Εξεταστική για την Οικονομία από το 1981 ζήτησε η Ν.Δ

 

Παρασκευή, 26 Φεβρουαρίου 2010
Προς:
Τον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων
κ. Φίλιππο Πετσάλνικο
Θέμα: Πρόταση για τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής για τη διερεύνηση της πορείας των δημοσιονομικών μεγεθών και της ποιότητας των δημοσιονομικών στοιχείων.
Η Νέα Δημοκρατία, σ’ αυτήν την εξαιρετικά κρίσιμη συγκυρία, κατά την οποία η Χώρα και ο Ελληνικός Λαός πλήττονται από τις συνέπειες της παγκόσμιας κρίσης –τις οποίες καθιστούν ακόμη πιο επώδυνες, για το παρόν και το μέλλον, οι χρόνιες παθογένειες της Οικονομίας μας- έχει τηρήσει, χωρίς παρεκκλίσεις και συμβιβασμούς, στάση εθνικής ευθύνης. Μακριά από λαϊκισμούς και κομματικές σκοπιμότητες, στήριξε και στηρίζει αποφάσεις που βρίσκονται στη σωστή κατεύθυνση για την έξοδο από την οικονομική κρίση, ενώ καταθέτει συγκεκριμένες προτάσεις για το συμφέρον του τόπου, τις αναγκαίες αναπτυξιακές ανάσες, τη συγκράτηση της ανεργίας.
Η Νέα Δημοκρατία θεωρούσε και θεωρεί ότι το σημερινό οικονομικό και κοινωνικό διακύβευμα για τον Τόπο απαιτεί, πρωτίστως, κλίμα συνεννόησης και συναίνεσης. Απαιτεί τη μεγαλύτερη δυνατή συνένωση δυνάμεων και προσπαθειών σε κοινή γραμμή.
Δυστυχώς, η Κυβέρνηση και το ΠΑΣΟΚ, ακολουθώντας νοοτροπίες και πρακτικές του παρελθόντος τους, κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Την κατεύθυνση του λαϊκισμού, της προχειρότητας, του κομματικού ρεβανσισμού και, συνακόλουθα, της άκρως επικίνδυνης, ιδίως για τα σημερινά δεδομένα, προκλητικής πολιτικής ανευθυνότητας.


Χαρακτηριστικό δείγμα ανευθυνότητας είναι η πρόταση του ΠΑΣΟΚ για τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής ως προς τη διερεύνηση των δημοσιονομικών στοιχείων της Οικονομίας μας. Το περιεχόμενο της πρότασης αυτής και, κυρίως, το χρονικό διάστημα στο οποίο περιορίζει την έρευνα -από το 2004 έως τον Οκτώβριο του 2009- αποδεικνύουν ότι η Κυβέρνηση και το ΠΑΣΟΚ δεν αποσκοπούν, ούτε στην εμπέδωση της διαφάνειας στην Οικονομία, ούτε στην καθιέρωση σταθερών και αποτελεσματικών κανόνων για τη θεσμική αξιοπιστία της χώρας. Δεν επιδιώκουν την αποκάλυψη, αλλά τη συσκότιση και την απόκρυψη της αλήθειας.
Ειδικότερα, μέσα από την πρόταση του ΠΑΣΟΚ αναδεικνύεται το κρυφό, πλην όμως τεράστιο, έλλειμμα πολιτικής ευθύνης της Κυβέρνησης και του ΠΑΣΟΚ, που - αδιαφορώντας προκλητικά, τόσο για την εικόνα και την αξιοπιστία της Χώρας, όσο και για την ίδια την ποιότητα της πολιτικής μας ζωής- επιδιώκουν αποκλειστικώς και μόνο δύο στόχους:
Πρώτον: Να αποσιωπήσουν το γεγονός ότι, προεκλογικώς, και ενώ κατά τη δική τους ομολογία είχαν πλήρη γνώση της κατάστασης της Οικονομίας μας, είπαν, συνειδητά, ψέματα στον Ελληνικό Λαό και του έδωσαν αφειδώς υποσχέσεις που, βεβαίως, εγνώριζαν ότι δεν μπορούν να εκπληρώσουν. Και αυτό, κατά τη στιγμή που η Νέα Δημοκρατία είχε πει ευθαρσώς και εντίμως την αλήθεια για την κρίσιμη κατάσταση της οικονομίας, παρουσιάζοντας παράλληλα δέσμη αναγκαίων μέτρων.
Δεύτερον: Να συγκαλύψουν τις μεγάλες ευθύνες τους για το γεγονός ότι επί τέσσερις μήνες –όταν η σημερινή συγκυρία δεν επιτρέπει να χαθεί ούτε μια ημέρα- δεν πήραν κανένα επαρκές και αποτελεσματικό μέτρο, για την αντιμετώπιση της κρίσης, παρά τις αυστηρές συστάσεις των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με δυσμενείς συνέπειες για την ανάπτυξη, την απασχόληση και το κόστος δανεισμού της Χώρας.
Υπό τα δεδομένα αυτά, και επειδή η Κυβέρνηση και το ΠΑΣΟΚ εμμένουν στη σύσταση μιας καθ’ όλα προσχηματικής Εξεταστικής Επιτροπής, η Νέα Δημοκρατία καταθέτει την πρόταση αυτή για σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής για την Οικονομία ώστε, με κύριους άξονες την εμπέδωση της διαφάνειας και τη διαμόρφωση σταθερών και υγιών κανόνων για το μέλλον, να αναδειχθούν οι πραγματικές αιτίες που οδήγησαν, διαχρονικώς και, συγκεκριμένα, από το 1981 –από την είσοδο, δηλαδή, της Χώρας στην τότε ΕΟΚ- την Οικονομία μας στη σημερινή κατάσταση, τόσο ως προς τα δημοσιονομικά μεγέθη, όσο και ως προς την ποιότητα των δημοσιονομικών στοιχείων.
Ειδικότερα και ενδεικτικά:
1ον. Ως προς την πορεία των δημοσιονομικών μεγεθών:
Τη δεκαετία του 1980, αναπτύχθηκαν έντονες δημοσιονομικές ανισορροπίες και ακολουθήθηκε μια επεκτατική πολιτική με αποτέλεσμα την εκρηκτική διόγκωση του δημοσίου χρέους.
Αυτές οι δημοσιονομικές επιλογές εκείνης της περιόδου επιβάρυναν και επιβαρύνουν, ακόμη και σήμερα, την Ελληνική οικονομία.
Η άνοδος του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης, κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας, οφειλόταν, κυρίως, στα υψηλά πρωτογενή δημοσιονομικά ελλείμματα. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, σε αυτή τη δεκαετία, το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης ήταν, κατά μέσο όρο, 12,9% του Α.Ε.Π., κάτι που ποτέ προηγουμένως δεν είχε συμβεί στην Ελλάδα, για τόσο μεγάλο διάστημα και που, φυσικά, δεν έχει επαναληφθεί έκτοτε.
Όπως διαπίστωνε ο Ο.Ο.Σ.Α. «το πιο καταπληκτικό και ίσως πιο καταστροφικό χαρακτηριστικό της μακροοικονομικής διαχείρισης στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, ήταν η απότομη αύξηση του ελλείμματος του Δημοσίου Τομέα» [OECD: Greece, Economic Survey 1990 – 1991, Paris 1991, σελ. 13].
Αυτά τα τεράστια δημοσιονομικά ελλείμματα οδήγησαν στην έκρηξη του δημοσίου χρέους, από το 22% το 1980 στο 71% το 1990. Έτσι, ενώ στις αρχές της δεκαετίας, η Ελλάδα ήταν η λιγότερο χρεωμένη χώρα της σημερινής Ευρωζώνης, στο τέλος της, μετά από δύο υποτιμήσεις της δραχμής, μετά από μια διετία ασφυκτικής λιτότητας, και αφού η χώρα απορρόφησε τα Κοινοτικά Μεσογειακά Προγράμματα, βρέθηκε με τριπλάσιο χρέος.
Αυτό, είχε ως αποτέλεσμα οι δαπάνες για τόκους του δημοσίου χρέους να αποκτήσουν τη δική τους δυναμική και να αυξηθούν, από το 2% του Α.Ε.Π. το 1980, στο 10% του ΑΕΠ το 1990 (δεδομένου, μάλιστα, ότι το 1990 ένα μεγάλο μέρος του δημοσίου χρέους ήταν αφανές και μη εξυπηρετούμενο, τα επίσημα στοιχεία υποεκτιμούν το κόστος εξυπηρέτησής του).
Από το 1990, ξεκίνησε μια συστηματική προσπάθεια αντιμετώπισης των ανισορροπιών και στρεβλώσεων της Ελληνικής οικονομίας. Η Ελλάδα υιοθέτησε ένα πρόγραμμα αντιμετώπισης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων με στόχο την ονομαστική σύγκλιση και έκανε συγκεκριμένα βήματα απελευθέρωσης της οικονομίας.
Όμως, κατά τη δεκαετία του 1980 είχε σημειωθεί και μια εκρηκτική αύξηση στα χρέη των δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών και των αγροτικών συνεταιρισμών. Τα χρέη αυτά εντάχθηκαν στο επίσημο δημόσιο χρέος μεταγενέστερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι οι εγγυήσεις του Δημοσίου για δάνεια από ιδιωτικές και δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης ανήλθαν το 1989 στο 32% του Α.Ε.Π. Τα επόμενα 3 χρόνια, περίπου, οι μισές - από αδυναμία εξυπηρέτησής τους - κατέπεσαν εκτοξεύοντας το χρέος στο 110% του Α.Ε.Π.
Μετά την περίοδο 1990-1993, το ποσοστό του δημοσίου χρέους ως προς το Α.Ε.Π. σταθεροποιήθηκε. Αφενός, ο κύριος όγκος των «αφανών» χρεών της δεκαετίας του 1980 ενσωματώθηκε στο επίσημο χρέος μέχρι το 1993 και αφετέρου είχαν δημιουργηθεί τα πρώτα πρωτογενή πλεονάσματα (από πρωτογενές έλλειμμα της τάξεως του 5,6% του Α.Ε.Π. το 1989).
Αυτά, όμως, τα πρωτογενή πλεονάσματα, που είχαν δημιουργηθεί στη δεκαετία της ονομαστικής σύγκλισης, άρχισαν σταδιακά να περιορίζονται, και το 2003 η Ελλάδα είχε και πάλι πρωτογενές έλλειμμα, με αποτέλεσμα τη διεύρυνση των δανειακών αναγκών της Γενικής Κυβέρνησης.
Στη συνέχεια, οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας κατάφεραν να μειώσουν το χρέος ως ποσοστό του Α.Ε.Π., μέχρι το ξέσπασμα της διεθνούς κρίσης. Η πραγματικότητα δείχνει ότι, ως τα τέλη του 2007, τόσο τα δημοσιονομικά ελλείμματα, όσο και το δημόσιο χρέος μειώθηκαν σημαντικά, ως ποσοστό του Α.Ε.Π. Μετά το 2008 τα ελλείμματα πράγματι διευρύνθηκαν, κυρίως ως αποτέλεσμα της διεθνούς κρίσης. Ωστόσο, ό,τι και να είχε γίνει πριν το 2008, η διεύρυνση των ελλειμμάτων και του χρέους ως αποτέλεσμα της κρίσης δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί. Ακόμη και χώρες που το 2007 είχαν δημοσιονομικά πλεονάσματα και χαμηλό χρέος, είδαν μετά το 2008, λόγω της κρίσης, τα ελλείμματα και το χρέος τους να εκτοξεύονται στα ύψη.
Το μέσο δημοσιονομικό έλλειμμα των χωρών της Ευρωζώνης δεκαπλασιάστηκε ως ποσοστό του Α.Ε.Π. μεταξύ 2007 και 2009. Από το 0,6% του Α.Ε.Π. το 2007, ανέβηκε στο 6,4% του Α.Ε.Π. το 2009. Χώρες όπως η Ιρλανδία, η Ισπανία, η Μεγάλη Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, παρουσιάζουν ελλείμματα που το 2009 ξεπερνούν το 11% του Α.Ε.Π.
Ως αποτέλεσμα των αυξημένων ελλειμμάτων, υπήρξε και η εκτόξευση του δημοσίου χρέους σε σχέση με το Α.Ε.Π. Το μέσο χρέος των χωρών της Ευρωζώνης ανέβηκε, από το 66% του Α.Ε.Π. το 2007, στο 78% του Α.Ε.Π. το 2009. Βεβαίως, με την εξαίρεση της Ιταλίας και του Βελγίου, η Ελλάδα ξεκίνησε από πολύ υψηλή βάση σε σχέση με το δημόσιο χρέος, λόγω των πολιτικών των προηγουμένων δεκαετιών.
Άλλωστε, δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι περίπου 70 δις. ευρώ από τα 80 δις. ευρώ που αυξήθηκε το δημόσιο χρέος στην περίοδο 2004-2008, χρησιμοποιήθηκαν για να αποπληρωθούν υποχρεώσεις των προηγούμενων Κυβερνήσεων του ΠΑ.ΣΟ.Κ. (πληρωμές για τόκους, εξοπλιστικές δαπάνες, χρέη νοσοκομείων και υποχρεώσεις στην κοινωνική ασφάλιση).
Σε κάθε περίπτωση, σε συνθήκες διεθνούς χρηματοπιστωτικής στενότητας, η αναχρηματοδότηση του χρέους, που εδώ και πολλά χρόνια βρίσκεται στο 100% του Α.Ε.Π., καθίσταται προβληματική, και σε κάθε περίπτωση πιο ακριβή.
2ον. Ως προς την ποιότητα των δημοσιονομικών στοιχείων:
Από τις αρχές του 2002, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο άρχισε να προειδοποιεί ότι η Κυβέρνηση έκρυβε επιβαρύνσεις στον Κρατικό Προϋπολογισμό.
Την ίδια χρονιά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέφραζε αμφιβολίες για την ποιότητα των δημοσιονομικών στοιχείων της χώρας μας (Δελτίο Τύπου Νο. 35/2002 της 21ης Μαρτίου 2002 και Δελτίο Τύπου Νο. 116/2002 της 30ης Σεπτεμβρίου 2002).
Αποτέλεσμα των κοινοτικών αμφιβολιών και της αδυναμίας της Eurostat να επιβεβαιώσει τα δημοσιονομικά στοιχεία της Ελλάδας, για τα έτη 2000 και 2001, ήταν η άμεση αναθεώρηση, το Νοέμβριο του 2002, μόνο για την περίπτωση της Ελλάδας, των δημοσιονομικών δεδομένων για τα συγκεκριμένα έτη, υπερδιπλασιάζοντας το δημοσιονομικό έλλειμμα και αυξάνοντας σημαντικά το δημόσιο χρέος, σε σχέση με το Σεπτέμβριο του ιδίου έτους (Δελτίο Τύπου Νο. 132/2002 της 13ης Νοεμβρίου 2002).
Έτσι, μεταξύ 30ης Σεπτεμβρίου και 13ης Νοεμβρίου 2002, τα στοιχεία για το δημοσιονομικό έλλειμμα αναθεωρήθηκαν από -0,8% σε -1,8% του Α.Ε.Π. για το 2000 και από +0,1% σε -1,2% του Α.Ε.Π. για το 2001, καταγράφοντας μία μοναδική περίπτωση χώρας, που μέσα σε λιγότερο από 2 μήνες, αναθεώρησε και υπερδιπλασίασε την εκτίμησή της για το δημοσιονομικό έλλειμμα των προηγούμενων δύο ετών της διακυβέρνησής της.
Το 2004, η Eurostat επανέλαβε τις επιφυλάξεις της (Δελτίο Τύπου Νο. 38/2004 της 16ης Μαρτίου 2004) και μάλιστα ζήτησε από τη χώρα μας (“at the request of Eurostat”) να καταθέσει νέα στοιχεία για την περίοδο 2000-2003 (Report on Greek Government Deficit and Debt Statistics, European Commission, January 2010, σελ. 12, υποσημείωση 14).
Λίγο αργότερα, την ίδια χρονιά, προχώρησε σε εκτεταμένες αναταξινομήσεις και αναθεωρήσεις των δημοσιονομικών στοιχείων, καθώς οι προηγούμενες Κυβερνήσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ., σε 11 περιπτώσεις, έδιναν παραπλανητικές αναφορές στη Eurostat, για την περίοδο 1997-2003 (Report by Eurostat on the Revision of the Greek Government Deficit and Debt Figures, 22 November 2004).
Αναφορές που σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με την υπερεκτίμηση του πλεονάσματος των ασφαλιστικών οργανισμών, την υπερεκτίμηση των φορολογικών εσόδων, την ελλιπή καταγραφή των αμυντικών δαπανών, τη μη ακριβή καταχώρηση της ανάληψης χρεών, τη μη ακριβή καταγραφή της κεφαλαιοποίησης των τόκων, τη μη ορθή ταξινόμηση των κεφαλαιακών μεταβιβάσεων κ.α.
Οι πρόσφατες Εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής [Report on Greek Government Deficit and Debt Statistics, January 2010] (σελ. 6, 12, 13 και 14) και της Επιτροπής που συνέστησε το Υπουργείο Οικονομικών για την αξιοπιστία των δημοσιονομικών στοιχείων [Ιανουάριος 2010] (σελ. 26) επιβεβαιώνουν αυτή τη διαπίστωση.
Στις παραπάνω επιφυλάξεις και αναθεωρήσεις, θα πρέπει να προστεθούν και οι εκτεταμένες πρακτικές μέσω της «δημιουργικής λογιστικής», που ακολουθήθηκαν την περίοδο 2000-2001, από τις τότε Κυβερνήσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ., για την απόκρυψη δημοσίου χρέους και τη μείωση δημοσιονομικού ελλείμματος.
Πρακτικές, που καταγράφονται εκτενέστατα και στο διεθνή, έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο, όπως:
1ον. Συναλλαγές, τις οποίες σήμερα αναγνωρίζει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, κατά τις οποίες η τότε Κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ., το 2001, μέσω πράξεων μετατροπής συναλλαγματικού χρέους από ξένα νομίσματα σε ευρώ, ενέγραφε το συναλλαγματικό όφελος, ενώ -όπου υπήρχε- απέκρυπτε τη συναλλαγματική ζημία, μέσω κρυφού δανεισμού, με μυστικές πράξεις ανταλλαγής επιτοκίων (swaps), τις οποίες συμφώνησε με την Goldman Sachs, με επαχθείς όρους (πήρε συνεπώς τα κέρδη και έκρυψε τις ζημιές). Μάλιστα, η αποπληρωμή του χρέους θα ξεκινούσε από το 2004.
Από αυτές τις συναλλαγές, η κερδοφορία της Goldman Sachs ενισχύθηκε κατά $300 εκατ. και το στέλεχος της Goldman Sachs που την «έκλεισε» προήχθη σε Partner της εταιρείας. Σύμφωνα μάλιστα με την Έκθεση της Επιτροπής που συνέστησε το Υπουργείο Οικονομικών, «η χρήση ανταλλαγής επιτοκίου, δηλαδή τα swaps, βοηθά στη διαχείριση των τρεχουσών ελλειμμάτων, επηρεάζει όμως τις δανειακές ανάγκες και επομένως και το ύψος του μελλοντικού χρέους».
2ον. Οι τιτλοποιήσεις απαιτήσεων το 2000 και 2001, μέσω της προεξόφλησης μελλοντικών ταμειακών ροών. Τιτλοποιήσεις που δεσμεύουν μελλοντικά έσοδα για την εκπλήρωση άμεσων οικονομικών αναγκών και σχετίζονται με ανεύθυνη οικονομική πολιτική:
· Στις 23 Νοεμβρίου του 2000, η τότε Κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. εκχώρησε μελλοντικά έσοδα του Δημοσίου από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων συνολικού ύψους 740 εκατ. ευρώ στην εταιρεία «HELLENIC SECURITIZATION».
· Στις 13 Δεκεμβρίου του 2000, εκχώρησε μελλοντικά έσοδα του Δημοσίου από τα Κρατικά Λαχεία συνολικού ύψους 650 εκατ. ευρώ στην εταιρεία «ΑΡΙΑΔΝΗ».
· Στις 23 Οκτωβρίου του 2001, εκχώρησε μελλοντικά έσοδα του Δημοσίου από το Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης συνολικού ύψους 2 δις. ευρώ στην εταιρεία «ΑΤΛΑΣ».
· Στις 13 Δεκεμβρίου του 2001, εκχώρησε μελλοντικά έσοδα του Δημοσίου από την «EUROCONTROL» συνολικού ύψους 355 εκατ. ευρώ στην εταιρεία «ΑΙΟΛΟΣ».
Αυτή η εικόνα της χώρας αποτέλεσε το εφαλτήριο, ώστε η Eurostat, μέσα από μεθοδολογικές επισκέψεις και “σχέδια δράσης”, να εκφράσει, αρκετές φορές, μέχρι και σήμερα, αμφιβολίες και ενστάσεις για την ποιότητα των Ελληνικών δημοσιονομικών στοιχείων.
Αποτέλεσμα της συνεργασίας Ελληνικών και Κοινοτικών Αρχών ήταν η βελτίωση σε αρκετούς τομείς και η πρόοδος σε πολλά ζητήματα. Οι πρόσφατες Εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (σελ. 15 και 16) και της Επιτροπής του Υπουργείου Οικονομικών (σελ. 27) επιβεβαιώνουν αυτή τη διαπίστωση.
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν συστημικά προβλήματα στη συλλογή, την καταγραφή και την παρουσίαση των δημοσιονομικών στοιχείων, μεθοδολογικές αδυναμίες και αναποτελεσματικές τεχνικές διαδικασίες. Προβλήματα που καταγράφονται και στις δύο Εκθέσεις (μεταξύ άλλων στη συγκέντρωση της πληροφόρησης, στην ταχύτητα συλλογής των στοιχείων, στις πρακτικές μεταβίβασης των στοιχείων, στη διαθεσιμότητα των στοιχείων, στις μεθόδους αναγωγής των δειγματοληπτικών ελέγχων στον πληθυσμό, στις πρακτικές μετάβασης από «ταμειακή» σε «εθνικολογιστική» βάση, στην ανεπάρκεια των ελέγχων συνέπειας των στοιχείων, στη χρήση διαφορετικών πηγών για την άντληση των στοιχείων). Προβλήματα που πρέπει ως χώρα να αντιμετωπίσουμε.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όμως, στην τελευταία της Έκθεση, εκφράζει αμφιβολίες και για μια σειρά από στοιχεία που οδήγησαν την Κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. να αναθεωρήσει, προς τα πάνω, το έλλειμμα του 2008 (καταγραφή του λειτουργικού πλεονάσματος ή των δανειακών αναγκών διαφόρων φορέων, αναθεωρήσεις της αξίας περιουσιακών στοιχείων, ταξινόμηση των κεφαλαιακών μεταβιβάσεων, καταγραφή των παλαιών οφειλών των νοσοκομείων) (Έκθεση Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σελ. 17-27).
Συγκεκριμένα, για το 2008, η Κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. δήλωσε στη Eurostat ότι το έλλειμμα ήταν 7,7% του Α.Ε.Π. έναντι 5,6% του Α.Ε.Π., που είχε δηλώσει η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Απ’ αυτές τις περίπου δύο επιπλέον μονάδες, οι Βρυξέλλες δέχονται μόνο το 0,6%. Αυτό αποδεικνύει ότι η σημερινή Κυβέρνηση, προκειμένου να κατηγορήσει τη Νέα Δημοκρατία, εξέθεσε τη χώρα, καθώς φούσκωσε το έλλειμμα, τόσο, που δεν το δέχεται ούτε η Eurostat.
Σύμφωνα, πάλι, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε ό,τι αφορά το 2009, η γνωστοποίηση από τη νέα Κυβέρνηση της αναθεώρησης του δημοσιονομικού ελλείμματος του 2009 (σύμφωνα, μάλιστα, με τον τότε Γενικό Γραμματέα της Ε.Σ.Υ.Ε. υπήρξαν απανωτές πολιτικές παρεμβάσεις στην παροχή των αναθεωρημένων στοιχείων κατά την περίοδο 16 με 21 Οκτωβρίου 2009 [Έκθεση Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σελ. 18]) οφείλεται στις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης (άσχετα αν το ΠΑ.ΣΟ.Κ., αν και γνώριζε την κατάσταση [Δηλώσεις Επιτρόπου Αλμούνια, 14.09.2009] έταζε προεκλογικά τα πάντα στους πάντες και διαβεβαίωνε τους Έλληνες πολίτες ότι «υπάρχουν χρήματα»), στις δημοσιονομικές διολισθήσεις σε χρονιά εκλογών και σε λογιστικές αποφάσεις της Κυβέρνησης του ΠΑ.ΣΟ.Κ. (Έκθεση Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σελ. 3).
Αποφάσεις της Κυβέρνησης του ΠΑ.ΣΟ.Κ. που επιβάρυναν το έλλειμμα του 2009 (Απάντηση Επιτρόπου κ. Χ. Αλμούνια σε ερώτηση Ευρωβουλευτή κ. Χουντή, 26.01.2010).
Αποφάσεις όπως:
· Η επιβολή έκτακτης εισφοράς στις επιχειρήσεις και στα ακίνητα για να δοθεί η ενίσχυση κοινωνικής αλληλεγγύης στα χαμηλά εισοδήματα. Όμως, η δαπάνη για την πρώτη δόση της ενίσχυσης (500 εκατ. ευρώ) επιβάρυνε το 2009, ενώ όλα τα έσοδα από την έκτακτη εισφορά (1 δις. ευρώ) καταγράφονται στο 2010.
· Η αναστολή εφαρμογής μέτρων, όπως η ρύθμιση για τους ημιυπαίθριους χώρους, ο φόρος στα λαχεία, το Ξυστό και η έκτακτη εισφορά στα «επαγγελματικά» σκάφη αναψυχής.
· Η μεταφορά εσόδων από το ΕΤΑΚ του 2009 στο 2010.
· Η αύξηση της επιστροφής φόρων το 2009, με πάγωμα όμως εφέτος.
· Η αύξηση των πληρωμών για το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, το τελευταίο τρίμηνο του 2009, χωρίς όμως να πραγματοποιηθούν σχετικές πληρωμές τον εφετινό Ιανουάριο.
Αποφάσεις, παλινωδίες και καθυστέρηση στη στελέχωση του κρατικού μηχανισμού (ενδεικτικά αναφέρεται ότι τοποθετήθηκε Γραμματέας για τα έσοδα στο Υπουργείο Οικονομικών στα μέσα Δεκεμβρίου) με δυσμενείς συνέπειες στα δημοσιονομικά μεγέθη και στο κόστος δανεισμού της χώρας.
Πράγματι, η υστέρηση στα τακτικά έσοδα του Προϋπολογισμού, τους πρώτους μήνες διακυβέρνησης της χώρας (Οκτώβριος - Δεκέμβριος) από το ΠΑΣΟΚ (13,3% σε σχέση με την περσινή περίοδο) είναι υπερτετραπλάσια της αντίστοιχης, που είχε σημειωθεί κατά τους πρώτους εννέα μήνες του 2009 (3,2%). Πιο συγκεκριμένα, η υστέρηση εσόδων στο 9μηνο Ιανουαρίου - Σεπτεμβρίου 2009 σε σχέση με το 2008, σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, ήταν 1,2 δισ. ευρώ, ενώ στο τελευταίο τρίμηνο του έτους η υστέρηση ξεπέρασε τα 2 δισ. ευρώ. Δηλαδή, στο τελευταίο τρίμηνο του έτους, μετά τις εκλογές, οι απώλειες εσόδων ήταν σχεδόν διπλάσιες απ’ ό,τι στο 9μηνο πριν τις εκλογές.
Οι αγορές άρχισαν να μας τιμωρούν, επιβαρύνοντας το κόστος δανεισμού της χώρας (διεύρυνση spread s ) όταν διαπίστωσαν ότι η Κυβέρνηση επιδίδεται σε δηλώσεις, διακηρύξεις και διαβούλευση, χωρίς να λαμβάνει και να προωθεί μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Το αποτέλεσμα είναι σε όλες τις εκδόσεις χρέους που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα από την Κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. (έχουμε αντλήσει 13,6 δισ. ευρώ για το 2010) το κόστος δανεισμού να είναι πολύ υψηλότερο σε σχέση με το παρελθόν (στο 5-ετές ομόλογο ιδιωτικής τοποθέτησης η απόδοση ήταν Euribor + 2,5% [από Euribor + 2%], στα έντοκα γραμμάτια 13 εβδομάδων ήταν 1,67% [από 0,35%], στα έντοκα γραμμάτια 26 εβδομάδων ήταν 1,38% [από 0,59%], στα έντοκα γραμμάτια 52 εβδομάδων ήταν 2,20% [από 0,91%], στο 5-ετές κοινοπρακτικό ομόλογο ήταν 6,10% [από 4,98%]).
Υπογραμμίζεται ότι η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας προκήρυξε εκλογές και ζήτησε την ψήφο του ελληνικού λαού τον Οκτώβριο για να λάβει επώδυνα, αλλά αναγκαία μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης, που έφερε στην επιφάνεια τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας, που δημιουργήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες. Ο ίδιος ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος δήλωσε στη Βουλή, στις 24 Νοεμβρίου του 2009, ότι «το έλλειμμα έβαινε προς διψήφιο ποσοστό, αν δεν λαμβάνονταν μέτρα και ότι η μεν Νέα Δημοκρατία είχε πει ότι αν επανεκλεγόταν θα έκοβε δαπάνες, θα πάγωνε αμοιβές και συντάξεις, θα έπαιρνε μέτρα για τη φοροδιαφυγή. Αλλά ήταν άγνωστο τι θα έκανε το ΠΑ.ΣΟ.Κ.».
Η αδράνεια όμως, η αβελτηρία και η ολιγωρία της Κυβέρνησης κόστισαν στη χώρα, επιφέροντας τη λήψη ακόμη πιο επώδυνων μέτρων στην κοινωνία.
Πεποίθησή μας είναι ότι η Εξεταστική Επιτροπή, που προτείνεται από το ΠΑΣΟΚ, δεν μπορεί, κατά τις δύσκολες αυτές ώρες, να συμβάλει στην αντιμετώπιση των κρίσιμων οικονομικών ζητημάτων, που αντιμετωπίζει η Χώρα και ο Ελληνικός Λαός.
Αντιθέτως, μάλιστα! Μπορεί, μέσα από τις πρακτικές και τις νοοτροπίες ΠΑΣΟΚ, να πλήξει το εσωτερικό εθνικό μέτωπο, αλλά και να επιδεινώσει την προς τα έξω εικόνα της Χώρας.
Επειδή, ωστόσο, ο Πρωθυπουργός και η Κυβέρνηση επιμένουν σε μια εμπαθή πρόταση και επειδή η αλήθεια δεν μπορεί να τεμαχίζεται, να συσκοτίζεται και να συγκαλύπτεται, προτείνουμε τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής, κατά το άρθρο 68 του Συντάγματος και 144 και επόμενα του Κανονισμού της Βουλής των Ελλήνων, προκειμένου να υπάρξει η προτεινόμενη κατά τα ανωτέρω πλήρης διερεύνηση της υπόθεσης για την αποκάλυψη των πραγματικών δεδομένων σχετικά με την πορεία των δημοσιονομικών μεγεθών και την ποιότητα των δημοσιονομικών στοιχείων, αλλά και για τους εν γένει χειρισμούς, που έγιναν στον τομέα της δημοσιονομικής διαχείρισης από τις εκάστοτε κυβερνήσεις.
Η διερεύνηση αυτή, για τους λόγους που αναλυτικά εκθέσαμε πιο πάνω, είναι απαραίτητο να καλύπτει το χρονικό διάστημα από το 1981 έως και το Φεβρουάριο του 2010.
Δηλαδή, είναι επιβεβλημένο να ερευνηθούν, εκτός των άλλων, και οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν, αλλά και οι αποφάσεις που εφαρμόστηκαν κατά το πλέον επίμαχο διάστημα, των τελευταίων 4 μηνών, από τον Οκτώβριο του 2009 έως σήμερα.
Επειδή η πρόταση αυτή υπογράφεται από τον απαιτούμενο (κατά το άρθρο
144 παράγραφος 2 του Κανονισμού της Βουλής) αριθμό Βουλευτών και επειδή πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις, ζητάμε να συγκληθεί η Ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων, προκειμένου να ληφθεί απόφαση για τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής με το προτεινόμενο, ως παραπάνω, αντικείμενο έρευνας.
Οι Βουλευτές

Σχόλια