκαταρκτική εξέταση.
Στις 30 Απριλίου 2007, επειδή ήδη φαίνεται ότι ο όγκος της υποθέσεως είναι πολύ μεγάλος, αναθέτει και σε δεύτερο αντιεισαγγελέα εφετών να κάνει προκαταρκτική εξέταση, από κοινού με τον πρώτο και αυτός είναι ο κ. Πεπόνης.
Διαρκούσης ακόμα της προκαταρκτικής, ο Υπουργός κ. Παπαληγούρας στις 26 Μαρτίου –είπαμε ότι στις 15 και 16 Μαρτίου ήταν οι δύο πρώτες παραγγελίες- μου έστειλε έγγραφο και ζητούσε να κάνω παραγγελία για την κατά προτεραιότητα περάτωση της προκαταρκτικής εξετάσεως. Πράγματι, με έγγραφο της 29ης Μαρτίου, με αριθμό πρωτοκόλλου 192, παρήγγειλα στην Εισαγγελία Εφετών την κατά προτεραιότητα έρευνα της υποθέσεως αυτής και ίσως και γι’ αυτό το λόγο ορίστηκε και δεύτερος αντιεισαγγελέας.
Στις 25 Ιουνίου οι δύο αντιεισαγγελείς, μέσα σε ελάχιστο χρόνο, τελείωσαν την προκαταρκτική εξέταση και υπέβαλαν αναφορές. Σας ξαναλέω ότι αρχίσαμε στις 6 Μαρτίου με έναν και 30 Απριλίου με τον δεύτερο και στα μέσα Ιουνίου έχουν τελειώσει και κάνουν τις αναφορές τους. Με βάση αυτές τις αναφορές στις 25 Ιουνίου ασκούνται οι ποινικές διώξεις για τα αδικήματα της απάτης κατά συναυτουργία, άμεσης συνέργειας στην πράξη αυτή, απιστίας, ηθικής αυτουργίας, υπόθαλψης εγκληματιών, παρασιώπησης εγκλημάτων, παράλειψης προϊσταμένων να ελέγξουν, νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, εγκληματική οργάνωση και φοροδιαφυγή.
Ταχύτατα, όπως βλέπετε, ενήργησαν οι δύο Αντιεισαγγελείς και η υπόθεση, μετά από απόφαση της Ολομέλειας του Εφετείου, ήχθη σε Εφέτη Ειδικό Ανακριτή, ο οποίος ήδη από τον Ιούλιο του 2007 αγωνίζεται και παλεύει. Θα πούμε τι έχει γίνει και εκεί.
Ωστόσο ενδιάμεσα και επειδή έχει τεθεί θέμα, υπήρξε το εξής πρόβλημα. Έφθασε στα χέρια του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μία ανώνυμη επιστολή. Αυτό έγινε στις 13 Απριλίου του 2007. Στις 6 Μαρτίου αρχίσαμε την προκαταρκτική, 13 Απριλίου του 2007 ήρθε η επιστολή. Υπογράφεται από έναν εργαζόμενο στην ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ A X ΕΠΥ.
Γράφει μέσα ότι αυτός είχε μεταφέρει μία ταξιδιωτική βαλίτσα, samsonite γκρι χρώματος, στον Σωτήριο Νικολαρόπουλο. «Μου συνέστησε να είμαι ιδιαίτερα προσεκτικός. Εγώ εκείνο το βράδυ παρέδωσα τη βαλίτσα» και λέει ακόμα «τελικά ακούγοντας ειδήσεις των τελευταίων ημερών και διάφορα άλλα στην εταιρεία μας, πιστεύω ότι εκείνο το βράδυ μετέφερα άθελά μου με τη βαλίτσα ένα μεγάλο χρηματικό ποσό και όχι φορολογικά στοιχεία», γιατί αυτά του είχαν πει.
Αυτό πρωτοκολλήθηκε στις 13-4-2007. Την ίδια μέρα καλώ τον κ. Λιόγα στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου και του δίνω παραγγελία, χωρίς να γνωρίζει κανείς, να πάει να κάνει έρευνα. Ακραίο, γιατί με μία ανώνυμη επιστολή δεν είναι συνηθισμένο να γίνεται έρευνα, αλλά προτίμησα να κατηγορηθώ για κάτι που θα κάνω, παρά για κάτι που δεν θα έκανα. Πήγε πράγματι ο κ. Λιόγας και βεβαίως από την έρευνα δεν προέκυψε κάτι.
Σημειώστε ότι είχα ακουστά ότι το όνομα Νικολαρόπουλος σχετίζεται με τον κ. Αλογοσκούφη. Κατ’ αρχάς, δεν ήξερα αν είναι το πρόσωπο αυτό και δεν με ενδιέφερε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ (Κωνσταντίνος Ρόβλιας): Με συγχωρείτε, κύριε μάρτυς, αυτά είναι στοιχεία της δικογραφίας; Έχουν συσχετιστεί με τη δικογραφία;
ΜΑΡΤΥΣ (Γεώργιος Σανιδάς): Υπάρχουν στη δικογραφία, αλλά επειδή είναι δική μου αλληλογραφία, έχω κρατήσει αντίγραφα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ (Κωνσταντίνος Ρόβλιας): Στη δικογραφία υπάρχουν;
ΜΑΡΤΥΣ (Γεώργιος Σανιδάς): Πρέπει να είναι.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ (Κωνσταντίνος Ρόβλιας): Τα έχει εντοπίσει κανένας συνάδελφος εξ ημών; Θα μας τα αφήσετε, σας παρακαλούμε;
ΜΑΡΤΥΣ (Γεώργιος Σανιδάς): Πρέπει να είναι, αλλά βεβαίως θα σας τα δώσω. Δεν έχω βέβαια την έκθεση ερεύνης. Αυτή τη συνέταξε ο Αντιεισαγγελέας και δεν την έχω. Τα δύο άλλα έγγραφα τα έχω.


http://online-pressblog.blogspot.com/2010/08/1_24.html

Σχόλια