«Ε, λοιπόν δεν είμαστε ίδιοι»

«Για μας, το να είσαι ιδεαλιστής είναι αρετή»,
Αντώνης Σαμαράς, Κάραβελ, 6-6-2010.
Του Φαήλου Μ. Κρανιδιώτη
Λοιπόν, χθες πήγα στην ομιλία του Αντώνη. Ο κόσμος ξεχείλιζε ως έξω.
Όσο οι άλλοι, οι παραγιοί κι οι ψυχοκόρες του ΔΝΤ,  κάνουν κουτοπονηριές και προσπαθούν να ξεμπλέξουν τους πολιτικούς μηρούς τους, εκείνος μπαίνει όλο και πιο δυνατά στο «πνεύμα της μάχης». Η κύρια μάχη είναι δε πάντα η Μάχη των Ιδεών.
Σε μια εποχή όπου η «πολιτική επικοινωνία» είναι πλέον παρενδυτική λαμογιά, τραβεστί καρικατούρα πολιτικαντισμού, η Ιδεολογική Μάχη είναι σαν κρυστάλλινο νεράκι που ξεπλένει τα καθεστωτικά σκουπίδια και καθαρίζει τις ψυχές και την λογική των πολλών, καλών, ανθρώπων και αποκαλύπτει το αποκρουστικό πρόσωπο της καθεστωτικής καμαρίλας. Μπείτε και διαβάστε την ομιλία. Θα καταλάβετε τι εννοώ.
Βασικό όπλο της χρεωκοπημένης πολιτικής τάξης είναι η βρώμικη αλληλεγγύη του σιναφιού. Κράτα με να σε κρατώ. Συναντήθηκαν κατ’ επανάληψη στους προθαλάμους των παρασιτικών επιχειρηματιών, στις θαλαμηγούς και στα πληρωμένα ταξίδια, στα ελβετικά υπόγεια με τις θυρίδες και στις σουίτες του “Four Seasons”.
Οι επίγονοι των μαυραγοριτών και των δοσίλογων, τα σαπρόφυτα του δημοσίου  προϋπολογισμού, οι παλιοί πράκτορες της Ανατολής, αγκαλιά με τις μανταμίτσες, τους «εκσυγχρονιστές», την βαριά «αριστεροφροσύνη» και τους αστράτευτους «υπερπατριώτες» της «Κομανέτσι της καθεστωτικής δοκού». Για του Χριστού την Πίστη την Αγία και τον λογαριασμό όψεως στην Εσπερία.
Όσο προχωράει το πράγμα, όσο βαθαίνει το αδιέξοδο κι όσο ο Αντώνης θα εντείνει τα χτυπήματα του στην καρδιά του Κτήνους, όσο θα φέρνει τα ζαλισμένα καθεστωτικά κοτόπουλα στο πεδίο της ιδεολογικής σύγκρουσης, τόσο θα ξεβρακώνονται και τόσο πιο βρώμικα θα παίζουν.Ότι κατεβάσει η στραβοχυμένη γκλάβα τους, θα του το πουν. Δεν θα διστάσουν να ξεράσουν τα πιο εξωφρενικά ψεύδη, τις πιο απίθανες τερατολογίες.  Στο τέλος, όταν δεν θα έχουν πια τίποτα άλλο να του πουν, μπορεί να του πουν ότι είναι και … «κρυπτομητσοτακικός» !

Κι όταν θα ‘χουν τελειώσει όλα, θα ‘χουν εξαντλήσει όλη την λάσπη και την πουστιά, τότε, όσοι δεν θα ‘χουν φύγει νύχτα, όσες δεν θα ‘ναι φυλακή ή στο τρελάδικο, θα πουν ότι πάντα μαζί του ήταν, πάντα το ‘λεγαν και πάντα τον αγαπούσαν. Θα προσκυνήσουν.
Σας το ‘χα πει. Τους πονάει ότι βρεθήκανε όλοι μαζί κι αυτός απέναντι τους. Τρελαίνονται. Προσπαθούν πάση θυσία να του κολλήσουν μια έστω τόση δα ρετσινιά κι ύστερα να χοροπηδήξουν γύρω του και να λένε «να, να, κι αυτός είναι σαν κι εμάς» και να μας δείχνουν τις κολοβές ουρές τους. Πρόθυμος αρωγός, η οπισθοφυλακή της φαμίλιας,  ο «αρκουδιάρης» και ο αστράτευτος θίασος ποικιλιών του, που οδεύουν δρομαίως προς την πολιτική αφάνεια, αφού θα περάσουν πρώτα μια βόλτα από την εξεταστική.
Τίποτα όμως δεν κολλάει, γιατί δυστυχώς, το είπαμε κι άλλοτε: η πουτάνα η πραγματικότητα δυστυχώς υπάρχει και δεν την αλλάζουν «ντουλαπάδες» και «μπατζανάκια».
Ο Λαός πια ξέρει με ποιους ξημεροβραδιαζότανε ο κυρ Μιχάλης ο χουβαρντάς, ποιοι ήταν σαν αδερφάκια του, από άλλη μάνα κι άλλο πατέρα, ποιανών πλήρωνε τα τιμολόγια και ποιοι παίρνανε μπικικίνια, τηλεφωνικά κέντρα, αυγοκόφτες, ψυγεία, λεμονοστίφτες και άδολες χορηγίες.
Ο Λαός ξέρει ποιοι έδωσαν με την υπογραφή τους και σε ποιόν  1.000.000 ψηφιακές γραμμές κι έχουν τώρα θράσος και μιλάνε ή υπονοούν ότι τους «έριξε», αυτός τον οποίο ευεργέτησαν, πάντα ανιδιοτελώς. Άλλωστε τι είναι 350 συναντήσεις; Ούτε καν 400.
Όπως επίσης ο Λαός ξέρει ποιος ήταν ενσυνείδητα εκτός Κλεπτοκρατίας, γιατί και ποιοι τον πολέμησαν με τόσο μίσος.
Είμαι πάντως πολύ πικραμένος, αδέρφια. Πάρα πολύ. Όταν πριν πολλά χρόνια ξεκινούσα τη δουλειά, έκανα μια σούμα κι είδα ότι θα χρειαζόμουν για τα 24 τετραγωνικά του γραφείου μου καμιά πεντακοσαριά χιλιάδες παλιές καλές δραχμούλες. Ξέρετε, εγγύηση, τρέχον ενοίκιο, γραφείο, καρέκλα, υπολογιστής, εκτυπωτής, καναπές, βιβλιοθήκη, τηλεφωνητής-τηλεομοιότυπο και κάποια βασικά νομικά βιβλία. Μπήκα λοιπόν σε μια τράπεζα και ρώτησα για δάνειο. Ε, μου ‘παν ότι για να μου δώσουν 500.000 δραχμές έπρεπε να είχα ήδη 700.000 δραχμές, δυο εγγυητές, ακίνητο για προσημείωση, καλό εκκαθαριστικό, και να χαλαρώσω να το απολαύσω.
Τους ρώτησα αν έχουν καιρό να πάνε στην Πάρνηθα, είπαν ναι και τους είπα να ξαναπάνε για να πάρουν φόρα και να, τέλος πάντων… Αλήθεια, το ‘πα! Από τότε όταν έχω αντιδικία με τράπεζα, το φχαριστιέμαι. Τελικά μάζεψα κάτι λίγα μερικούς μήνες, έδωσα την εγγύηση και το πρώτο νοίκι, πήγα στον Αρμένη κολλητό μου τον Κασπάρ κι αγόρασα υπολογιστή και εκτυπωτή με πίστωση δια χειραψίας και του ΄δινα 30.000 δραχμές το μήνα. Το γραφείο και η πολυθρόνα, της πλάκας, από την Ερμού, τα τσοντάραμε ρεφενέ με τον πατέρα μου και τον τηλεφωνητή – τηλεομοιότυπο με τον αδερφό μου. Η μάνα μου συμμετείχε κι αυτή στην χορηγία: μου ‘δωσε την ευχή της. Πήρα και δυο καρέκλες επισκέπτη, κι ύστερα άλλες δύο. Την επόμενη αμοιβή μου από υπόθεση την έδωσα στον πατέρα μου, πήρε νοβοπάν και καπλαμά και μου ‘φτιαξε βιβλιοθήκη και ντουλάπι. Χλιδή.
Δέκα χρονάκια με βγάλανε όλα αυτά. Και μάζευα δέκα ολόκληρα χρόνια για να πάω σε μεγαλύτερο γραφείο, να μην είναι οι δικογραφίες σαν οδόφραγμα στο τραπέζι μου. Ενοίκιο πάλι, αλλά το ‘φτιαξα όπως ήθελα και τα τιμολόγια τα πλήρωσα όλα μόνος μου, αυτή τη φορά χωρίς τη χορηγία των γονιών μου και του αδερφού μου. Ε, εντάξει, την ευχή της μάνας μου την ξανακονόμησα αλλά αυτή και τζάμπα είναι και πιάνει πάντα.
Πώς λοιπόν να μην είμαι πικραμένος; Δεν έστειλα σε κανέναν τα τιμολόγια μου να μου τα πληρώσει. Κι εγώ είχα συμμαθητή Μιχάλη, αλλά τον Μιχάλη τον Λώνα, τον φούρναρη στον Κορυδαλλό. Αλλά δεν διανοήθηκα να του παίρνω τράκα τυρόπιτες και φραντζόλες, πόσο μάλλον να μου πληρώσει τον εξοπλισμό του γραφείου μου ή την οικοσκευή μου, να με στείλει ταξίδια ή να μου καταθέσει 200.000 Ευρώ χωρίς να το ξέρω.
Αυτοί οι τύποι όμως δεν έχουν τέτοια προβλήματα. Κοιτάνε κατάματα την κάμερα με γουρλωμένο μάτι ή με το μπαταρισμένο χαμόγελο και χωρίς ίχνος ερυθήματος στο μάγουλο λένε «αφήστε τα αυτά»!
Απορώ όμως; Όλα αυτά γίνονταν ανιδιοτελώς, χωρίς αντάλλαγμα, ε; Ε, φαίνεται έτσι είναι εκεί στα μετακατοχικά «αρχοντόσογα». Είναι κιμπάρηδες και μερακλήδες μεταξύ τους.
Αδέρφια για κοιτάξτε γύρω σας στο σπίτι σας, στο γραφείο σας, στο μαγαζί ή την επιχείρηση σας. Είχατε εσείς κανά χορηγό; Σας τα πλήρωσε κανένας πούστης,  ή ματώσατε και πολλοί πληρώνετε ακόμη επιταγές, κάρτες, καταναλωτικά;
Ποιοί και τι είναι αυτοί που χωρίς να παίξουν βλέφαρο μας λένε για τις «κοινωνικές» σχέσεις τους που δεν πρέπει να ποινικοποιούνται κι οι οποίες μεταφράζονται σε μια ζωή τζάμπα, όλα κερασμένα;
Δεν ξέρω εάν και ποιοι έχουν τεκμηριωμένη ποινική εμπλοκή. Η ηθική εμπλοκή μου αρκεί για τον πολιτικό εξοστρακισμό τους. Ρε, άιντε «χορηγηθείτε», που θα μας λύσετε εσείς τα προβλήματα! Άιντε δουλέψτε λίγο, να δείτε τι εστί βερύκοκο, που μας μιλάτε και για τις «κοινωνικές ανάγκες», για «θυσίες» κλπ. Πληρώστε τον καφέ σας, έστω, με τον ιδρώτα σας και θ’ ανεχθούμε να αναπνέετε τον ίδιο αέρα με μας.
Εδώ λοιπόν, στη Μάχη των Ιδεών πρώτα. Να ξαναμιλήσουμε γι’ αληθινή πολιτική και να βρούμε πάλι την πυξίδα που μας δίνει την πορεία, τις Ιδέες, ιδέες που ξεκίνησαν από δω, από την Ελλάδα, θριάμβευσαν παντού και περιθωριοποιήθηκαν στην ίδια τους την Πατρίδα. Γιατί για να επικρατήσουν οι κλέφτες, οι προδότες, οι ημιμαθείς απάτριδες, οι λαδωμένοι ποντικοί, τα σόγια των δοσιλόγων, οι άρπαγες του εθνικού πλούτου, οι υποκριτές, θέλανε και έφτιαξαν ένα πολιτικό, κοινωνικό, εκπαιδευτικό περιβάλλον σαν τα μούτρα τους. Θα το κατεδαφίσουν οι Ελληνικές Ιδέες.
Ο Αντώνης λοιπόν μίλησε δυνατά για Ιδεολογική, Πνευματική, Ηθική  Αναγέννηση, ως προϋπόθεση της Πολιτικής Αναγέννησης. Ακούσατε. Θα δείτε.
Εδώ λοιπόν, στα Μαρμαρένια Αλώνια της αληθινής πολιτικής, θα λογαριαστούμε κι άιντε, βρε καλομαθημένα γιουσουφάκια, σας κερνάμε τις Ιδέες. Τζάμπα, όπως έχετε μάθει.

Σχόλια