«Νίπτει τας χείρας της» η Ευρ. Επιτροπή για τις καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση του ελληνοβουλγαρικού αγωγού πετρελαίου Μπουργκάς- Αλεξανδρούπολη

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Βρυξέλλες, 16 Απριλίου 2010

Γραπτή ερώτηση των Ευρωβουλευτών της ΝΔ, κας Μ. Γιαννάκου και Καθ. κ. Ι. Α. Τσουκαλά
Έργο ενδιαφέροντος για την ΕΕ αποτελεί ο ελληνοβουλγαρικός αγωγός πετρελαίου Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη, παρά τις καθυστερήσεις στην υλοποίησή του, επιβεβαιώνει ο Επίτροπος Ενέργειας, κ. Oettinger, στην απάντησή του σε γραπτή ερώτηση που κατέθεσαν από κοινού η επικεφαλής των Ευρωβουλευτών της ΝΔ, κα Μαριέττα Γιαννάκου και ο Ευρωβουλευτής της ΝΔ, Καθ. κ. Ι.Α. Τσουκαλάς σχετικά με τις καθυστερήσεις υλοποίησης του αγωγού λόγω των επιφυλάξεων της βουλγαρικής κυβέρνησης.
Ο πετρελαιαγωγός, μήκους 300 χιλιομέτρων και προϋπολογισμού 1 δις ευρώ, υπολογίζεται ότι θα μεταφέρει 35 εκατομμύρια τόνους αργού πετρελαίου ετησίως, αποτελώντας τη συντομότερη, ασφαλέστερη και οικονομικότερη οδό μεταφοράς ρωσικού πετρελαίου προς την παγκόσμια αγορά που παρακάμπτει το Βόσπορο και τα Δαρδανέλια, όπου επικρατεί συμφόρηση. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνωρίζει ότι ο αγωγός αυτός θα συνεισφέρει σε μεγάλο βαθμό στην ενεργειακή ασφάλεια της ΕΕ, την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας, αλλά και την ενίσχυση της περιφερειακής συνεργασίας μεταξύ Βουλγαρίας και Ελλάδας. Σύμφωνα όμως με τον κ. Oettinger, οι πετρελαιαγωγοί δεν καλύπτονται από την πολιτική για τα Διευρωπαϊκά Ενεργειακά Δίκτυα (ΔΕΔ-E), όπως περιγράφεται στις κατευθυντήριες γραμμές που θεσπίστηκαν τον Σεπτέμβριο του 2006.
Οι δύο Ευρωβουλευτές της ΝΔ, σε συμπληρωματική ερώτηση, ζήτησαν να πληροφορηθούν για τα περιβαλλοντικά προβλήματα που ενδεχομένως θα δημιουργήσει ο αγωγός, καθώς και για τις ενέργειες που προτίθεται να αναλάβει η Ευρ. Επιτροπή για την τήρηση της κοινοτικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας, ιδίως στους δύο τερματικούς σταθμούς στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και στις ακτές του Αιγαίου. Σύμφωνα με τον κ. Oettinger, η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων βρίσκεται ακόμα σε πρώιμο στάδιο, ώστε να εξαχθούν οριστικά συμπεράσματα, αλλά υπενθυμίζει ότι σε περιπτώσεις έργων με διασυνοριακό χαρακτήρα, πρέπει να εφαρμόζεται η Σύμβαση Espoo του 1991 για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε διασυνοριακό πλαίσιο.
Σχετικά με την ερώτηση των Ευρωβουλευτών για το αν η Ευρ. Επιτροπή είναι διατεθειμένη να ενισχύσει τη βουλγαρική κυβέρνηση για την επίσπευση ολοκλήρωσης των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, που η βουλγαρική κυβέρνηση εκτιμά ότι θα απαιτήσουν 18 μήνες, ο κ. Oettinger δηλώνει πως η Ευρ. Επιτροπή προωθεί έργα που αποσκοπούν στην ενίσχυση της ασφάλειας του εφοδιασμού, αλλά η ολοκλήρωση των διοικητικών διαδικασιών σχετικά με την περιβαλλοντική νομοθεσία αποτελεί ζήτημα αποκλειστικής αρμοδιότητας των οικείων κρατών μελών.
Σε κοινή δήλωσή τους, η κα. Γιαννάκου και ο Καθ. κ. Τσουκαλάς, ανέφεραν τα εξής: «Ο ελληνοβουλγαρικός αγωγός πετρελαίου Μπουργκάς- Αλεξανδρούπολη αποτελεί έργο ύψιστης σημασίας τόσο για τη χώρα μας, όσο και για την ΕΕ, καθώς μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην ενίσχυση της ασφάλειας εφοδιασμού, αλλά και στην περιφερειακή συνεργασία στα Βαλκάνια. Είναι προφανές ότι υπάρχουν επιχειρηματικά και πολιτικά συμφέροντα, εντός και εκτός ΕΕ, που αντιστρατεύονται τον αγωγό αυτόν, για ευνόητους λόγους. Δεν είναι δυνατόν η εκπόνηση των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων να διαρκεί περισσότερο από την κατασκευή του ίδιου του αγωγού. Η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει τους μηχανισμούς αλλά και την απαραίτητη τεχνογνωσία για να διασφαλίσει την τήρηση της αυστηρής περιβαλλοντικής νομοθεσίας και την ασφάλεια των οικοσυστημάτων της περιοχής, χωρίς όμως να κινδυνεύσει αυτό το σημαντικό ενεργειακό έργο. Η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να τηρήσει τις δεσμεύσεις της, να αναλάβει πρωτοβουλίες και να συνεργαστεί στενά με την φίλη βουλγαρική κυβέρνηση, σε πλαίσιο αμοιβαίας κατανόησης και ειλικρίνειας, για την επίσπευση των σχετικών διαδικασιών».
Σημείωμα προς τον εκδότη:
Το σχέδιο για την κατασκευή ενός πετρελαιαγωγού 300 χιλιομέτρων, που συνδέει το βουλγαρικό λιμάνι Μπουργκάς στη Μαύρη Θάλασσα με την Αλεξανδρούπολη στις ακτές της Μεσογείου εξετάστηκε για πρώτη φορά το 1994. Το έργο συζητείται για πολλά χρόνια: στις 12 Απριλίου 2005, η Ρωσία, η Ελλάδα και η Βουλγαρία υπέγραψαν μνημόνιο κατανόησης, ενώ στις 15 Μαρτίου 2007, υπεγράφη η διακρατική συμφωνία μεταξύ Ρωσίας, Βουλγαρίας και Ελλάδας και ιδρύθηκε η εταιρεία που θα αναλάβει την κατασκευή του.
Τα κύρια πλεονεκτήματα του αγωγού, σε σύγκριση με άλλα προτεινόμενα έργα στην περιοχή, είναι ότι αποτελεί τη συντομότερη και φθηνότερη οδό για την παράκαμψη των τουρκικών στενών και η κατασκευή του δε φαίνεται να εγείρει μείζονα περιβαλλοντικά προβλήματα. Επιπλέον, η οικονομική βιωσιμότητα του αγωγού φαίνεται να είναι εξασφαλισμένη.
Ο ελληνοβουλγαρικός αγωγός πετρελαίου θα αποτελέσει τον πρώτο διαμετακομιστικό αγωγό στην ΕΕ που θα ελέγχεται από ρωσική κοινοπραξία, δεδομένου ότι η Ρωσία κατέχει το 51% στο έργο αυτό ( Transneft , Rosneft and Gazprom Neft ). Η Ελλάδα και η Βουλγαρία θα κατέχουν από 24.5%.
.

Σχόλια